Macro

Δανάη Κολτσίδα: Από τη γυναικεία συμμετοχή στη φεμινιστική πολιτική

Εν αρχή, τα νούμερα
«Δυστυχώς δεν υπάρχουν τόσες γυναίκες που θα ενδιαφέρονταν να ασχοληθούν με την πολιτική», απάντησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης τον Ιούλιο του 2019 σε ερώτηση δημοσιογράφου του BBCγια το γεγονός ότι στην κυβέρνηση των 51 μελών που μόλις είχε σχηματίσει οι γυναίκες ήταν μόλις 5 (9,8%). Σήμερα, δυόμισι χρόνια μετά, η κατάσταση είναι ελάχιστα μόνο βελτιωμένη, με 9 γυναίκες σε σύνολο 58κυβερνητικών στελεχών (15,5%).
Βέβαια, η μειωμένη συμμετοχή γυναικών δεν είναι (θλιβερό) προνόμιο της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, ωστόσο η κατάσταση σήμερα είναι σαφώς χειρότερη σε σύγκριση με την αμέσως προηγούμενη περίοδο. Από τον Ιανουάριο του 2015 μέχρι και τον Ιούλιο του 2019, η συμμετοχή των γυναικών στις διαδοχικές κυβερνήσεις των ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ κυμάνθηκε μεταξύ 13,3% (Ιανουάριος 2015) και 26,9% (Αύγουστος 2018)1 .
Αντίστοιχα, στους υπόλοιπους πολιτικούς θεσμούς -και μάλιστα στους εξ ορισμού αντιπροσωπευτικούς- η κατάσταση δεν είναι καλύτερη.Οι γυναίκες αποτελούν μόλις το 5,7% των δημάρχων (19 σε σύνολο 332) και το 7,7% των περιφερειαρχών (μία σε σύνολο 13)2 , ενώ από το 1989 μέχρι και σήμερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών3 , μόνο το 16,1% του συνόλου των μελών της βουλής ήταν γυναίκες, με ευτυχώς διαχρονικά αυξητική -αν και όχι αρκετά- τάση και ισχυρότερη μέχρι σήμερα παρουσία γυναικών στη βουλή που προέκυψε μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 (23,2%).
Ως προς τις επιμέρους πολιτικές δυνάμεις, υπάρχουν και στη χώρα μας διαφοροποιήσεις που δείχνουν να επιβεβαιώνουν τον διεθνή κανόνα ότι τα κόμματα της, με την ευρεία έννοια, Αριστεράς συνδέονται συνήθως με (σχετικά) αυξημένη γυναικεία συμμετοχή. Αναλυτικότερα, ενώ η Νέα Δημοκρατία καταγράφει το καλύτερο ποσοστό γυναικείας συμμετοχής στην τρέχουσα κοινοβουλευτική ομάδα (που εκλέχτηκε τον Ιούλιο του 2019), αυτό παραμένει πολύ χαμηλό (15,8%) σε σύγκριση με το διαχρονικά καλύτερο ποσοστό αντίστοιχα του ΣΥΡΙΖΑ (38,2% – Ιούνιος 2012), του ΚΚΕ (33,3% – Ιούνιος 2012) και του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ (24,3% – Οκτώβριος 2009). Στη δε τρέχουσα σύνθεση της βουλής, το μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών βουλευτών έχει το Μέρα25, ακολουθούμενο από τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και το ΚΚΕ4.
Θεσμικές και πολιτικές απαντήσεις
Το προφανές ερώτημα που προκύπτει από την παραπάνω εικόνα αφορά την αποτελεσματικότητα των ποσοστώσεων φύλου που προβλέπονται εδώ και χρόνια στην ελληνική νομοθεσία, και μάλιστα αυξήθηκαν επί της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ σε 40% επί του αριθμού των υποψηφίων κάθε συνδυασμού στις εθνικές, περιφερειακές και τοπικές εκλογές5. Γιατί το 40% επί των υποψηφίων μεταφράζεται μόνο σε 20% επί των εκλεγμένων;
Είναι σαφές ότι η συμπερίληψη σε ένα ψηφοδέλτιο είναι σημαντική, αλλά δεν αρκεί. Η εκλογή σε δημόσια αξιώματα απαιτεί διαφόρων ειδών «πόρους», και κυρίως πολιτικούς (προϋπηρεσία σε κομματικές ή δημόσιες θέσεις, θητεία σε κοινωνικούς φορείς κ.λπ.) και επικοινωνιακούς (μιντιακή προβολή). Επομένως, το πρώτο που λείπει είναι μια συνεκτική στρατηγική που θα κατατείνει πράγματι στη συμμετοχή περισσότερων γυναικών στα κοινά σε όλα τα επίπεδα.
Στην κατεύθυνση αυτή, κομβικού χαρακτήρα είναι η ισότητα στην εσωκομματική ζωή και η πραγματική δυνατότητα των γυναικών να συμμετέχουν αποφασιστικά και από θέσεις ευθύνης στα αντίστοιχα κόμματα.
Μια μικρή έρευνα στα ισχύοντα καταστατικά των σημερινών κοινοβουλευτικών κομμάτων είναι ενδεικτική του ότι τα ελληνικά κόμματα (όπως και πολλά ακόμα του εξωτερικού, και ειδικά τα συντηρητικά), απέχουν πολύ από την πλήρη έμφυλη ισότητα στο εσωτερικό τους:
• Στη Νέα Δημοκρατία, τουλάχιστον το 30% των συνέδρων και των αιρετών μελών της Πολιτικής Επιτροπής πρέπει να προέρχεται από κάθε φύλο, χωρίς όμως να υπολογίζονται τα -πολυάριθμα- ex officio μέλη της Πολιτικής Επιτροπής (272 στην τρέχουσα σύνθεσή της), κάτι που μειώνει σημαντικά το πραγματικό ποσοστό των γυναικών στην τελική σύνθεση του οργάνου (18,5% στην τρέχουσα σύνθεση).
• Στον ΣΥΡΙΖΑ, υπάρχει ποσόστωση φύλου 1/3 για τους αντιπροσώπους σε όλα τα κομματικά σώματα (συνέδρια, συνδιασκέψεις κ.λπ.) και για τα μέλη όλων των βουλευόμενων οργάνων (Νομαρχιακές Επιτροπές και Κεντρική Επιτροπή). Επίσης προβλέπεται εναλλαγή υποψηφίων διαφορετικού φύλου σε κάθε θέση των συνδυασμών του κόμματος στις περιπτώσεις που οι εκλογές καταρτίζονται με κλειστή λίστα (χωρίς σταυρό).
• Στο Κίνημα Αλλαγής, ομοίως, προβλέπεται ποσόστωση φύλου 1/3 σε όλα τα όργανα.
• Στο ΚΚΕ αναφέρεται στο καταστατικό ότι λαμβάνεται μέριμνα για τη συμμετοχή γυναικών στα καθοδηγητικά όργανα του κόμματος, χωρίς όμως συγκεκριμένες ποσοστώσεις.
• Τέλος, το καταστατικό του Μέρα25 προβλέπει ίση εκπροσώπηση κατά φύλο στα βουλευόμενα όργανα, ενώ αναφέρει ότι αυτή επιδιώκεται και στα εκτελεστικά όργανα.
Οι προτάσεις ενόψει του επικείμενου συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ
Υπάρχουν, επομένως, πολλά βήματα να γίνουν ακόμη στην κατεύθυνση της ισάριθμης αντιπροσώπευσης -πολύ περισσότερο της συνολικής υπέρβασης των έμφυλων διακρίσεων και της πλήρως ισότιμης, και επί της ουσίας, συμμετοχής στην πολιτική ζωή της χώρας. Στην προσπάθεια αυτή, οι προτάσεις που κατατέθηκαν από την Επιτροπή Καταστατικού ενόψει του επικείμενου συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες και σημαντικές:
Πρώτον, γιατί εισάγεται η ισάριθμη αντιπροσώπευση (50/50) των φύλων σε όλη την κλίμακα και σε όλα τα όργανα του κόμματος, χωρίς διάκριση «βουλευόμενων» και «εκτελεστικών». Μάλιστα, στην πρόβλεψη αυτή περιλαμβάνονται και τα μονοπρόσωπα όργανα, με την καθιέρωση θέσης αναπληρωτή/τριας γραμματέα ή συντονιστή/τριας διαφορετικού φύλου, κάτι που αναμένεται να προσδώσει ακόμη μεγαλύτερη ορατότητα στις γυναίκες στελέχη του κόμματος.Με την πρόταση αυτή, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ συνομιλεί με μια τάση που διευρύνεται διαρκώς και τείνει να κυριαρχήσει στα προοδευτικά κόμματα της Ευρώπης.
Δεύτερον, γιατί επιχειρείται μια θετική υπέρβαση του νομοθετικού πλαισίου, που ενδεχομένως στο μέλλον να ανοίξει το δρόμο και για θεσμικές παρεμβάσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αυτοδεσμεύεται σε ισάριθμη αντιπροσώπευση των φύλων (50/50) και όχι απλώς στην νομοθετικά προβλεπόμενη ποσόστωση (40%) στα ψηφοδέλτια που θα καταρτίζει για τις εθνικές και ευρωπαϊκές εκλογές.
Τρίτον -και ίσως το σημαντικότερο- γιατί με τις προτάσεις που κατατέθηκαν επιχειρείται να αντιμετωπιστούν και οι ουσιαστικοί (πρακτικοί και πολιτικοί) λόγοι που αποτρέπουν τις γυναίκες από τη συστηματικότερη συμμετοχή τους στα πολιτικά κόμματα, και μάλιστα σε θέσεις ευθύνης. Στις προτάσεις που κατατέθηκαν ξεχωρίζει η θέσπιση παρατηρητηρίου κατά των έμφυλων και άλλων διακρίσεων μέσα στο κόμμα και η ρητή απαγόρευση της χρήσης σεξιστικού λόγου ή παρόμοιων πρακτικών, ενώ περιλαμβάνονται και πιο «πρακτικά» μέτρα διευκόλυνσης της συμμετοχής των μελών (π.χ. φροντίδα παιδιών κατά τη διάρκεια τουλάχιστον των σημαντικότερων εσωκομματικών διαδικασιών).
Τέλος, και η συνολικότερη αλλαγή που επιχειρείται στην οργάνωση και στη λειτουργία του κόμματος είναι επίσης σημαντική. Η προσπάθεια το κόμμα να βρεθεί πιο κοντά στην καθημερινότητα των ανθρώπων που δεν είναι «επαγγελματίες της πολιτικής», η αναγνώριση των πολλαπλών μορφών που παίρνει στη σύγχρονη εποχή η κοινωνική και πολιτική συμμετοχή, η εισαγωγή οριζόντιων και αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών και διαβουλεύσεων σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο αναμένεται να ευνοήσουν τη συμμετοχή ακριβώς εκείνων που θεωρούνται αποκλεισμένοι/ες από την παραδοσιακή πολιτική: των γυναικών, των νέων, των κατοίκων της περιφέρειας, των μεταναστών κ.λπ.
Από την ισάριθμη αντιπροσώπευση στον μετασχηματισμό της διαδικασίας και του περιεχομένου της πολιτικής
Κι αυτό, μας φέρνει στην τελευταία, αλλά καθοριστική επισήμανση. Μεγάλη συζήτηση έχει γίνει εδώ και πολλά χρόνια σε σχέση με την αποτελεσματικότητα και τη σκοπιμότητα ρυθμίσεων όπως οι ποσοστώσεις φύλου. Τα επιχειρήματα όσων αμφισβητούν τις ρυθμίσεις αυτές, άλλοτε καλοπροαίρετα και άλλοτε όχι, δεν είναι αβάσιμα. Ναι, το περιεχόμενο της πολιτικής είναι αυτό που μετράει. Ναι, τα «μαύρα ταγέρ» δεν είναι πιο προοδευτικά ή ριζοσπαστικά από τα «μαύρα κοστούμια». Ναι, έχουν υπάρξει γυναίκες που συνέδεσαν το όνομά τους όχι απλώς με ακραία συντηρητικές ή νεοφιλελεύθερες πολιτικές (η Μάργκαρετ Θάτσερ είναι το κλασικό παράδειγμα όλων), αλλά και με ευθέως αντιφεμινιστικές/ πατριαρχικές πολιτικές (εδώ η νυν υπουργός Παιδείας είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα, αν θυμηθούμε λ.χ. το «εκπαιδευτικό υλικό» που παρήγαγε πρόσφατα η …αίρεση «Ελληνική Εταιρεία Προγεννητικής Αγωγής»).
Ωστόσο, η συμμετοχή περισσότερων γυναικών στην πολιτική δεν είναι ικανή, είναι όμως αναγκαία συνθήκη για την αλλαγή του περιεχομένου της. Ή, για να το πούμε αλλιώς, η παρουσία πολλών γυναικών δεν είναι από μόνη της φεμινιστική, όμως φεμινιστική πολιτική χωρίς γυναίκες δεν γίνεται.
Άλλωστε, η φεμινιστική πολιτική είναι σήμερα κάτι πολύ ευρύτερο. Είναι ο ριζικός μετασχηματισμός της πολιτικής συλλήβδην, η οποία -παρά τους αγώνες αιώνων και τις μάχες που κερδήθηκαν- παραμένει σε μεγάλο βαθμό ένα «κλειστό κλαμπ» από πολλές απόψεις. Οι σύγχρονοι φεμινιστικοί αγώνες δεν εξαντλούνται στο να αποκτήσουν οι γυναίκες μεγαλύτερη ορατότητα και τις θέσεις που τους αναλογούν στο πολιτικό «τραπέζι», αλλά κατατείνουν στο να μετατοπιστεί και να μετασχηματιστεί το ίδιο το πεδίο, να φτιάξουμε καινούριο «τραπέζι».
Φεμινιστική πολιτική σήμερα σημαίνει αλλαγή ύφους και του ήθους. Να πάψει η δημοκρατική πολιτική να στηρίζεται στη λογική της ισχύος, και μάλιστα όχι μόνο της συμβολικής, αλλά και της φυσικής. Να πάψει να επικρατεί στον πολιτικό ανταγωνισμό εκείνος που φωνάζει πιο δυνατά, εκείνος που έχει τις λιγότερες αναστολές, εκείνος που έχει «στομάχι» να αντέξει κάθε προσβολή, χυδαιότητα, υπονοούμενο.
Φεμινιστική πολιτική σήμερα σημαίνει συμπερίληψη, και μάλιστα όχι απλώς με την άρση των εμποδίων, αλλά με την έμπρακτη και συστηματική επιδίωξη να διαμορφωθεί ένα πολιτικό πεδίο που να χωρά όλες και όλους, και πέρα από τη διάσταση του φύλου. Να αποκτήσουν πολιτικά δικαιώματα και φωνή οι μετανάστες και οι μετανάστριες που παραμένουν επί δεκαετίες αόρατοι/ες. Να πάψει η αναπηρία και η ασθένεια να θεωρείται αδυναμία που καθιστά κάποιον/α ακατάλληλο/η για «θέσεις ευθύνης». Να ακούμε από το βήμα της βουλής περισσότερους ανθρώπους «σαν εμάς»: από τον κόσμο της εργασίας, με ταπεινή καταγωγή, από όλες τις ηλικίες.
Κυρίως, όμως, φεμινιστική πολιτική σήμερα σημαίνει μετατόπιση του ίδιου του πεδίου της πολιτικής. Να επαναπροσδιορίσουμε τα θέματα που θεωρούνται «υψηλή πολιτική» (οικονομία, διεθνείς σχέσεις, άμυνα) και εκείνα που αντιμετωπίζονται ως «soft politics» (ιδίως η κοινωνική πολιτική). Να βγουν οι αποφάσεις από τα γνωστά «κέντρα λήψης» τους και να γίνουν κτήμα της κοινωνίας, να ενισχυθεί η διαφάνεια και οι δημοκρατικοί θεσμοί, να οικοδομηθούν πραγματικά συμμετοχικές διαδικασίες, να γίνει η πολιτική εκ νέου κατανοητή και προσιτή.
Αν ιστορικά η Αριστερά πράγματι συνδέεται με την σχετικά αυξημένη πολιτική συμμετοχή των γυναικών, στην εποχή μας οι πιο επιτυχημένες, δυναμικές και επιδραστικές εκδοχές της διεθνώς είναι (και) φεμινιστικές. Και, με αυτή την έννοια, το γεγονός ότι το μεγαλύτερο σήμερα κόμμα της ελληνικής Αριστεράς μπαίνει στη συζήτηση αυτή με θάρρος, μόνο θετικό μπορεί να είναι και για τις προοπτικές του ίδιου και για τις ελπίδες για μια διαφορετική κοινωνία και μια διαφορετική πολιτική που να χωράει την καθεμία και τον καθένα μας.

Η Δανάη Κολτσίδα είναι νομικός και πολιτική επιστήμονας, διευθύντρια του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς και μέλος της ΚΕ και της ΚΕΑ του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία

1.Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων από τη Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης
2. Πηγή: Βάση δεδομένων εκλογικών αποτελεσμάτων Υπουργείου Εσωτερικών
4.ό.π.
5. Νόμος 4555/2018 (Πρόγραμμα «Κλεισθένης») και νόμος 4604/2019 για την προώθηση της ουσιαστικής ισότητας,

Πηγή: ieidiseis