Macro

Δανάη Κολτσίδα: Οι επόμενες γερμανικές εκλογές

Ο -ασυνήθιστος για την επομένη των εκλογών- τίτλος του άρθρου δεν αποτελεί συντακτικό λάθος, αλλά επιλογή.

Όχι μόνο γιατί κάθε εκλογική αναμέτρηση κατά κάποιον τρόπο εμπεριέχει τις δυναμικές που θα καθορίσουν και την επόμενη. Αλλά κυρίως γιατί οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, η πολιτική δυναμική και οι κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί που προέκυψαν από τις κάλπες έχουν ήδη θέσει το ερώτημα -και δημόσια- αν η επόμενη κυβέρνηση, υπό τους Χριστιανοδημοκράτες (CDU/CSU) και τον Φρίντριχ Μερτς με τη συμμετοχή πιθανότατα των Σοσιαλιστών (SPD) και, ίσως, των Πρασίνων, θα καταφέρει να εξαντλήσει τη συνταγματικά προβλεπόμενη θητεία της.

Τα δεδομένα προς το παρόν είναι εναντίον της.

Αριθμητικά, ο άλλοτε «μεγάλος συνασπισμός» δεν είναι πια τόσο μεγάλος: ο γερμανικός «δικομματισμός» σημείωσε νέο ιστορικό χαμηλό (Γράφημα 1), αφού τα δύο παραδοσιακά μεγάλα κόμματα κατέγραψαν αθροιστικά ποσοστό μόλις 44,9%, αποτέλεσμα που αντικατοπτρίζεται και στην οριακή πλειοψηφία που διαθέτουν από κοινού στη νέα βουλή (328 έδρες με όριο πλειοψηφίας τις 316). Το νέο αυτό ρεκόρ δεν οφείλεται μόνο στην περαιτέρω συντριβή των Σοσιαλιστών που βρίσκονται πια στην τρίτη θέση, με το χειρότερο εκλογικό αποτέλεσμα της ιστορίας τους, αλλά και στην πύρρειο νίκη των Χριστιανοδημοκρατών, που σημείωσαν το δεύτερο χειρότερο αποτέλεσμα της ιστορίας τους, απέτυχαν να περάσουν το όριο του 30% και κέρδισαν μόλις 4 μονάδες σε σύγκριση με τις εκλογές του 2021.

Πολιτικά, η νέα κυβέρνηση δύσκολα θα μπορέσει να εκπληρώσει τις προεκλογικές υποσχέσεις του Φρίντριχ Μερτς περί ριζικής αλλαγής πολιτικής, αφού τόσο ουσιαστικά όσο και συμβολικά η συμμετοχή του SPD και, ίσως, των Πρασίνων σε αυτή δίνει περισσότερο τον τόνο της συνέχειας παρά της τομής, τη στιγμή που -με βάση τα ευρήματα του exit-poll της Infratest dimap για το Tagesschau[1]- μόνο το 17% του συνολικού εκλογικού σώματος δηλώνει ικανοποιημένο από τον προηγούμενο συνασπισμό (Σοσιαλιστών-Πράσινων-Φιλελεύθερων). Την ίδια στιγμή, η πιθανή συγκυβέρνηση Χριστιανοδημοκρατών/ Σοσιαλιστών, συγκεντρώνει τη θετική αξιολόγηση μόλις του 48% των ερωτώμενων (έναντι 41% με αρνητική αξιολόγηση), το δε σενάριο τρικομματικής κυβέρνησης με τη συμμετοχή και των Πρασίνων αξιολογείται θετικά μόλις από το 21% των ερωτώμενων.

Με αυτά τα δεδομένα, δεν φαίνεται υπερβολή το ερώτημα αν η Γερμανία εξακολουθεί να είναι «κυβερνήσιμη», το οποίο έθετε ευθέως πριν τις εκλογές το περιοδικό Der Spiegel[2], και δεν θα αποτελούσε έκπληξη η συνέχιση της πολιτικής αστάθειας που προέκυψε με την ασυνήθιστη για τα γερμανικά δεδομένα πρόωρη διάλυση της προηγούμενης βουλής. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι στο ίδιο exit poll το 68% δήλωσε ότι ανησυχεί πως μετά τις εκλογές δεν θα προκύψει σταθερή κυβέρνηση.

Το «φάντασμα» της Βαϊμάρης

Αν ο παραδοσιακός «δικομματισμός» ηττήθηκε, όπως και -σε διαφορετικό βαθμό ασφαλώς- οι δύο ελάσσονες εταίροι του προηγούμενου κυβερνητικού συνασπισμού (Φιλελεύθεροι/ FDP και Πράσινοι), το αντίθετο ισχύει για την Ακροδεξιά (AfD), που διπλασίασε την εκλογική της δύναμη και ξεπέρασε το 20% -αν και δεν έφτασε τη δυναμική που καταγράφηκε στις προεκλογικές δημοσκοπήσεις.

Με αυτό το δεδομένο, δεν είναι λίγοι εκείνοι που, ιδιωτικά αλλά και δημόσια, αρχίζουν να προειδοποιούν ότι η γερμανική δημοκρατία ενδέχεται να κινδυνεύει, επικαλούμενοι τις μνήμες της Βαϊμάρης: την κατάρρευση της γερμανικής δημοκρατίας και την άνοδο του ναζισμού. Μνήμες, ωστόσο, που γίνονται αντικείμενο μιας επιλεκτικής ανάγνωσης και ερμηνείας, που περισσότερο φαίνεται να έχει ως στόχο να σερβίρει μια ξαναζεσταμένη θεωρία των «δύο άκρων», ιδίως ενόψει της εκλογικής επιτυχίας της Αριστεράς (Die Linke).[3] Αν και είναι δύσκολο να αναλυθεί εδώ η άνοδος του ναζισμού μέσα σε λίγες γραμμές, είναι σαφές ότι ο αποφασιστικός παράγοντας που άνοιξε τον δρόμο στο χιτλερικό καθεστώς ήταν η εφεκτική στάση που τήρησαν απέναντί του οι «ενδιάμεσες» (ας μας επιτραπεί η απλούστευση) πολιτικές δυνάμεις.

Τηρουμένων πάντοτε των αναλογιών, το ίδιο φαίνεται να ισχύει και στη σημερινή Γερμανία και αυτό είναι κάτι που τείνει να αποσιωπάται σε μεγάλο μέρος των αναλύσεων περί Βαϊμάρης και περί σημερινής Ακροδεξιάς. Τον δρόμο προς την νομιμοποίηση του AfD και την εκλογική του ενίσχυση άνοιξαν σε μεγάλο βαθμό οι επιλογές των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων. Θα ήταν αστείο αν δεν ήταν τραγικό το γεγονός ότι η ηγεσία του AfD «κατηγορεί» τους Χριστιανοδημοκράτες ότι επιλέγουν να μην κυβερνήσουν μαζί τους, παρά το γεγονός ότι «έκλεψαν» ολόκληρο το πρόγραμμά τους. Πράγματι, στην προεκλογική συζήτηση κυριάρχησε σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα το ζήτημα της μετανάστευσης, και μάλιστα υπό μια οπτική που συνέδεε την μετανάστευση με την παρανομία και το έγκλημα, ενώ λίγο πριν τις εκλογές ο μεν Φρίντριχ Μερτς επιδίωξε να περάσει έναν αντιμεταναστευτικό νόμο στην ομοσπονδιακή βουλή με τις ψήφους και της Ακροδεξιάς (ξεσηκώνοντας, ευτυχώς, και πολυπληθείς διαμαρτυρίες εναντίον του), ο δε Όλαφ Σολτς ως καγκελάριος εισήγαγε πρώτος χερσαίους συνοριακούς ελέγχους αναστέλλοντας de facto τη Συνθήκη Σέγκεν, ως απάντηση στις χαμηλές επιδόσεις του κόμματός του στις εκλογές των ανατολικογερμανικών ομόσπονδων κρατιδίων του περασμένου φθινοπώρου.

Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που παρατηρούμε καθιερωμένα κόμματα του «δημοκρατικού τόξου» να διαπράττουν το ίδιο λάθος, δηλαδή επιχειρώντας να αντλήσουν ψήφους από ακραία συντηρητικά ακροατήρια και να απαντήσουν στην άνοδο της Ακροδεξιάς, να υιοθετούν και να νομιμοποιούν στη δημόσια συζήτηση την ατζέντα της και τελικά ευνοούν την περαιτέρω άνοδό της. Κάθε κόμμα έχει κατά την αντίληψη των ψηφοφόρων την «ιδιοκτησία» κάποιων θεμάτων, θεωρείται δηλαδή ικανότερο στην αντιμετώπισή τους, και είναι πλέον αποδεδειγμένο ότι όταν ένα θέμα κυριαρχεί στην προεκλογική συζήτηση αποκομίζει οφέλη κυρίως το κόμμα που έχει την «ιδιοκτησία» του θέματος αυτού. Με βάση λοιπόν τα ευρήματα του exit poll, η Ακροδεξιά (AfD) έχει σε μεγάλο βαθμό την «ιδιοκτησία» των θεμάτων ασφάλειας/ αντεγκληματικής πολιτικής και μετανάστευσης/ασύλου (έστω από κοινού με τους Χριστιανοδημοκράτες), ενώ οι Χριστιανοδημοκράτες υπερτερούν σαφώς στα θέματα της Οικονομίας, οι Σοσιαλιστές στα θέματα της Κοινωνικής Δικαιοσύνης και οι Πράσινοι στα θέματα Κλιματικής και Περιβαλλοντικής Πολιτικής (Γράφημα 2). Παρ’ όλα αυτά, και τα τρία αυτά κόμματα επέλεξαν να δώσουν την εκλογική μάχη στο πεδίο που τους είχε ορίσει η Ακροδεξιά, ένα πεδίο εξαρχής και εξ ορισμού χαμένο.

Έχουν δίκιο λοιπόν όσοι και όσες υπενθυμίζουν τη Βαϊμάρη, όχι όμως γιατί τη δημοκρατία απειλεί γενικώς και αορίστως η άνοδος κάποιων υποτιθέμενων «άκρων». Αλλά γιατί μπροστά στη διαφαινόμενη ενίσχυση της Ακροδεξιάς -του μόνου υπαρκτού και εξαιρετικά επικίνδυνου άκρου- ένα μεγάλο μέρος των δημοκρατικών πολιτικών κομμάτων κάνει μεγάλα λάθη και φαίνεται να επιλέγει τον δρόμο της πολιτικής αυτοκτονίας.

Η «ολική επαναφορά» της Αριστεράς

Ο δεύτερος μεγάλος νικητής των γερμανικών εκλογών -και μάλιστα μη αναμενόμενος αρχικά- ήταν η Αριστερά (Die Linke). Έχοντας πρόσφατα υποστεί μια διάσπαση μετά από μακροχρόνιες εσωτερικές τριβές με την ομάδα της Sahra Wagenknecht, στις πρόσφατες Ευρωεκλογές (2024), το κόμμα είχε λάβει μόλις 2,7% και όλες οι δημοσκοπήσεις μέχρι και λίγες εβδομάδες πριν τις ευρωεκλογές έδειχναν ότι κινδύνευε να μείνει κάτω από το όριο εισόδου στη βουλή (5%). Ωστόσο, τελικά όχι απλώς κατόρθωσε να μπει στη βουλή, αλλά έφτασε λίγο κάτω από το 9%, πραγματοποιώντας έναν μικρό εκλογικό άθλο.

Για την επιτυχία αυτή έχει πολύ συχνά αναφερθεί η εξαιρετική, πράγματι, καμπάνια του κόμματος στα social media, και κυρίως στο TikTok που έχει μεγαλύτερη απήχηση σε νεότερα ηλικιακά κοινά. Όμως θα ήταν λάθος να θεωρήσει κανείς ότι αυτό ήταν από μόνο του αρκετό για μια τέτοια θεαματική ανατροπή. Την εικόνα συμπληρώνει μια τεράστια προσπάθεια ανασυγκρότησης και αναπροσανατολισμού, τόσο πολιτικά/προγραμματικά όσο και οργανωτικά. Μετά τη διάσπαση και το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών, το κόμμα άλλαξε ηγεσία, αποσαφήνισε τις θέσεις του, ενέτεινε την παρέμβασή του επί του πεδίου σε όλες τις γειτονιές και τις περιοχές της χώρας με δουλειά «πόρτα-πόρτα», επιστράτευσε στελέχη του όλων των γενεών, προσπάθησε και πέτυχε να αυξήσει τον αριθμό των μελών του.

Φυσικά, όλα τα παραπάνω συνέβαλαν στην επιτυχία, κυρίως διαμορφώνοντας το έδαφος πάνω στο οποίο -και μόνο πάνω στο οποίο- θα μπορούσε να καρποφορήσει μια επιτυχής εκλογική στρατηγική.

Εστιάζοντας όμως λίγο περισσότερο στους λόγους που εξηγούν τη ραγδαία εκλογική άνοδο της Αριστεράς μέσα σε λίγες εβδομάδες, θα πρέπει να αναφερθεί κανείς σε δύο κυρίως στοιχεία.

Πρώτον, στο πεδίο επί του οποίου η Αριστερά επέλεξε να δώσει την εκλογική μάχη και στις θέσεις που διατύπωσε, που ήταν διακριτές από όλα τα άλλα κόμματα, δίνοντας στο Die Linke ένα σημαντικό δυνητικό εκλογικό ακροατήριο που έμεινε σε μεγάλο βαθμό χωρίς εκπροσώπηση. Ενώ όλα τα υπόλοιπα κόμματα, όπως εξηγήθηκε παραπάνω, σύρθηκαν από το AfD και εστίασαν σε μεγάλο βαθμό την καμπάνια τους στη μετανάστευση -και μάλιστα υπό συντηρητική οπτική, με όρους ασφαλειοποίησης-, η Αριστερά έδωσε έμφαση στο κοινωνικό ζήτημα. Ειδικά η παρέμβαση του κόμματος στο φλέγον ζήτημα της στέγασης, όπου δεν περιορίστηκε στην κατάθεση πολιτικών/νομοθετικών προτάσεων αλλά κινητοποιήθηκε στο επίπεδο της καθημερινότητας των ανθρώπων, αξιοποιώντας και ψηφιακά εργαλεία[4], υπήρξε υποδειγματική. Άλλωστε, ακόμα και στο θέμα της μετανάστευσης, η Αριστερά επέλεξε να μην πλειοδοτήσει σε ρητορική φόβου. Αντιμετώπισε τη μετανάστευση όχι ως πρόβλημα ασφάλειας, αλλά υπό θετική οπτική. Συνολικότερα δε, σε μια περίοδο που επιχειρείται, ιδίως από τις δυνάμεις της Ακροδεξιάς αλλά όχι μόνο, να παρουσιαστεί η επίθεση στα δικαιώματα ως δήθεν υπεράσπιση των «απλών εργαζόμενων», του «λαού» ή των «πολλών», η Αριστερά διατύπωσε έναν λόγο που με απλότητα και σαφήνεια συνδύαζε αντί να αντιπαραθέτει ταξικά και ταυτοτικά ζητήματα, διεκδικήσεις στο πεδίο της οικονομίας και της εργασίας και διεκδικήσεις στο πεδίο των δικαιωμάτων και της καταπολέμησης των διακρίσεων, με έναν (και επικοινωνιακά) υποδειγματικό τρόπο. Είναι χαρακτηριστικό ότι 8 στους 10 ψηφοφόρους του κόμματος δήλωσαν στο exit poll ότι καθοριστικό ρόλο στην επιλογή τους έπαιξε το πρόγραμμα του κόμματος, ενώ -πάντα με βάση τα ίδια αποτελέσματα- η Αριστερά έκανε αυτό στο οποίο τα άλλα κόμματα απέτυχαν: εστίασε στην ατζέντα «ιδιοκτησίας» της, την κοινωνική δικαιοσύνη, καταφέρνοντας να αποκομίσει σημαντική εισροή ψηφοφόρων από το SPD (700 χιλ.) και τους Πράσινους (560 χιλ.), των οποίων οι κοινωνικές και περιβαλλοντικές ανησυχίες έμειναν χωρίς πολιτική εκπροσώπηση.

Δεύτερον, στην σαφή τοποθέτηση του κόμματος της Αριστεράς όχι απλώς απέναντι στο AfD καθεαυτό αλλά και σε κάθε προοπτική συνεργασίας μαζί του ή υιοθέτησης των θέσεών του. Μάλιστα, το Die Linke δεν περιορίστηκε στο να επισημαίνει τον κίνδυνο της Ακροδεξιάς ή να στηλιτεύει τη στάση του Φρίντριχ Μερτς απέναντί της -όπως έκανε στην εξαιρετικά δημοφιλή ομιλία της στη βουλή η Χάιντι Ράιχινεκ, επικεφαλής υποψήφια του κόμματος. Ανέλαβε το ίδιο τον ρόλο του αντίπαλου δέους στην Ακροδεξιά και σε τόνους αρκετά ριζοσπαστικούς. Δεν είναι τυχαίο ότι η ομιλία της Ράιχινεκ -που εκτόξευσε και τη σοσιαλμιντιακή στήριξη στην Αριστερά- ήταν ιδιαίτερα παθιασμένη και μεταξύ άλλων καλούσε «στα οδοφράγματα» απέναντι στην Ακροδεξιά.

Εδώ πρέπει, τέλος, να γίνει και μια αναγκαία υποσημείωση σε σχέση με τα αποτελέσματα του κόμματος της Sahra Wagenknecht (BSW), που προέκυψε ως διάσπαση του Die Linke πριν περίπου έναν χρόνο. Τα αποτελέσματα των εκλογών δεν φαίνεται να δικαίωσαν αυτή την επιλογή: η δημοφιλία της αρχηγού, οι υψηλές δημοσκοπικές πτήσεις, αλλά και τα θετικά αποτελέσματα στις πρόσφατες εκλογές και σε ορισμένα ανατολικογερμανικά κρατίδια σημείωσαν γρήγορη φθορά και τελικά άφησαν το κόμμα οριακά εκτός βουλής, ανατρέποντας τον ενδοαριστερό συσχετισμό υπέρ του Die Linke. Εκτός από λάθη τακτικής (όπως π.χ. το γεγονός ότι το BSW εμφανίστηκε ανοιχτό στο ενδεχόμενο συγκυβέρνησης με τη Δεξιά σε επίπεδο κρατιδίων), είναι μάλλον ασφαλές να πει κανείς ότι η ιδέα μιας «συντηρητικής» ή «αυταρχικής» Αριστεράς, η οποία έχει αρχίσει να εξαπλώνεται και εκτός Γερμανίας υπό το κράτος των αρχικών επιδόσεων του BSW, δεν φαίνεται τελικά να δικαιώνεται, τουλάχιστον εκλογικά.

Οι επόμενες εκλογές;

Από τα εκλογικά αποτελέσματα αναδεικνύονται τουλάχιστον δύο βαθιές διαιρέσεις στη γερμανική κοινωνία. Η πρώτη, η γεωγραφική, είναι ήδη γνωστή και δεν αφορά μόνο τις εκλογικές/πολιτικές προτιμήσεις, αλλά έχει βαθύτατες κοινωνικές/οικονομικές ρίζες. Πρόκειται για το χάσμα μεταξύ Δυτικής και Ανατολικής Γερμανίας. Η δεύτερη αφορά την ηλικιακή διαίρεση, η οποία έχει ήδη προκαλέσει μεγάλο ενδιαφέρον στη δημόσια συζήτηση και αναδεικνύει την και βιολογική φθορά του ιστορικού «δικομματισμού».

Μέσα σε αυτή την κοινωνική συνθήκη και στο μέσο μιας οικονομικής κρίσης που μαστίζει την άλλοτε κραταιά οικονομία της Ευρώπης, ο νέος κυβερνητικός συνασπισμός, με δεδομένη την πολιτική κατεύθυνση και τις προτεραιότητες των κομμάτων που τον απαρτίζουν, είναι εξαιρετικά απίθανο να καταφέρει -ή και να επιδιώξει- να απαντήσει στα μεγάλα προβλήματα των πολιτών σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο.

Τόσο τα εκλογικά αποτελέσματα όσο και -ή πολύ περισσότερο- οι προεκλογικές στρατηγικές των κομμάτων δείχνουν μια προς τα δεξιά μετατόπιση συνολικά του κομματικού συστήματος, αφού η Ακροδεξιά κατάφερε να επιβάλει την ατζέντα της σχεδόν καθολικά.

Με αυτό το δεδομένο και την Ακροδεξιά πλέον σε ρόλο αξιωματικής αντιπολίτευσης στη γερμανική ομοσπονδιακή βουλή, φαίνεται να είναι θέμα χρόνου στις επόμενες εκλογές να βρεθεί το AfD στην κυβέρνηση. Εκτός αν -και αυτή φαίνεται να είναι η μόνη ρεαλιστική πιθανότητα- καταφέρει να ανακόψει την πορεία αυτή η Αριστερά.

DNEWS