Ας αρχίσουμε από τα προφανή.
Όταν μιλάμε για εργαζόμενους, μιλάμε – ω, ναι! – για ανθρώπους. Ανθρώπους με πόδια και μέση, με μάτια και αυχένα, με μυαλό, που κουράζεται. Και που πρέπει να ξεκουράζεται μέσα στη μέρα, άντε μέσα στη βδομάδα. Δεν μπορεί να περιμένει έξι μήνες ο ανθρώπινος οργανισμός για να αναπληρώσει τις δυνάμεις του.
Επίσης προφανής είναι η κοινωνική, με τη στενή και την ευρεία έννοια, διάσταση. Η επταήμερη λειτουργία των επιχειρήσεων – άρα η κατάργηση της Κυριακής ως κοινής αργίας για όλους ή έστω τους περισσότερους – κυριολεκτικά κλείνει σπίτια και καταστρέφει ζωές. Πώς θα βρεθεί κανείς με τους φίλους του όταν ο ένας έχει ρεπό τη Δευτέρα, ο άλλος την Πέμπτη και ο τρίτος το Σάββατο; Πότε θα βλέπουν οι γονείς τα παιδιά τους και πώς θα ζουν τα ζευγάρια ως τέτοια; Τι χώρος απομένει για την υπόλοιπη κοινωνική δραστηριότητα και συμβίωση;
Αλλά ακόμα και αν πούμε ότι αυτά τα παραβλέπουμε (#not) χάριν της συζήτησης.
Τι γίνεται με τις οικονομικές απώλειες που αυτό συνεπάγεται για τους εργαζόμενους; Μέχρι τώρα, ο εργαζόμενος έπαιρνε το μισθό του για το προβλεπόμενο ωράριο (π.χ. 8ωρο) και όταν το αφεντικό είχε “φούριες”, δούλευε περισσότερο και πληρωνόταν υπερωρίες. Αντίστοιχα, πληρωνόταν με διαφορετικό τρόπο η εργασία τις Κυριακές και τις αργίες, καθώς και η νυχτερινή εργασία. Τώρα, με την “ελαστική διευθέτηση” του χρόνου εργασίας, τι θα γίνεται; Στην πράξη όλη η υπερεργασία θα ενσωματωθεί, από πλευράς αμοιβής του εργαζόμενου, στο μισθό – καμία υπερωρία ή άλλη πρόσθετη αμοιβή.
Και τι γίνεται γενικά με την αγορά εργασίας και την ανεργία; Όσο κι αν φαίνεται λεπτομέρεια αυτό, το θέμα της διευθέτησης του εργάσιμου χρόνου δεν έχει να κάνει μόνο με τον συγκεκριμένο εργαζόμενο, τις απολαβές και τα ωράριά του. Η πρόσθετη αμοιβή της υπερωριακής απασχόλησης λειτουργούσε ως αντικίνητρο για τον εργοδότη : Πρώτον, προκειμένου να μην ζητά υπερωριακή απασχόληση, παρά μόνο όταν ήταν πράγματι αναγκαίο. Δεύτερον, προκειμένου να εξετάζει τις ανάγκες του σε προσωπικό και να προτιμά την πρόσληψη πρόσθετου προσωπικού, αντί της υπερωριακής απασχόλησης του υφιστάμενου.
Στην Ελλάδα έχει δοθεί μεγάλη μάχη για τις υπερωρίες τα τελευταία χρόνια, ώστε αυτές να δηλώνονται και επομένως να πληρώνονται. Δεν είναι τυχαίο ότι – σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες – οι ελληνικές επιχειρήσεις προτιμούν την υπερεργασία έναντι των προσλήψεων, αφού συχνά η υπερεργασία είναι “μαύρη”. Και σε μια χώρα με τεράστια ανεργία, θα έπρεπε να είναι προτεραιότητα το να αλλάξει αυτό.
Τι έρχεται λοιπόν να κάνει το Υπουργείο Εργασίας; Καταργεί, στην ουσία την υπερωριακή απασχόληση και τη μετατρέπει σε ευέλικτη “διευθέτηση” του εργάσιμου χρόνου.
Και μάλιστα, το κάνει αυτό με ατομικές συμβάσεις, αφήνοντας έτσι τον κάθε εργαζόμενο έρμαιο στις απαιτήσεις του εργοδότη. (Και μη μου πείτε για προστασία έναντι της απόλυσης, γιατί μαντέψτε. Οι πληροφορίες λένε και για – καινούριες – αλλαγές στο δίκαιο της απόλυσης).
Θα μου πείτε, τι διαφορά θα είχε αν η συζήτηση για τυχόν διαφορετική διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου γινόταν με τα συνδικάτα; Προσωπικά, επί της αρχής είμαι εναντίον κάθε “ελαστικότητας” στο ωράριο. Όμως, και πάλι χάριν της συζήτησης, πρέπει κανείς να αναγνωρίσει τα εξής :
Πρώτον, τα συνδικάτα έχουν πολλαπλάσια διαπραγματευτική ισχύ σε σύγκριση με τον μεμονωμένο εργαζόμενο και μπορούν ενδεχομένως να ζητήσουν άλλους όρους ως αντιστάθμισμα από τους εργοδότες.
Δεύτερον, όταν η συζήτηση γίνεται σε κλαδικό επίπεδο, θα βασίζεται πράγματι σε ανάγκες και ιδιαιτερότητες του κλάδου και όχι στα καπρίτσια ή στην απληστία κάθε μεμονωμένου εργοδότη, θα έχει επομένως περισσότερο αντικειμενική βάση.
Τρίτον, θα είναι ευχερέστερος ο έλεγχος της τήρησης των συμφωνηθέντων.
Και εδώ ερχόμαστε στη μεγάλη πληγή.
Άκουγα τον Υπουργό Εργασίας να λέει “μα αυτά γίνονται σε όλη την Ευρώπη”. Θα προσπεράσω το ότι δεν είναι απαραίτητα καλό ό,τι γίνεται και στην υπόλοιπη Ευρώπη, καθώς και το ότι θα ήταν ενδιαφέρον κάποια στιγμή να συγκριθούμε και στα υπόλοιπα (λ.χ. στο ύψος των μισθών, στο κόστος ζωής κ.ο.κ.) με την Ευρώπη. Θα προσπεράσω ακόμα και το ότι σε όλη την Ευρώπη οι σχετικές διευθετήσεις γίνονται με συλλογικές διαπραγματεύσεις και όχι με ατομικές συμβάσεις.
Αλλά δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ : Ακόμα κι αν δεχτεί κανείς τη λογική του Υπουργείου (#not), τι μηχανισμούς ελέγχου έχει η υπόλοιπη Ευρώπη; Και τι η Ελλάδα, ειδικά μετά τη συνειδητή και συστηματική υποβάθμιση του ΣΕΠΕ; Πώς θα εξασφαλιστεί ότι η υπερεργασία που παρέχω σήμερα, πράγματι θα αφαιρεθεί από το ωράριό μου σε…έξι μήνες; Με ποιες δικλείδες, ποιους ελέγχους, ποιες ποινές για τους εργοδότες που παραβιάζουν ακόμα και αυτή την…ελαστική “διευθέτηση”;
Για να χρησιμοποιήσω την αγαπημένη φράση του τελευταίου χρόνου, ο επόμενος μήνας θα είναι κρίσιμος.
Δανάη Κολτσίδα
Ανάρτησή της στο Facebook