Η Αριστερά πάντοτε έδινε – και σωστά – προβάδισμα στο περιεχόμενο της πολιτικής. Την ενδιέφεραν οι πολλοί, η κίνηση των μαζών, έφτανε όμως έτσι συχνά να αγνοεί τελείως τα πρόσωπα, πηγαίνοντας πέρα ακόμα και από το ρόλο που επιφύλασσε ο Μαρξ, ο “πατέρας” των “μεγάλων αφηγήσεων” της Αριστεράς, στο πρόσωπο ως προς τη διαμόρφωση της ιστορίας.
Όλες οι διαχρονικές μελέτες των κοινοβουλευτικών και κυβερνητικών ελίτ, για τη χώρα μας και διεθνώς, αποκαλύπτουν μια σταδιακή μεταβολή των χαρακτηριστικών τους και μια συνακόλουθη μεταβολή των κριτηρίων βάσει των οποίων αναδεικνύονται οι βουλευτές και (πολύ περισσότερο) οι υπουργοί. Η ιδέα περί του “κατάλληλου ανθρώπου για τη δουλειά” δεν είναι διόλου αθώα. Χωρίς κανείς να φτάσει να ισχυριστεί ότι οι υπουργοί δεν πρέπει να είναι άνθρωποι ικανοί, με γνώσεις, με εμπειρίες – ειδικά σε έναν σύνθετο κόσμο – η λογική του τεχνοκράτη ή του καλύτερου διαχειριστή αποκρύπτει ότι πρώτα και πάντα ο ρόλος του υπουργού είναι πολιτικός. Κι επειδή σε συνθήκες κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού ως δήθεν “κοινού τόπου”, πολιτικό θεωρείται μόνο ό,τι τον αμφισβητεί, η αποπολιτικοποίηση της κυβέρνησης σημαίνει, τελικά, διατήρηση και αναπαραγωγή του (νεοφιλελεύθερου) stauts quo.
Αυτή η αντίθεση φαίνεται, γίνεται αισθητή, έστω όχι με αυτά τα λόγια, και είναι (και) αυτή που τρέφει αισθήματα αποκλεισμού, πολιτικού κυνισμού, αντιπολιτικής. Άλλωστε, η πολιτική είναι σε τελική ανάλυση (και) ενσώματη, ακόμα και στη σημερινή εποχή. Και η δημοκρατία εξακολουθεί να προϋποθέτει “δήμο”, λαό. Όσο πιο απομακρυσμένος λοιπόν είναι ο πολιτικός ηγέτης από την κοινότητα των ανθρώπων που διοικεί, όσο λιγότερες κοινές εμπειρίες μοιράζεται μαζί τους, όσο λιγότερους κοινωνικούς δεσμούς έχει με αυτούς, τόσο χαμηλότερη είναι η ικανότητά του όχι να γνωρίζει θεωρητικά, μέσα από δείκτες, αλλά να αντιλαμβάνεται πρακτικά την καθημερινότητα των ανθρώπων των οποίων τις τύχες διαχειρίζεται, τόσο πιο περιορισμένη είναι η λογοδοσία του προς την κοινότητα αυτή και άρα και οι αναστολές του. Το γεγονός αυτό αντανακλά ευθέως στις αποφάσεις που παίρνει και στην πολιτική που ασκεί, έστω στο πλαίσιο της διακριτικής ευχέρειας που του αφήνει η γενική πολιτική της κυβέρνησης που μετέχει. Και κυρίως, οι “από κάτω” βλέπουν όλο και λιγότερο τους εαυτούς τους στην πολιτική, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την έννοια της αντιπροσώπευσης.
Εξάλλου, η ίδια η λογική περί “υπερκομματικών” υπουργών ή προσώπων “κοινής αποδοχής” σημαίνει, εμμέσως, ότι υπάρχουν πεδία κυβερνητικής δράσης που είναι εκτός πολιτικής. Ασφαλώς υπάρχουν άνθρωποι που χαίρουν ευρείας εκτίμησης για το ήθος, την καλλιέργειά τους και ούτω καθεξής. Όμως όταν οι άνθρωποι αυτοί γίνουν μέλη μιας κυβέρνησης ασκούν πολιτική. Κι αυτή δεν είναι (ή δεν θα έπρεπε να είναι) “κοινής αποδοχής”. Δεκαετίες τώρα τα περί “εθνικών θεμάτων” έγιναν η νομιμοποιητική βάση ενός εξοπλιστικού ανταγωνισμού χωρίς τέλος με την Τουρκία. Σήμερα, η κλιματική κρίση επιχειρείται να γίνει το “πράσινο πλυντήριο” του νεοφιλελευθερισμού – να μην συζητήσουμε για το παραγωγικό μοντέλο που εξαντλεί τους φυσικούς πόρους και καταστρέφει το κλίμα, να μην μιλήσουμε για τις κοινωνικές ανισότητες και απέναντι στην κρίση αυτή και την ανάγκη δίκαιης μετάβασης.
Δανάη Κολτσίδα
Ανάρτησή της στο Facebook