Macro

Δείγμα πρώιμου μαγικού ρεαλισμού

Μαρία Λουίσα Μπομπάλ «Οι αναμνήσεις μιας νεκρής», μετάφραση: Άννα Βερροιοπούλου, εκδόσεις Απόπειρα, 2020

H, σχεδόν άγνωστη σε εμάς, Μαρία Λουίσα Μπομπάλ χαίρει μεγάλης εκτίμησης στον ισπανόφωνο κόσμο και βεβαίως περισσότερο στη Λατινική Αμερική μιας και είναι γέννημα θρέμμα της. Πατρίδα της η Χιλή όπου άνοιξε τα μάτια της το μακρινό 1910. Έχασε νωρίς τον πατέρα της και μαθήτευσε εσώκλειστη στο Παρίσι, σε συντηρητικό καθολικό σχολείο. Μετά από μια θυελλώδη ερωτική σχέση, ταξιδεύει, το 1933, στο Μπουένος Άιρες –προσκεκλημένη από τον Πάμπλο Νερούδα– όπου, επί δυο χρόνια, αναπτύσσει το ενδιαφέρον της για τον λογοτεχνικό κόσμο στους πολιτιστικούς κύκλους της Αργεντινής. Μεταναστεύει στη Νέα Υόρκη και διαμένει εκεί επί 30 συναπτά έτη –στην αρχή υπό άσχημες συνθήκες. Επιστρέφει, κατόπιν, στη Χιλή για να τελευτήσει ύστερα από λίγα χρόνια τον βίο της, έχοντας στην αποσκευή της δύο σύντομα μυθιστορήματα που θεωρούνται πρόδρομα του μαγικού ρεαλισμού αλλά και της φανταστικής λογοτεχνίας.

«Οι αναμνήσεις μιας νεκρής» γράφτηκε, ουσιαστικά, το 1938 και ξαναγράφτηκε στην νεοϋρκέζικη αυτοεξορία της το 1947 στην αγγλική γλώσσα. Ποια είναι λοιπόν τούτη η συγγραφέας που επηρέασε λογοτέχνες του μεγέθους ενός Χουάν Ρούλφο, ενός Κάρλος Φουέντες, ενός Μπόρχες; Η αλήθεια είναι πως η μεταφυσική ματιά της προανήγγειλε εκείνο το μεταπολεμικό ρεύμα του μαγικού ρεαλισμού – ο υπερβατικός τρόπος προσέγγισης των ανθρώπινων παθών υπό τη γυναικεία ταυτότητα. Σχετικά με την τελευταία, η Μπομπάλ ήταν απ’ τις πρώτες στην Λατινική Αμερική που είχε τη γενναιότητα να μιλήσει για την κατάσταση της γυναίκας στον μεσοπόλεμο, το δικαίωμα στον έρωτα και τους περιορισμούς της σε μιαν ανδροκρατούμενη κοινωνία.

 

Σκέψεις μιας νεκρής

Στην «La amortajada» πρωταγωνιστεί μια… πεθαμένη! Η Άνα Μαρία βρίσκεται σαβανωμένη στο νεκροκρέβατο, ενώ ανακαλεί το παρελθόν της σαν να ζει κανονικά. Ένας-ένας έρχονται και γονατίζουν μπροστά της, την φιλούν και κλαίνε ψελλίζοντας λόγια άφατου πόνου, ο σύζυγος, ο εραστής – η ίδια ακούει αυτά που λένε χωρίς, βεβαίως, να γίνεται ακουστή από αυτούς. Θα μπορούσε το δυσβάστακτο γεγονός του θανάτου να υπερβαίνει τα πάντα μέσα στην αφήγηση, να κερδίζει κατά κράτος τα όποια νοήματα της συγγραφέως και να πνίγει, ίσως, την απόλαυση της ανάγνωσης, αλλά η Μπομπάλ κατορθώνει να στρέψει μαγικά το ενδιαφέρον στις σκέψεις της πρωταγωνίστριας και όχι στην ανεπίστρεπτη κατάστασή της.

Παγιδευμένη ανάμεσα σε ένα σύζυγο που αγάπησε αλλά δεν βρήκε ανταπόκριση και σε έναν εραστή που την αγάπησε αλλά εκείνη όχι, στήνει ένα ονειρικό σύμπαν για να μιλήσει για το ευάλωτο των ανθρώπινων συναισθημάτων, τη γήινη προέλευσή τους. Το γυναικείο κορμί ως πηγή αισθήσεων: «Ήταν λες και μέσα από τα σωθικά της είχε γεννηθεί μια καυτή, αργή ανατριχίλα, που μαζί με κάθε χάδι αναδυόταν ολοένα, μεγάλωνε και την τύλιγε σαν δακτυλίδι ως τις ρίζες των μαλλιών της, μέχρι που τελικά της έσφιξε το λαιμό, της έκοψε την ανάσα και την τράνταξε, για να πέσει τελικά εξουθενωμένη και νηφάλια πάνω στο ανάστατο στρώμα. Η ηδονή! Ώστε αυτή ήταν η ηδονή! Αυτό το σπάραγμα, αυτό το απέραντο φτεροκόπημα, αυτή η πτώση και των δυο στην κοινή ντροπή.»

 

Ενάντια στα στερεότυπα της πατριαρχίας

Είναι το εξαιρετικό κράμα σουρεαλισμού και πραγματικότητας που τοποθετεί το έργο της Χιλιανής δημιουργού ψηλά. Όπως σημειώνει η καλή μεταφράστρια Άννα Βερροιοπούλου στο επίμετρό της, «η εσωτερική δομή αν και φαινομενικά χαοτική… ακολουθεί τρεις διαφορετικούς τύπους αφήγησης που εναλλάσσονται.» Η τριτοπρόσωπη της αφηγήτριας, που γνωρίζει τα πάντα. Αν και αποστασιοποιημένη συμπονά την πάσχουσα και συχνά ταυτίζεται μαζί της. Οι μονόλογοι της Άνα Μαρία, με αναδρομές στο παρελθόν αλλά και στα τεκταινόμενα τη νύχτα της αγρυπνίας. Και τέλος, ιντερμέδια που αρχίζουν πάντοτε με τη φράση, «Πάμε, πάμε. Που; Πέρα από δω». Αναφέρονται στις «πρωτόγνωρες αισθήσεις και εμπειρίες που βιώνει στο τελευταίο της ταξίδι, καθώς αφήνει τον κόσμο των ζωντανών και εισέρχεται σε έναν άλλο βαθμό συνείδησης», συνεχίζει η μεταφράστρια. Ούτως, η Μπομπάλ γράφει ενάντια στα στερεότυπα της πατριαρχικής κοινωνίας, ενάντια στον επικό λυρισμό που χαρακτήριζε τα λογοτεχνήματα της εποχής καθώς εισαγάγει τον μοντερνισμό και τη θηλυκή ματιά στις ανθρώπινες καταστάσεις. Δεν ακολουθεί τη συνήθη ως τότε γραμμική και ενίοτε περιγραφική φόρμα, αλλά διασπά τη ροή της ίντριγκας διατηρώντας την ελευθερία να μπλέκει το φανταστικό με το προσωπικό κατά το δοκούν. Η αλήθεια είναι πως δεν μπορεί να ξεπεράσει εντελώς τον ανδρικό κόσμο: «…μεταφράζω τον μυχό των συναισθημάτων της γυναίκας, που περιστρέφονται πάντα γύρω από τον άντρα. Αυτοί έχουν τον κύριο λόγο στα βιβλία μου κι ορίζουν τα συναισθήματά και τα προβλήματά μας.»

 

Γραφή που συνάδει με τη ζωή της

Η παθιασμένη, ευαίσθητη γραφή της Μπομπάλ συνάδει με τις διαδρομές της ζωής – ζωής γεμάτης αναστατώσεις και έρωτες αλλά και ζωή αυτοκαταστροφική: ένας όχι ηθελημένος χωρισμός την βρίσκει με το περίστροφο στραμμένο στην καρδιά της – τελευταία στιγμή πυροβολεί τον ώμο της. Όταν ύστερα από χρόνια συναντά τον ίδιο άνδρα, τον πυροβολεί τρεις φορές με το πιστόλι που φέρει πάντα στην τσάντα της. Δεν τον σκοτώνει και απαλλάσσεται ύστερα από λίγο. Αυτό στάθηκε αρκετό να ξεσπάσει σκάνδαλο και αναγκάζεται, παρ’ όλη την επιτυχημένη μέχρι τότε πορεία της, να φύγει για τις ΗΠΑ. Πέρα από αυτά, η Μπομπάλ ακολούθησε τις αισθητικές εκκεντρικότητες του ’30 και του ’40 ως μια γυναικεία φιγούρα, μια ιδιαίτερη περσόνα: ντύνεται με κολάρα, περίεργα κασκόλ, προσεγμένα κουρέματα – έντονα βαψίματα, κατακόκκινα χείλη. Το 2012 γυρίζεται η βιογραφική ταινία της «Bombal», του Χιλιανού Μαρτσέλο Φεράρι, αναζωπυρώνοντας το ενδιαφέρον του κόσμου για το συγγραφικό της ταλέντο. Η Μαρία Λουίσα Μπομπάλ πεθαίνει στο Σαντιάγο το 1980. Θάνατος δραματικός καθώς για χρόνια αλκοολική παθαίνει πεπτική αιμορραγία ύστερα από συνεχείς ηπατικές κρίσεις, κομίζοντας στον τάφο την ουλή από τη σφαίρα που ιδία προκάλεσε στην απεγνωσμένη προσπάθεια να εκδικηθεί τον έρωτα της ζωής της.

Αντώνης Φράγκος

Πηγή: Η Εποχή