Μετά την ανακοίνωση του προγράμματος των 750 δισ. ευρώ της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ανάκαμψη και την Ανθεκτικότητα, διαπιστώθηκε πριν απ’ όλα ότι το ποσό αυτό είναι ανεπαρκές σε σχέση με το αντίστοιχο πρόγραμμα των 1900 δισ. δολαρίων στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, τη χώρα που έχει πληγεί περισσότερο από την περίοδο των μνημονίων, τα 32 δισ. είναι προφανώς ανεπαρκή, από τη στιγμή μάλιστα που τα 13 από αυτά είναι δάνεια τα οποία θα προστεθούν στο δημόσιο χρέος. Δεν περίμενε κανείς να τεθεί το θέμα της επάρκειας των πόρων από την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, η οποία ασχολείται μόνο με τη διάθεση του δημοσίου χρήματος στην ιδιωτική επιχειρηματικότητα κάθε είδους, με ιδιαίτερη φροντίδα των «ημετέρων», και γι’ αυτό μας παρουσίασε ένα «σχέδιο» το οποίο είναι στην πραγματικότητα μια θεματολογία, την οποία θα εγκρίνει όπως πάντα η γραφειοκρατία των Βρυξελλών.
Υπάρχει βέβαια ζήτημα μετάβασης και ανθεκτικότητας και αυτό αφορά μια οικονομία που έχει χάσει και χάνει παραγωγική δυνατότητα και δυνατότητα απασχόλησης του ενεργού πληθυσμού σε βαθμό που απαιτεί την «παραγωγική ανασυγκρότηση», δηλαδή την πρόσθεση και τη μετατροπή παραγωγικών και οικονομικών εν γένει δραστηριοτήτων, σε μεγάλη κλίμακα. Η άποψη ότι μετά τη συρρίκνωση του παραγωγικού ιστού κατά την προηγούμενη δεκαετία, στην οποία προστίθενται οι επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης, αρκεί «να πέσει χρήμα στην αγορά» για την «επανεκκίνηση» της οικονομίας, σημαίνει ότι αγνοείται η σοβαρότητα τόσο του οικονομικού όσο και του κοινωνικού προβλήματος, που αφορά και ένα μεγάλο μέρος της τάξης των επιχειρηματιών. Η ελληνική κοινωνία δεν διαθέτει αυθορμήτως τον δυναμισμό που μπορεί να καλύψει τα κενά της παραγωγής και της απασχόλησης, και επομένως χρειάζεται να θέσει νέους στόχους και να διαμορφώσει τις θεσμικές λειτουργίες που μπορούν να τους επιτύχουν.
Αλλά συγχρόνως πρέπει να γίνει κατανοητό ότι το φυσικό περιβάλλον εντός του οποίου εξελίσσεται η οικονομία και η κοινωνία, έχει μεταβληθεί και μεταβάλλεται συνεχώς. Ακραίες και επικίνδυνες καταστάσεις, λόγω της κλιματικής αλλαγής, που πλήττουν την παραγωγή και τις συνθήκες ζωής και κατοικίας των πολιτών, πρέπει πλέον να αντιμετωπίζονται από έναν κρατικό μηχανισμό με τους αναγκαίους πόρους και τη δυνατότητα υλοποίησης των κατάλληλων έργων υποδομής. Η πιθανότητα υγειονομικών κρίσεων, όπως η τρέχουσα, θα αποτελεί μια σταθερά στο μέλλον, και επομένως το Σύστημα Υγείας, όπως και η παραγωγή φαρμάκων και εμβολίων, πρέπει να βρίσκονται σε ετοιμότητα, η οποία να αποτελεί ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της οργάνωσης της κοινωνίας μας. Η διατήρηση της δυνατότητας λειτουργίας των κοινωνικών υποδομών, αλλά και του εκπαιδευτικού συστήματος, σε περίοδο υγειονομικού συναγερμού, αποτελούν επίσης αναγκαίες στρατηγικές επιλογές, οι οποίες απαιτούν τον κατάλληλο οργανωτικό και θεσμικό σχεδιασμό, αλλά απαιτούν και επαρκείς πόρους τους οποίους πρέπει να παράγει η οικονομία.
Και η λεγόμενη «πράσινη μετάβαση» πρέπει να αποκτήσει στόχους. Η απολιγνιτοποίηση είναι μια πολύ ευρύτερη πρόκληση, η οποία δεν αφορά μόνο την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές αντί του λιγνίτη, αλλά και την παραγωγική αναδιοργάνωση ολόκληρων περιοχών. Υπάρχουν δυνατότητες μεταφοράς της παραγωγής ενέργειας στη βάση της κοινωνίας, με τις ενεργειακές κοινότητες λ.χ., που πρέπει και αυτή να σχεδιαστεί, ενώ η εξοικονόμηση ενέργειας σε κτίρια ιδιωτικά ή δημόσια δεν μπορεί να αφεθεί στην πρωτοβουλία πολιτών με χαμηλά εισοδήματα ή σε τοπικούς άρχοντες με περιορισμένους προϋπολογισμούς ή άλλες προτεραιότητες. Αυτές οι επιλογές, όπως και η διασπορά ανεμογεννητριών σε όλη την επικράτεια, είναι αποφάσεις που χρειάζεται να βγούν από τη διαδικασία ικανοποίησης επενδυτών, και να αποτελέσουν επιλογές που αποφασίζονται από τις τοπικές κοινωνίες με τη μέθοδο του δημοκρατικού σχεδιασμού.
Η κρίση του τουρισμού, που θα αφήσει πίσω της σημαντικά ελλείμματα στην οικονομική δραστηριότητα και την απασχόληση, απαιτεί να αντιμετωπιστεί η ανάγκη πολλαπλών «παραγωγικών ανασυγκροτήσεων» στις τουριστικές περιοχές, για να ασχοληθούμε επιτέλους με το διαπιστωμένο εδώ και καιρό πρόβλημα της εγκατάλειψης δραστηριοτήτων για χάρη της υποτιθέμενης ευκολίας του τουρισμού. Η ψηφιακή μετάβαση τι είναι; η αγορά λογισμικού από το δημόσιο και τις επιχειρήσεις, ή η αξιοποίηση του διαθέσιμου ανθρώπινου δυναμικού για την προσφορά καινοτομιών προς όφελος της εγχώριας παραγωγής, των κοινωνικών υπηρεσιών, ή ακόμα και των εξαγωγών; Οι διαπιστωμένες μεγάλες δυνατότητες της αγροτικής παραγωγής, μπορούν να αποτελέσουν μια αιχμή της ανασυγκρότησης που θα προσφέρει εισοδήματα και απασχόληση στις τοπικές κοινωνίες, και πόρους στην οικονομία συνολικά, με την προϋπόθεση ότι θα επιλεγούν οι κατάλληλες δραστηριότητες και θα εξασφαλιστεί πριν απ’ όλα η διαθεσιμότητα υδάτων, που είναι ελλειμματική σε όλη τη χώρα.
Η καθαρά νεοφιλελεύθερη Έκθεση Πισσαρίδη εμπνέει το σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Νέας Δημοκρατίας, και όπως όλες οι εκδοχές νεοφιλελευθερισμού που υιοθετήθηκαν από τη δεκαετία του ’90 και μετά, δεν αποτελεί παρά το περίβλημα με το οποίο διατηρείται το χαρακτηριστικό ελληνικό πελατειακό σύστημα, που κατορθώνει για δεκαετίες να οδηγεί την οικονομία σε μια σταθερή πορεία παρακμής, και σήμερα πλέον συμμετέχει σε μια προσπάθεια ολοκληρωμένης επιστροφής στις μεθόδους της δεκαετίας του ’50. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι η προσκόλληση στις μεθόδους του μεταπολεμικού αστικού καθεστώτος για τη διαχείριση της οικονομίας, έχει εγκλωβίσει ακόμα και τις αντιπολιτευόμενες πολιτικές και επιστημονικές ελίτ σε ένα προφανές στρατηγικό αδιέξοδο, αφήνοντας την αναζήτηση εναλλακτικής στρατηγικής σε περιθωριακές και σπάνιες μεμονωμένες επεξεργασίες.
Πέτρος Λινάρδος Ρυλμόν
Πηγή: Η Εποχή