Macro

Δανάη Κολτσίδα: Ο δρόμος και τα υποκείμενά του

Ένα γεγονός χαρακτηρίζεται ως ιστορικό ακριβώς επειδή αποτελεί τομή στον ιστορικό χρόνο, συγκροτεί και οριοθετεί ένα «πριν» και ένα «μετά». Αν λοιπόν οι συγκεντρώσεις της 28ης Φεβρουαρίου ήταν ιστορικές – που ήταν – τότε βρισκόμαστε ήδη από την περασμένη Παρασκευή μπροστά στο μετά.

Τι έχει αλλάξει;

Σε κοινωνικό επίπεδο, ζούμε μία από τις ελάχιστες φορές που ένα τόσο μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας έχει συμμετάσχει ταυτόχρονα και ενσώματα, έχει βιώσει άμεσα και από κοινού ένα πολιτικό συμβάν.1 Αυτή η αμεσότητα και η σχεδόν καθολικότητα – «το καλύτερο FOMO όλων των εποχών»2 – έχει πολλαπλές επιπτώσεις. Η σημαντικότερη; Διαμορφώνει μια κοινότητα εμπειρίας και μια κοινωνική ενότητα σε βαθμό που δεν έχει καταγραφεί εδώ και πολλά χρόνια στη χώρα μας. Η προηγούμενη δεκαπενταετία χαρακτηρίστηκε από την ύπαρξη μεγάλων κοινωνικών και πολιτικών μπλοκ, η αντιπαράθεση μεταξύ των οποίων είχε δομικά χαρακτηριστικά: τα αντίπαλα μπλοκ δεν είχαν απλώς διαφορετική άποψη για το τι πρέπει να γίνει στη χώρα, αλλά ριζικά και θεμελιακά διαφορετική κατανόηση της πραγματικότητας. Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι άνθρωποι που ανήκαν σε διαφορετικά μπλοκ ζούσαν σε άλλη χώρα ο καθένας.

Σήμερα τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά. Σε αντίθεση με το κυβερνητικό αφήγημα περί «διχασμού», η ενότητα είναι εντυπωσιακή. Η κοινωνική σύγκλιση δεν είναι μόνο συναισθηματική, ως αποτέλεσμα της ελάχιστης ανθρωπιάς που οδηγεί τον καθέναν να ταυτίζεται με τις οικογένειες των θυμάτων, αλλά και γνωστική: κατανοούμε όλοι και όλες – ίσως με εξαίρεση την κυβέρνηση και τους λίγους πλέον φίλους της – με τον ίδιο τρόπο την πραγματικότητα. Ζούμε όλοι και όλες πια «στην κακιά τη (χ)ώρα», όπως έλεγε και το σύνθημα στις μαθητικές διαμαρτυρίες για τα Τέμπη. Και εν τέλει, η σύγκλιση είναι και πολιτική: 85% θεωρεί ότι έχει ευθύνη για το δυστύχημα των Τεμπών η κυβέρνηση, 72% ότι η κυβέρνηση επιχειρεί να συγκαλύψει την υπόθεση, 86% ότι υπάρχουν ποινικές ευθύνες και πολιτικών προσώπων στην υπόθεση. Οι πλειοψηφίες είναι ευρύτατες και κυρίως οι ίδιες απόψεις είναι (λιγότερο, αλλά σαφώς) πλειοψηφικές και μεταξύ των ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας.3

Σε πολιτικό επίπεδο, έχει αποκαλυφθεί μια πολιτική κρίση. Έχει γίνει πλέον σαφές, με βάση τα κυβερνητικά πεπραγμένα μέχρι και σήμερα, ότι στη σημερινή συνθήκη η απόδοση δικαιοσύνης για τα Τέμπη, ειδικά αν πρόκειται να αγγίξει και υψηλά ιστάμενα πολιτικά πρόσωπα, δεν μπορεί να προχωρήσει παρά μόνο με πολιτική αλλαγή. Πολύ περισσότερο δεν πρόκειται να γίνουν οι αναγκαίες βαθιές τομές που θα σηματοδοτούσαν σε πολλά επίπεδα το «ποτέ ξανά»: από τη δημιουργία δημόσιων ασφαλών υποδομών, σιδηροδρομικών αλλά όχι μόνο, μέχρι την κατάργηση της de facto ασυλίας των πολιτικών προσώπων και εν γένει τη λειτουργία της δικαιοσύνης.

Το ότι η δικαιοσύνη και η κάθαρση πλέον είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την πολιτική αλλαγή σίγουρα το καταλαβαίνει η κυβέρνηση, που κλίνει τη λέξη «εργαλειοποίηση» σε όλες τις πτώσεις, φοβούμενη την πολιτικοποίηση του κινήματος για τα Τέμπη. Το καταλαβαίνει και η πλειοψηφία των πολιτών, όπως φαίνεται πρωτίστως στις τεράστιες συγκεντρώσεις και δευτερευόντως στις δημοσκοπήσεις: το 68% θεωρεί ότι η κυβέρνηση έχει χάσει τη νομιμοποίησή της, ενώ –και αυτό είναι εξαιρετικά ασυνήθιστο- η πλειοψηφία (52,5%) ζητάει πρόωρες εκλογές.4

Την ίδια στιγμή, ωστόσο – και σε αυτό έγκειται η κρίση – το 82% θεωρεί ότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης προσπαθούν να εκμεταλλευτούν πολιτικά την υπόθεση των Τεμπών, εκφράζοντας δυσπιστία και προς αυτά. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης ή άλλοι φορείς συλλογικής εκπροσώπησης (π.χ. συνδικάτα) παίζουν ενεργό αλλά δευτερεύοντα ρόλο, ιδίως σε ό,τι αφορά τις κινητοποιήσεις. Ενώ στο εσωτερικό της αντιπολίτευσης δεν φαίνεται να διαμορφώνονται όροι ξεκάθαρης κυριαρχίας, είτε κινηματικής είτε εκλογικής5, κάποιου από αυτά, ώστε να αναδειχθεί κάποιο αντίπαλο δέος.

Με απλά λόγια, η Νέα Δημοκρατία είναι σε αποδρομή, αλλά τίποτα δεν φαίνεται να παίρνει προς το παρόν τη θέση της. Αυτό είναι και το βασικό σημείο στο οποίο επενδύει και η κυβέρνηση: την απουσία εναλλακτικής. Άλλωστε, το «αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων» είναι εδώ και πολύ καιρό η στρατηγική που έχει επιλέξει η κυβέρνηση: γνωρίζοντας ότι τα πεπραγμένα της είναι μη υπερασπίσιμα, στα Τέμπη όπως και σε άλλα θέματα στο πρόσφατο παρελθόν, επιχειρεί να διασωθεί πολιτικά όχι υπερασπιζόμενη τον εαυτό της, αλλά παρασύροντας όλο το πολιτικό σύστημα στην κατάρρευση, με το επιχείρημα ότι «όλοι τα ίδια χάλια είναι». Η επιλογή αυτή δεν είναι τυχαία. Πολιτική αλλαγή δεν υπάρχει χωρίς φορέα, όσο ευρεία και αν είναι η κοινωνική δυσαρέσκεια.

Η δυσπιστία των πολιτών έναντι των κομμάτων της αντιπολίτευσης είναι και σαφής και, σε πολύ μεγάλο βαθμό, δικαιολογημένη, τόσο γενικά όσο και σε σχέση με την υπόθεση των Τεμπών, καθώς αυτή τη στιγμή φαίνεται τα κόμματα να ακολουθούν τις αυθόρμητες κοινωνικές αντιδράσεις. Και ευρύτερα, η κρίση των θεσμών συλλογικής εκπροσώπησης – κομμάτων, συνδικάτων, οργανώσεων – είναι εδώ και πολύ καιρό εμπεδωμένη, όπως καταγράφεται στις εμπειρικές έρευνες. Είναι αλήθεια ότι με τα σημερινά δεδομένα κανένα κόμμα, κανένα συνδικάτο, κανένας φορέας δεν θα μπορούσε να κατεβάσει τα πλήθη που κατέβηκαν στον δρόμο την περασμένη Παρασκευή με το δικό του όνομα και υπό τις δικές του σημαίες.

Ταυτόχρονα όμως είναι αλήθεια ότι δεν είναι όλοι ακριβώς ίδιοι: η ψυχή του αγώνα για δικαιοσύνη για τα Τέμπη είναι αναμφίβολα οι οικογένειες των θυμάτων, όμως οι οικογένειες δεν είναι μόνες αυτά τα δύο χρόνια. Είχαν δίπλα τους τα συνδικάτα, με πρώτο το Σωματείο των Ελλήνων Μηχανοδηγών (Π.Ε.Π.Ε.), χάρη στο οποίο αναδείχθηκαν τα αίτια του δυστυχήματος από την πρώτη στιγμή. Είχαν δίπλα τους πολλά από τα κόμματα της αντιπολίτευσης, που έδωσαν μάχες στη Βουλή απέναντι στις προσπάθειες κυβερνητικής συγκάλυψης, έφεραν το θέμα στην Ευρωβουλή, άσκησαν κοινοβουλευτικό έλεγχο. Είχαν δίπλα τους δημοσιογράφους και μέσα που έδωσαν δημοσιότητα, έθεσαν ερωτήματα, κράτησαν τη μνήμη και το αίτημα για δικαιοσύνη ζωντανό. Ακόμα και οι ιστορικές συγκεντρώσεις της 28ης Φεβρουαρίου δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν, αν τα σωματεία δεν είχαν προκηρύξει γενική απεργία και δεν είχαν εργαστεί για την επιτυχία της.

Την ιστορική τομή τη δημιούργησαν οι ασφυκτικά γεμάτοι δρόμοι της Παρασκευής. Και ξανά το μεγάλο πλήθος που συγκεντρώθηκε χθες έξω από τη Βουλή, κάνοντας αυτή την πρόταση δυσπιστίας πολύ διαφορετική από πολλές προηγούμενες: η δυσπιστία έχει ήδη καταγραφεί έξω από την αίθουσα, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας. Όμως το μετά χρειάζεται συλλογικά υποκείμενα. Τη διέξοδο στην πολιτική κρίση θα τη δώσει η δημοκρατία: η συλλογική συζήτηση, διεκδίκηση, αντιπαράθεση, σύγκρουση, σύνθεση για το πώς θέλουμε να είναι η χώρα, οι υποδομές της, οι θεσμοί της, που μόνο οι φορείς συλλογικής εκπροσώπησης – με κεντρικά εδώ τα πολιτικά κόμματα – μπορούν να οργανώσουν και να φέρουν μέχρι την καρδιά των θεσμών. Η εικόνα του μετά διαμορφώνεται και δεν μπορεί παρά να διαμορφώνεται από τη σύζευξη του κοινωνικού με το πολιτικό.

Μπορεί η Αριστερά να παίξει αυτόν τον ρόλο στην μετά την 28η Φεβρουαρίου εποχή; Μια ιστορική τομή τα αλλάζει όλα. Ό,τι δεν μπορέσει να γίνει κομμάτι του «μετά» που αυτή οριοθετεί, μένει στο «πριν» και ξεχνιέται. Μετά την περασμένη Παρασκευή, λοιπόν, τα κόμματα της Αριστεράς καλούνται – και φαίνεται ότι το προσπαθούν, το καθένα με τον τρόπο του – να συμβαδίσουν γρήγορα με τη νέα ιστορική πραγματικότητα αν θέλουν να είναι κομμάτι της. Κατά μία έννοια, ο δρόμος φτιάχνει κάποτε και τα υποκείμενά του, άλλωστε…

1 Τον πολιτικό, με την πλέον βαθιά έννοια του όρου, χαρακτήρα των συγκεντρώσεων θεωρούμε δεδομένο για μια σειρά από λόγους, ανεξάρτητους από την επιδίωξη των διοργανωτών τους, των οικογενειών των θυμάτων. Η μαζικότητά τους, τα αιτήματά τους και οι αποδέκτες των αιτημάτων αυτών τις καθιστούν εξ ορισμού πολιτικές.

2 Fear Of Missing Out – Η αγωνία ότι συμβαίνει κάπου κάτι συναρπαστικό που δεν πρέπει να χάσεις. Η φράση ανήκει στον Δ. Καραμάνη εδώ.

3 Δημοσκόπηση GPO για την τηλεόραση του Star, 5/3/2025, διαθέσιμη εδώ.

4 ό.π.

5 Για παράδειγμα, στην προαναφερθείσα δημοσκόπηση τα πέντε μεγαλύτερα, ως προς την πρόθεση ψήφου, κόμματα της αντιπολίτευσης (ΠΑΣΟΚ, Ελληνική Λύση, ΚΚΕ, Πλεύση Ελευθερίας και ΣΥΡΙΖΑ, κατά σειρά) «στριμώχνονται» σε 9 ποσοστιαίες μονάδες: το μεγαλύτερο από αυτά καταγράφεται στο 15% και το μικρότερο στο 6%.

Η ΕΠΟΧΗ