Η Φράνκα Βιόλα ήταν ένα κορίτσι αγροτικής οικογένειας που μεγάλωσε στο Αλκάμο, μια επαρχιακή πόλη της Σικελίας. Στα 15 της αρραβωνιάστηκε με τον συντοπίτη της Φιλίππο Μελοντία, ανιψιό ενός γνωστού και πλούσιου μέλους της τοπικής μαφίας. Ο αρραβωνιαστικός λίγο αργότερα κατηγορείται για κλοπή και συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και ο πατέρας της Φράνκα διαλύει τον αρραβώνα. Ο Φιλίππο μεταναστεύει στη Γερμανία και στην επιστροφή του καταλήγει για ένα μικρό διάστημα στη φυλακή. Όταν επιστρέφει στην περιοχή αρχίζει να απειλεί την οικογένεια Βιόλα, γιατί δεν αποδέχεται τη διάλυση του αρραβώνα. Φθάνει μέχρι το σημείο να κάψει ένα αγροτόσπιτο της οικογένειας, να καταστρέψει το αμπέλι τους και να απειλήσει τον πατέρα με πιστόλι. Την 26η Δεκέμβρη 1965, μαζί με φίλους, εισβάλλει στο σπίτι των Βιόλα και, αφού χτυπά τη μητέρα της κοπέλας και καταστρέφει την κατοικία της, αρπάζει τη Φράνκα μαζί με τον μικρό αδελφό της που, κολλημένος πάνω της, δεν αφήνει να την πάρουν, και την μεταφέρει αρχικά σε ένα αγροτόσπιτο και στη συνέχεια στο σπίτι της αδελφής του. Το αδελφάκι της Φράνκα στέλνεται σπίτι μετά από λίγο και εκείνη μένει μόνη να υποστεί τις απειλές, τις ειρωνείες, τη στέρηση τροφής και, τέλος, μετά από μια εβδομάδα, τον βιασμό. Μετά από λίγες μέρες, οι συγγενείς του Μελοντία εμφανίζονται στην οικία Βιόλα και απαιτούν να γίνει ο γάμος, από τη στιγμή που η κοπέλα είναι πλέον «ατιμασμένη». Οι γονείς της Φράνκα υποκρίνονται ότι το δέχονται και ειδοποιούν την αστυνομία, η οποία, στις 6 Γενάρη του 1966 ανακαλύπτει την κρυψώνα, απελευθερώνει την κοπέλα και συλλαμβάνει τον Μελοντία μαζί με τους συνεργούς του.
Σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους της εποχής εκείνης, το αδίκημα του βιασμού παραγραφόταν εάν ο βιαστής παντρευόταν το θύμα. Η Φράνκα, όμως, αρνήθηκε να τον παντρευτεί και να ακολουθήσει τους κανόνες μιας υποτιθέμενης «τιμής» που επέβαλε η πατριαρχία, προκαλώντας μάλιστα έτσι και την ίδια τη μαφία. Η υπόθεση αυτή προσελκύει την προσοχή των μέσων ενημέρωσης, γιατί είναι η πρώτη φορά που μια γυναίκα προτιμά να αποκαλείται «ντροπιασμένη», αντί να αποδεχτεί τη μοίρα της και να παντρευτεί τον βιαστή της. Η Φράνκα και η οικογένειά της θα πληρώσουν ακριβά την αντίστασή τους. Θα δεχτούν απειλές, εκβιασμούς, η κοινή γνώμη είναι εχθρική, η αστυνομία είναι μόνιμα έξω από την πόρτα τους και ο πατέρας δεν έχει τη δυνατότητα να εργαστεί. Όμως η Φράνκα δημιουργεί ένα ολόκληρο κίνημα λέγοντας: «Εγώ δεν είμαι ιδιοκτησία κανενός. Κανείς δεν μπορεί να με υποχρεώσει να αγαπήσω κάποιον που δεν σέβομαι. Την τιμή τη χάνει αυτός που κάνει τέτοιες πράξεις, όχι αυτός που τις έχει υποστεί».
Στη δίκη το θαρραλέο κορίτσι θα υποστεί κάθε είδους ταπεινώσεις. Οι δικηγόροι της άλλης πλευράς θα ισχυριστούν ότι είχε ήδη σχέσεις με τον Μελοντία και φθάνουν στο σημείο να ζητήσουν ιατρική εξέταση για να διαπιστωθεί πότε «έχασε την τιμή της». Η δίκη ολοκληρώνεται με την καταδίκη του Μελοντία και των συνεργών του σε 11 χρόνια φυλάκιση.
H εκδίκηση των οικογενειών των καταδικασθέντων, ίσως και από φόβο του θορύβου που έχει προκληθεί στην ιταλική κοινωνία, δεν πραγματοποιείται.
Ενώ πολλοί περίμεναν ότι η Φράνκα δεν θα μπορούσε να παντρευτεί ποτέ, τελεί το γάμο της με τον Τζουζέπε Ρουίζι δύο χρόνια αργότερα. Κατά τη διάρκεια της δίκης ο Μελοντία απείλησε ότι αν η Φράνκα παντρευτεί τον Τζουζέπε θα τον σκοτώσει. Ο γάμος γίνεται σε στενό οικογενειακό κύκλο, με τους φωτογράφους και δημοσιογράφους έξω από την εκκλησία και τμε τις ευχές του προέδρου της Δημοκρατίας Σάραγκατ και του πρωθυπουργού Λεόνε.
Σήμερα, η Φράνκα εξακολουθεί να ζει στον τόπο της, ενώ ο Φιλίππο Μελοντία δολοφονήθηκε κοντά στη Μόντενα, στη βόρεια Ιταλία. Κάποιοι από τους συνεργούς του ζουν ακόμη στο Αλκάμο. «Κάπου- κάπου τους συναντάω», λέει η Φράνκα. «Προτιμώ να τους αποφύγω», συνεχίζει, «αλλά, αν δεν τα καταφέρω, τους χαιρετάω και μου ανταποδίδουν τον χαιρετισμό, χαμηλώνοντας σχεδόν πάντα το βλέμμα. Μπορεί και να τους είπε ψέματα, ότι τάχα εγώ συμφωνούσα, αλλά ο πατέρας μου δεν ήθελε».
Η Φράνκα, με τη γενναία στάση της, της άνοιξε έναν δρόμο που οδήγησε σε πολλές ανάλογες καταγγελίες, αλλά η αλλαγή του νόμου, μαζί με την κατάργηση του «εγκλήματος τιμής», ήρθε το 1981. Χάρις σ’ αυτήν, το έγκλημα του βιασμού δεν είναι πλέον «έγκλημα κατά της ηθικής», αλλά «έγκλημα κατά του ατόμου», άλλη μια σημαντική νίκη που προστίθεται στις νίκες του φεμινιστικού κινήματος που ακολούθησαν και σε αυτές που έπονται.
Τόνια Τσίτσοβιτς
Πηγή: Independent News