Η δίκη – και πολύ περισσότερο η καταδίκη – των στελεχών της Χρυσής Αυγής αποκτά τεράστια σημασία για τον ίδιο το θεσμό της δικαιοσύνης και το κύρος της στα μάτια της κοινωνίας.
Πολύ λίγοι άνθρωποι δικαιούνται να λένε ότι διαμόρφωσαν την ιστορία. Οι δικαστές του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών θα είναι, ωστόσο, σε λίγες μέρες μεταξύ αυτών –με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.
Στο ποινικό σκέλος, η ενοχή των κατηγορουμένων έχει αποδειχθεί με υποδειγματικό τρόπο από τους συνηγόρους της πολιτικής αγωγής και τους μάρτυρες που κατέθεσαν σε αυτόν τον πραγματικό δικαστικό μαραθώνιο – ή, ορθότερα, δρόμο μετ’ εμποδίων – οπότε δεν έχει κανένα νόημα να προσπαθήσει να επιχειρηματολογήσει κανείς επ’ αυτής. Αυτή είναι η μόνη ικανή και αναγκαία συνθήκη για την καταδίκη και την τιμωρία των κατηγορούμενων. Ωστόσο – χωρίς στο ελάχιστο να παραγνωρίζει κανείς το ανθρώπινο δράμα που κρύβεται πίσω από την υπόθεση αυτή, το θάνατο, το φόβο και τον πόνο που σκόρπισαν οι νεοναζί κατηγορούμενοι – η συγκεκριμένη δίκη είχε, έχει και θα έχει, ανάλογα με την έκβασή της, αντίκτυπο πολύ ευρύτερο από τη δικαίωση ή μη των θυμάτων και των οικογενειών τους, από την αποκατάσταση ή μη της νομιμότητας.
Πρώτον, η δίκη – και πολύ περισσότερο η καταδίκη – των στελεχών της Χρυσής Αυγής αποκτά τεράστια σημασία για τον ίδιο το θεσμό της δικαιοσύνης και το κύρος της στα μάτια της κοινωνίας. Η Χρυσή Αυγή – όπως πάντοτε κάνουν οι ναζί – δεν τα «έβαλε» με τους δυνατούς. Στοχοποίησε τους Αιγύπτιους αλιεργάτες στο Πέραμα, τον Σαχζάτ Λουκμάν στα Πετράλωνα, τον Παύλο Φύσσα στο Κερατσίνι, τους πρόσφυγες και τους μετανάστες πέριξ της πλατείας Αγίου Παντελεήμονα. Το δικαστήριο καλείται λοιπόν να επιβεβαιώσει τη θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου σε μια δημοκρατική κοινωνία : ότι ο καθένας και η καθεμία, φτωχός ή πλούσιος, ντόπιος ή ξένος, δικαιούται να νιώθει ασφαλής και προστατευμένος στη χώρα μας. Ότι η ζωή όλων έχει την ίδια αξία. Ότι η Μάγδα Φύσσα – και κάθε μάνα, κάθε «καθημερινή» γυναίκα – μπορεί να τα βάλει με μια ισχυρή οργάνωση με παραστρατιωτική δομή, μπορεί να τα βάλει και με εν ενεργεία βουλευτές και να βρει δικαίωση. Εξάλλου, η δολοφονία του Παύλου Φύσσα είναι ένα από τα γεγονότα που σημάδεψαν μια ολόκληρη γενιά, η οποία εδώ και 7 χρόνια βρίσκονται κάθε χρόνο στο Κερατσίνι τιμώντας τη μνήμη του και διαδηλώνοντας «έξω οι φασίστες από της γειτονιές μας». Και η γενιά αυτή – η εμπιστοσύνη ή η δυσπιστία της απέναντι στην οργανωμένη κοινωνία και τους θεσμούς της – βρίσκεται επίσης στα χέρια του δικαστηρίου.
Δεύτερον, από μόνη της η αποδεικτική διαδικασία που προηγήθηκε (πολύ περισσότερο μια ενδεχόμενη καταδικαστική απόφαση) διέλυσε οριστικά τον μύθο ότι δήθεν η Χρυσή Αυγή διώκεται για τις ιδέες της. Μέσα στις αμέτρητες καταθέσεις παθόντων, μαρτύρων, εμπειρογνωμόνων, το υλικό που προσκομίστηκε από δημοσιογραφική ή επιστημονική έρευνα, αποδείχθηκαν πλήρως και διεξοδικά οι εγκληματικές πράξεις της οργάνωσης. Και παράλληλα αναδείχθηκε ότι ο ρατσισμός, ο φασισμός δεν είναι «άλλη μία» ιδεολογία. Η άρνηση της πλήρους ανθρώπινης υπόστασης στον «άλλο» – στον μετανάστη, τον αλλόθρησκο, τον ρομά, τον ομοφυλόφιλο, τον κομμουνιστή – οδηγεί μονοσήμαντα, με μαθηματική ακρίβεια στο έγκλημα. Ατομικό ή οργανωμένο και κάποτε τόσο ολοκληρωτικό όσο το τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, αφού, με τα λόγια του PrimoLevy, «αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας σύλληψης του κόσμου οδηγημένης στην έσχατη συνέπειά της : όσο θα υπάρχει αυτή η αντίληψη, οι συνέπειές της θα μας απειλούν». Τα πεντέμισι χρόνια της δίκης ανέδειξαν ανάγλυφα ότι ο ναζισμός και οι «ιδέες» του βρίσκεται όχι απλώς εκτός της δημοκρατικής πολιτικής, αλλά έξω από το πλαίσιο του δικαίου και αυτής ακόμα της ανθρωπιάς.
Τρίτον, η δικαστική διαδικασία δημιούργησε ξανά – αναγκαστικά και αντικειμενικά – την «υγειονομική ζώνη» γύρω από τη ναζιστική ακροδεξιά. Επί δεκαετίες, στον απόηχο της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία και όσων επακολούθησαν, είχε επικρατήσει η ιδέα της δημιουργίας μιας «υγειονομικής ζώνης» γύρω από την ακροδεξιά, που δεν θα της επέτρεπε να «εισβάλλει» στο πολιτικό σύστημα και στη δημόσια ζωή. Αν και η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση στην τάση αυτή – ακόμα και στην ίδια τη Γερμανία, πριν λίγους μήνες, αποφεύχθηκε στο «και πέντε» η συμμετοχή του ακροδεξιού AfD σε κυβέρνηση συνασπισμού στη Θουριγγία – δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στη Χρυσή Αυγή προσέδωσαν ορατότητα, ότι την κανονικοποίησαν και την εξωράισαν οι δηλώσεις πολιτικών και τα σχόλια δημοσιογράφων, όπως το «εμένα η Χρυσή Αυγή μου φέρεται με το ‘σεις και με το ‘σας» ή το ότι έχουμε ανάγκη μια «σοβαρή» Χρυσή Αυγή, η οποία θα μπορούσε να μετέχει και σε κυβέρνηση, οι συνεντεύξεις και τα ρεπορτάζ life-style με πρωταγωνιστές τα στελέχη της και ούτω καθεξής. Το γεγονός ότι η Χρυσή Αυγή βρέθηκε εκεί που εξ αρχής ανήκε – από τα έδρανα της βουλής στο εδώλιο του κατηγορουμένου – υποχρέωσε, ευτυχώς, τους πάντες να (ξανα)κρατήσουν τις αποστάσεις τους από αυτή και την έθεσε εκτός του πλαισίου λειτουργίας του πολιτικού μας συστήματος.
Αν η δίκη ανέδειξε κάτι ανάγλυφα είναι ότι το απόλυτο κακό που συνιστά ο ναζισμός δεν μπορεί να σχετικοποιείται σε καμία περίπτωση. Ότι στο μαύρο δεν υπάρχουν «γκρίζες» ζώνες. Αυτό είναι και το μεγάλο ζητούμενο, όχι μόνο από τη δικαστική απόφαση, αλλά κυρίως από την ελληνική κοινωνία και πολιτική για την επόμενη μέρα. Σε μια περίοδο που πάλι κάποιοι θεωρούν ωφέλιμο το να παίξουν με το φόβο και τα πιο ταπεινά ένστικτα των ανθρώπων και να «χαϊδέψουν» ακροδεξιές, εθνικιστικές, ρατσιστικές φωνές, το σύνορο ανάμεσα στο άσπρο και στο μαύρο δεν επιδέχεται «γκριζάρισμα».
Η Δανάη Κολτσίδα είναι Δικηγόρος – Πολιτική επιστήμονας, Διευθύντρια του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς
Πηγή: iEidiseis