Περίληψη
Η αποτυχία της ελληνικής κυβέρνησης να διαπραγματευτεί την έξοδο από τη λιτότητα το 2015 έδωσε νέα ώθηση στις συζητήσεις στρατηγικής στην Αριστερά. Μεγάλο μέρος της δημόσιας συζήτησης περιστρέφεται γύρω από δυο πόλους. Διεξαγωγή της μάχης κυρίως σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με τον εκδημοκρατισμό της ΕΕ ή συγκρότηση μιας αριστερής κυβέρνησης που θα δραπετεύσει βγαίνοντας από την ευρωζώνη και την ΕΕ. Δυστυχώς, συχνά και οι δυο προσεγγίσεις περιορίζουν τον ορίζοντα της αριστεράς στην καλύτερη διαχείριση του καπιταλισμού. Πιο συγκεκριμένα, οι θεωρίες αυτές της αλλαγής εν πολλοίς προηγούνται των κεντρικών ζητημάτων της κυβέρνησης ή της εξουσίας. Με δεδομένο ότι το ευρωπαϊκό κράτος τελεί υπό κατασκευή, εκείνο που χρειάζεται είναι ένα δυνατό κίνημα, όχι για να μεταρρυθμιστεί η Ένωση, αλλά να εκκινήσει ξανά από διαφορετική βάση.
Απόδοση κειμένου: Βασίλης Ρόγγας
Το άρθρο του Marc Botenga, Βέλγου στελέχους της Αριστεράς που δουλεύει στη GUE, δημοσιεύθηκε πολύ πρόσφατα στο Catalyst, το θεωρητικό περιοδικό του Jacobin.
Το κοινό νόμισμα αυξάνει την απόκλιση
Στα μέσα του 2017 μια ελαφριά αύρα αισιοδοξίας έκανε την επανεμφάνισή της στη ρητορική του ευρωπαϊκού κατεστημένου. Επέστρεψε, επιτέλους, κάποια μικρή ανάπτυξη. Η ΕΚΤ παρόλο που εξακολουθεί να ανησυχεί για το χαμηλό πληθωρισμό, μείωσε τις αγορές ομολόγων από 80 δισ. σε 60 δισ. ευρώ. Στο μεταξύ, οι συζητήσεις στο πως να μεταρρυθμιστεί η δομή της Ευρωζώνης και η ΕΕ συνεχίστηκαν. Το 2008 η οικονομική κρίση έδειξε πως οι διαφορές εντός και μεταξύ των κρατών μελών θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη της ζώνης του ευρώ. Η ευρωζώνη δεν ήταν ποτέ μια βέλτιστη νομισματική περιοχή. Σε κάποιες χώρες της περιφέρειας, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν σχεδόν το μισό του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Η ανταγωνιστικότητα ποικίλλει ευρέως σύμφωνα με τις περισσότερες μετρήσεις. Ακόμη και πριν από την κρίση, το 2007 , η προστιθέμενη αξία ανά ώρα εργασίας ανερχόταν σε 4.320 ευρώ στα 15 κράτη μέλη της Δύσης, αλλά μόνο 1.463 ευρώ στη Σλοβακία. Ενώ η Γερμανία, η Γαλλία και το Βέλγιο έχουν μέσο ωριαίο μισθολογικό κόστος πάνω από 30 ευρώ, η Σλοβακία ή η Λετονία εξακολουθούν να μην φτάνουν στα 10 ευρώ. Το οικονομικό δελτίο της ΕΚΤ για το 2015 ισχυριζόταν πως υπήρξε κάποια σύγκλιση στην Ένωση στο σύνολό της, αλλά αναγνώρισε ότι δεν υπήρχε καμία σύγκλιση μεταξύ των χωρών που υιοθέτησαν το ευρώ το 1999 και το 2001. Ακόμα χειρότερα, η ανάλυση έδειξε ακόμη και «κάποια στοιχεία απόκλισης μεταξύ των πρώτων χωρών που υιοθέτησαν του ευρώ», μια τάση που επιβεβαιώθηκε στο έγγραφο προβληματισμού της Επιτροπής του 2017 για την εμβάθυνση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης.[1] Η θεωρία μιας κοινής αγοράς με ένα κοινό νόμισμα που από θαύμα δημιουργεί τη σύγκλιση κείτεται σε ερείπια. Αντίθετα, η συγκέντρωση πολύ διαφορετικών οικονομιών και χωρών σε μια νομισματική ζώνη αφαίρεσε σημαντικά μέσα παραγωγής πολιτικής από τις ασθενέστερες περιφερειακές οικονομίες. Η υποτίμηση του νομίσματος και η διακύμανση των συναλλαγματικών ισοτιμιών είναι μόνο τα πιο προφανή παραδείγματα. Τα κριτήρια σύγκλισης καθαγίασαν τη σταθερότητα των τιμών και τους απολύτως αβάσιμους στόχους μείωσης δημοσίου ελλείμματος και χρέους. Ο ζουρλομανδύας του Μάαστριχτ, ευνόησε κυρίως τη Γερμανία εις βάρος των ασθενέστερων οικονομιών. Το ενιαίο νόμισμα βάθυνε το χάσμα μεταξύ των αυξανόμενων πλεονασμάτων της Γερμανίας και των ελλειμμάτων του εμπορίου ισοζυγίου και τρεχουσών συναλλαγών στην περιφέρεια, τις δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Οι ίδιοι κανόνες για διαφορετικές οικονομίες ενίσχυσαν την άνιση ανάπτυξη.
«Ένα μέγεθος δεν ταιριάζει σε κανέναν», συνόψισε ο Claus Offe.³ Η Γερμανία ταυτόχρονα επωφελήθηκε από την ηγετική της θέση τόσο στις αγορές μηχανολογικού εξοπλισμού όσο και σε εκείνες των χημικών. Το Βερολίνο εκμεταλλεύτηκε πλήρως την αυξανόμενη ζήτηση στις αγορές των αναδυόμενων οικονομιών. Οι μεταρρυθμίσεις της εγχώριας αγοράς εργασίας και του ασφαλιστικού συστήματος επέτρεψαν με τη σειρά τους στις γερμανικές πολυεθνικές εταιρείες να μειώσουν το άνοιγμα που υπήρχε σε ό,τι αφορά τα περιθώρια κέρδους σε σχέση με τους Ιάπωνες και Αμερικανούς ομολόγους τους. Αυτές οι διαδικασίες ήταν σημαντικές όχι απλά για τη χρηματοδότηση μελλοντικών επενδύσεων των εταιριών, αλλά και για την αύξηση των αξιών των μετοχών τους.
Οι νότιες χώρες, που ήδη μειονεκτούσαν από το ευρώ, υπέφεραν επιπλέον όταν οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης εντάχθηκαν στην κοινή αγορά[2] με χαμηλότερους μισθούς και αδύναμα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, πιέζοντας για παράδειγμα ελληνικές εταιρείες να διασχίσουν τα σύνορα και να ενταχθούν στη Βουλγαρία. […] Οι νότιες χώρες έχασαν την παραγωγική τους ικανότητα συχνά έναντι των χωρών προς τα ανατολικά της ηπείρου. Οι ροές κεφαλαίων προσελκύθηκαν από την φούσκα των ακινήτων, όπως στην Ισπανία, ή στη χρηματοδότηση του ελλείμματος, όπως στην Ελλάδα, με σημαντικές συνέπειες για το δημόσιο χρέος. Μόλις γύρισε η παλίρροια, το κεφάλαιο κατευθύνθηκε αλλού και η ισπανική οικονομία κατέρρευσε. Η μετατόπιση της παραγωγής προς την ανατολή δεν θα πρέπει να εξιδανικεύεται[3].Η εισροή ξένων επενδύσεων, με τη Γερμανία να διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο πολύ πριν την άφιξη του ευρώ, τις μετέτρεψαν σε χώρες που ανήκουν σε ξένους, με αρνητικά καθαρά ξένα περιουσιακά στοιχεία[4].
Οι αυξανόμενες εσωτερικές ανισορροπίες δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Στο βιβλίο του Joseph Stiglitz «Το ευρώ» καταδεικνύεται πως το ευρώ μπορεί να μην προκάλεσε την οικονομική ύφεση και κρίση, αλλά πράγματι επιδείνωσε τη συνολική της επίπτωση και συνέβαλε στην καθυστέρηση της ανάκαμψης της Ευρώπης.
Τα χρόνια που ακολούθησαν μετά την κρίση του 2008, η πραγματική αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν αξιοσημείωτα βραδύτερη στις χώρες της ευρωζώνης σε σύγκριση με άλλα κράτη μέλη της ΕΕ. Η μονομερής εστίαση της ΕΚΤ στον πληθωρισμό και τη σταθερότητα των τιμών συγκρίνεται δυσμενώς με τους στόχους της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, στους οποίους περιλαμβάνεται η ανάπτυξη, η πλήρης εργασία και η χρηματοοικονομική σταθερότητα. Το δημόσιο έλλειμμα, οι μειώσεις του χρέους και η συγκράτηση των μισθών όχι μόνο έκαναν την εγχώρια ζήτηση να καταρρεύσει, αλλά επίσης παρεμπόδισαν την παραγωγικότητα, η οποία αυξήθηκε μόνο κατά 0,6% μεταξύ του 2007 και του 2015. Σε χώρες με κρίση, όπως η Ελλάδα, η αύξηση της ανεργίας καταρράκωσε κάθε δυνητική αύξηση της παραγωγικότητας. Αξιοσημείωτο είναι πως ακόμη και στη Γερμανία παρατηρήθηκε μείωση της παραγωγικότητας ανά μισθωτό εργαζόμενο. Παρ’ όλες τις θυσίες που απαιτήθηκαν από τους εργαζόμενους, τα ορθόδοξα οικονομικά μπόρεσαν να δώσουν αξιοσημείωτα κακά αποτελέσματα, ακόμη και με τους δικούς τους όρους.
Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι η λειτουργία της ζώνης του κοινού νομίσματος δεν είναι ο μόνος ένοχος. Η κρίση του 2008 δεν ήταν ούτε αποκλειστικά ευρωπαϊκή, ούτε καθαρά οικονομική υπόθεση. Ο ανταγωνισμός μεταξύ των κρατών μελών δεν είναι κάτι νέο. Προβλήματα που σχετίζονται με τις ελεύθερες ροές του κεφαλαίου υπήρχε μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ και πριν από το κοινό νόμισμα. Ούτε η γερμανική κυριαρχία μπορεί να εξηγηθεί μόνο από το ευρώ. Σε αυτό που τώρα εμφανίζεται σαν μια σκληρή ειρωνεία της ιστορίας, γνωρίζουμε ότι Γαλλία πρότεινε το κοινό νόμισμα για να περιορίσει τη γερμανική οικονομική κυριαρχία και να αποφύγει να ακολουθήσει τις επιταγές της γερμανικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Το ευρώ και η δομή της νομισματικής ένωσης διευκόλυναν σε μεγάλο βαθμό την αύξηση της ανισότητας μεταξύ και εντός των χωρών, αλλά δεν την προκάλεσαν. Η συγκέντρωση του πλούτου στην κορυφή είναι πιο έντονη στην Αυστρία, την Ολλανδία και τη Γερμανία, αλλά και στο Ηνωμένο Βασίλειο εκτός του ευρώ δεν είναι καθόλου καλύτερα.
Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα αντιμετώπισαν την κρίση μέσω της ενίσχυσης της λεγόμενης ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης. Αυτή η διακυβέρνηση που αποτελείται από αυταρχικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και δημοσιονομική λιτότητα, δεν βελτίωσε τα προβλήματα. Τα χειροτέρεψε. Οι πολιτικές λιτότητας καθώς και η μείωση των δικαιωμάτων των εργαζομένων χειροτέρευσαν σημαντικά την κοινωνική κρίση, βυθίζοντας την εγχώρια κατανάλωση σε ορισμένες χώρες.
Τα σχέδια διάσωσης κυρίως διέσωσαν τις μεγάλες τράπεζες προκαλώντας ανθρωπιστική κρίση στις χώρες που είχαν αυτή την ανάγκη. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι εργατικές τάξεις της ηπείρου σήκωσαν το κύριο βάρος των συνεπειών. Ελλείψει υποτίμησης του νομίσματος ή συναλλαγματικών διακυμάνσεων η συμπίεση των μισθών ως εσωτερική υποτίμηση υποτίθεται πως θα σήμαινε την αύξηση της ανταγωνιστικότητας[5]. Πάνω από μια δεκαετία σκληρής λιτότητας και δύο δεκαετίες απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας, άφησαν πίσω από μια καταστροφική κοινωνική κατάσταση. Οι Βρυξέλλες, πρωτεύουσα της ΕΕ, είναι κάπως σαν σύμβολο. Ένας στους τρεις κατοίκους βρίσκονται στο κατώφλι της φτώχειας. Ένα στα τέσσερα παιδιά μεγαλώνει σε οικογένεια όπου κανείς δεν έχει δουλειά. Ακόμα και αν ξεχάσουμε προσωρινά την Ελλάδα, οι Βρυξέλλες δεν αποτελούν εξαίρεση. Κατά την τελευταία δεκαετία, ο αριθμός των φτωχών εργαζομένων διπλασιάστηκε στη Γερμανία. Στην Ιταλία, πάνω από 8 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν σε σχετική φτώχεια. Στη Γαλλία, 9 εκατομμύρια άνθρωποι, εκ των οποίων τα 3 εκατομμύρια είναι παιδιά, είναι φτωχοί. Η Πορτογαλία έχασε μισό εκατομμύριο εργαζόμενους μεταξύ του 2011 και του 2014. Ενώ οι Πορτογάλοι εργάτες μετανάστευαν από τη χώρα τους, μεγάλες εταιρείες είδαν τα δικά τους αποθεματικά να αυξάνονται από 750 δισ. ευρώ σε 3.200 δισ. ευρώ. Οι πλούσιοι εν τω μεταξύ, κάθονται σε βουνά χρημάτων, ή μάλλον, τα κρύβουν σε φορολογικούς παραδείσους σε ολόκληρο τον κόσμο.
Από την οικονομική στην πολιτική κρίση
Ακόμα και με ελαφρώς βελτιωμένες οικονομικές στατιστικές, είναι απλά ψευδές να ισχυριζόμαστε ότι η κρίση τώρα είναι υπό έλεγχο. Ας μην ξεχνάμε πρώτα απ ‘όλα τη σημασία της επίσημης συγκαιρινής ανάκαμψης. Κάθε οικονομία τελικά επιστρέφει σε κάποια ανάπτυξη, κάποια στιγμή. Επιπλέον, ορισμένοι παράγοντες που ενδέχεται να συνέβαλαν στη μικρή ανάκαμψη, θα μπορούσαν επίσης να υποδηλώνουν τον παροδικό χαρακτήρα της. Ας σκεφτούμε τα χαμηλά επιτόκια, την ποσοτική χαλάρωση και την επιλογή να προσανατολιστεί η ευρωπαϊκή οικονομία προς εξωευρωπαϊκές εξαγωγές που συνδυάζονται αναπόφευκτα με την απελπισμένη αναζήτηση ανταγωνιστικότητας.
Επιπλέον, τα διαρθρωτικά όρια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της οικονομικής
κρίσης, έχουν μεταφραστεί σε μια πολιτική κρίση μεταξύ και εντός των κρατών μελών. Εντός των κρατών μελών, δύο ρεύματα αναδύθηκαν από τη διαφορά μεταξύ του κατεστημένου και της πλειοψηφίας του πολιτών. Από τη μία πλευρά, ένα ρεύμα φόβου: η άνοδος των νεοσυντηρητικών και του ξενοφοβικού εθνικισμού. Η αυταρχική λιτότητα και η μισαλλοδοξία έχουν αποδειχτεί οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αρνούμενη να πάρει πίσω τα προνόμια των πλουσίων, η λιτότητα ωθεί τους ανθρώπους να κατηγορούν εκείνους που τα βγάζουν πέρα δυσκολότερα. Χωρίς χρήματα για κοινωνική στέγαση, εκείνοι που βρίσκονται από κάτω πρέπει να πολεμήσουν μεταξύ τους. Χωρίς επενδύσεις στην παιδεία, οι άνθρωποι θα ανταγωνιστούν για τις λίγες διαθέσιμες θέσεις εργασίας . Ως εκ τούτου, οι οικονομικές ανισότητες εντός και μεταξύ των χωρών αύξησαν τις εντάσεις, διευκολύνοντας την άνοδο των εθνικών- συντηρητικών ή ακροδεξιών κομμάτων. Στη Γαλλία, η άκρα δεξιά με το Front National έφτασε στο δεύτερο γύρο της προεδρικής εκλογής. Η Ιταλία, η Αυστρία και η Τσεχία δεν κομίζουν καλύτερη εικόνα. Η εκστρατεία εξόδου από το ευρώ στη Μεγάλη Βρετανία δεν κέρδισε ακριβώς ως μια αριστερή πλατφόρμα, για να το θέσουμε ήπια. Στα νεότερα κράτη μέλη και ιδιαίτερα σε αυτά που χαρακτηρίζονται σκληρά ως «ξένες ιδιοκτησίες», οι δεξιοί συντηρητικοί επωφελούνται από τη δυσπιστία προς την Αριστερά.
Οι οικονομικές αποκλίσεις, ο αυξανόμενος ανταγωνισμός και η εμμονή στον ορντο-φιλελευθερισμό και την τυφλή λιτότητα έχουν δημιουργήσει κλιμακούμενες τριβές μεταξύ των κρατών μελών. Αυτός ο τύπος ολοκλήρωσης καταλήγει να υπονομεύει τη συνοχή μεταξύ των λαών της Ευρώπης. Οι αυξανόμενες αποκλίσεις μεταξύ των κρατών μελών εξίσου τροφοδοτούν το δυναμικό του ρατσισμού. Ο χαρακτηρισμός των Ελλήνων ως τεμπέληδων που εκμεταλλεύονται τους σκληρά εργαζόμενους Γερμανούς από τη Bild είναι ένα συγκεκριμένο παράδειγμα. Οι αναπαραστάσεις της Μέρκελ ως Χίτλερ στη Νότια Ευρώπη είναι ακόμα μια απόδειξη. Η εκμετάλλευση των Ρουμάνων οδηγών φορτηγών στην Ολλανδία ή των Πολωνών εργαζόμενων στις κατασκευές στο Βέλγιο θα μπορούσε να οδηγήσει σε παρόμοιες ξενοφοβικές εκστρατείες. Και τούτο δεν οδηγεί αναγκαστικά σε περισσότερη αλληλεγγύη μεταξύ των νότιων χωρών. Οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Ιταλίας, για παράδειγμα, υποστήριξαν σε μεγάλο βαθμό τη γερμανική λιτότητα που επιβλήθηκε στην Ελλάδα, ενώ αργότερα διαπραγματεύονταν μια κάποια δημοσιονομική ευελιξία για τις δικές τους οικονομίες. Οι εντάσεις λόγω του οπορτουνισμού της γερμανικής κυβέρνησης που προσπαθεί να απορροφήσει τους πιο καλά καταρτισμένους πρόσφυγες και λόγω του συντηρητισμού της Ουγγρικής και πολωνικής κυβέρνησης, στρέφουν την Ανατολή ενάντια στη Δύση σε σχέση με το σχέδιο της ευρωπαϊκής διανομής για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες.
Ωστόσο, η ακροδεξιά αφήγηση του φόβου δεν είναι η μόνη που αναπτύχθηκε. Συγκροτήθηκε ένα δεύτερο κύμα που αρνιόταν τη νεοφιλελεύθερη αφήγηση της ΤΙΝΑ. Αυτό είναι το κύμα του της ελπίδας. Μια δεκαετία πριν το φαινόμενο του Jeremy Corbyn που προκάλεσε το κατεστημένο του Τρίτου Δρόμου θα ήταν αδιανόητο στη Μεγάλη Βρετανία. Το 2007 ο ΣΥΡΙΖΑ έλαβε περίπου το 5% στις εθνικές εκλογές. Στις αρχές του 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ κατέλαβε 149 από τις 300 έδρες στην ελληνική βουλή. Στην Ισπανία ο δεκαετής δικομματισμός του κομματικού συστήματος κατέρρευσε υπό το βάρος των αριστερών Ποδέμος. Στη Γαλλία ο αριστερός Γάλλος προεδρικός υποψήφιος Jean-Luc Mélenchon έλαβε το 2017 έναν αριθμό ψήφων που συνιστά ρεκόρ, κερδίζοντας κάποιες ψήφους από την άκρα δεξιά, ενώ σχεδόν το 43% του γαλλικού εκλογικού σώματος ψήφισε στον αποφασιστικό γύρο των κοινοβουλευτικών εκλογών. Η ελπίδα είναι η επιτυχία των Ποδέμος στην Ισπανία, του Jean-Luc Mélenchon στη Γαλλία, του Jeremy Corbyn στη Βρετανία ή, εκείνη την εποχή, του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα.
Εμπρός! Αλλά προς τα πού;
Μέχρι στιγμής, από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης το 1997, πάνω από έξι συν δυο συμφωνίες, έως τη Συνθήκη για το δημοσιονομικό σύμφωνο του 2012, το ευρωπαϊκό κατεστημένο χρησιμοποίησε τις κρίσεις για την ενίσχυση του κρατικού μηχανισμού που κατασκευάζει. Μια έκθεση του 2015 από τους πέντε προέδρους της ΕΕ διαμόρφωσε τους όρους για την περαιτέρω αυταρχική οικονομική ολοκλήρωση. Παρόλα αυτά, οι φυγοκεντρικές τάσεις δεν μπορούν πλέον εύκολα να αποφευχθούν. Υπό το φως της εμβάθυνσης της πολιτικής κρίσης, απαιτήθηκε κάτι περισσότερο από το παραδοσιακό σενάριο του μεγαλύτερου φεντεραλισμού. Μεταξύ εκείνων των κρατών μελών που τάσσονταν υπέρ μιας “στενότερης ένωσης”, προκειμένου να ολοκληρωθεί η εσωτερική αγορά, πλέον προστέθηκαν κι άλλες χώρες.
Εντούτοις, οι ηγετικές δυνάμεις στις βασικές χώρες – σκεφτείτε τη Γερμανία, τη Γαλλία ή τις χώρες της Μπενελούξ – εξακολουθούν να θέλουν να ενισχύσουν τα ευρωπαϊκά ομοσπονδιακά θεσμικά όργανα και την εξουσία τους. Θα προωθήσουν την ενίσχυση, όπου αυτό είναι εφικτό, στο μέτρο που ταιριάζει με τα συμφέροντά τους. Ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν προωθεί την ιδέα για μια μεγάλη συμφωνία, η οποία θα μπορούσε να είναι η βάση μιας τέτοιας ώθησης προς τα εμπρός. Από κοινωνική και οικονομική άποψη δεν υπάρχει θεμελιώδης αλλαγή στην ημερήσια διάταξη. Σημειακές παρεμβάσεις, όπως οι νέες οδηγίες που σχετίζονται με το κοινωνικό ντάμπινγκ ή τον πυλώνα των κοινωνικών δικαιωμάτων, είναι απίθανο να είναι κάτι περισσότερο από επιτυχίες δημοσίων σχέσεων. Η Ατζέντα του Μάρτιου του 2016 στη Μπρατισλάβα έδειξε ότι η μετανάστευση και η άμυνα είναι πιθανές περιοχές στις οποίες θα συμφωνήσουν ακόμη και οι συντηρητικές κυβερνήσεις στην Ανατολή. Σε ότι αφορά τη μετανάστευση, βρίσκονται σε εξέλιξη ή λειτουργούν διάφορα πρότζεκτ, από τα έξυπνα σύνορα μέχρι έναν ευρωπαϊκό οργανισμό συνόρων και ακτοφυλακής. Μετά το δημοψήφισμα για την Brexit, η ευρωπαϊκή αμυντική συνεργασία προωθήθηκε εκ νέου. Σε πιο αμφιλεγόμενα θέματα, μια πιθανή συμφωνία μεταξύ των βασικών ευρωπαϊκών χωρών θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια επιλογή μέσου δρόμου, με λίγες χώρες να ενσωματώνονται πιο γρήγορα, όπως έχει ήδη συμβεί, και τις υπόλοιπες να ακολουθούν αμέσως ή σε τελική ανάλυση.
Ο κυρίαρχος ευρωσκεπτικισμός, από την άλλη πλευρά, προτείνει δύο τρόπους προς τα εμπρός, που συνοψίζονται επαρκώς από τον Joseph Stiglitz: «Το σπίτι ‘’στη μέση του δρόμο’’ που βρίσκεται η Ευρώπη δεν είναι βιώσιμο: είτε πρέπει να υπάρχει “περισσότερη Ευρώπη” ή ’’λιγότερη”, πρέπει να υπάρξει περισσότερη οικονομική και πολιτική ολοκλήρωση ή διάλυση της ευρωζώνης με τη σημερινή της μορφή»[6]. Ο πρώτος τρόπος μπορεί να περιλαμβάνει μερικά μέτρα έτσι ώστε η ελλιπής και ανεπαρκής διακυβέρνηση της ευρωζώνης να μοιάζει περισσότερο με τη ζώνη των ΗΠΑ. Ο Thomas Piketty επέμεινε επίσης σχετικά με τη δημιουργία μηχανισμών για μια πιο δημοκρατική Ένωση ή οικονομική διακυβέρνηση. Ο Γιάννης Βαρουφάκης και ο James Galbraith συνοψίζουν μάλλον πιο αυστηρά: «το ευρώ πρέπει είτε να προσαρμοστεί είτε να παύσει να υπάρχει»[7]. Η δεύτερη επιλογή, συνολική ή η μερική διάλυση, θα σήμαινε μια (προσωρινή) επιστροφή στα εθνικά κράτη, αναλαμβάνοντας τον έλεγχο της νομισματικής τους πολιτικής και εφαρμόζοντας κεϋνσιανές πολιτικές.
Η αποδοχή αυτού του πλαισίου για τη ριζοσπαστική αριστερά συνοδεύεται από μια σημαντική παγίδα. Επικεντρώνοντας στις πολυάριθμες αδυναμίες του ευρώ και της ΕΕ υπάρχει ο κίνδυνος να απομονωθεί η συζήτηση από την οικονομική και πολιτική φύση του συστήματος. Ο καπιταλισμός, και όχι το ευρώ ή η ΕΕ, είναι αυτό που συνδέει τις βαθιές οικονομικές, οικολογικές, δημοκρατικές και πολιτιστικές κρίσεις σήμερα. Ας πάρουμε ένα όχι και τόσο διάσημο αλλά κεντρικό παράδειγμα. Ο τυφώνας Harvey δεν ήταν ούτε ευρωπαϊκός ούτε μόνο μια “φυσική” καταστροφή. Καθημερινές ειδήσεις για τη βόμβα μεθανίου κάτω από τη σιβηρική τούνδρα, για την κατάρρευση της παγκόσμιας κυκλοφορίας των ωκεανών, για τις παγίδες πάγου που πάνε μαζί με βυθισμένες πόλεις, για τις αυξανόμενες ελλείψεις νερού και αναφορές για μαζικές εξαφανίσεις και μεταβαλλόμενες εποχές. Αναλύσεις όπως της Naomi Klein στο This Changes Everything ή του David Wallace-Wells στο “The Uninhabitable Earth” κάνουν σενάρια ταινιών όπως ““The Day After Tomorrow” ή το ” Elysium” να φαντάζουν λιγότερο αβέβαια. Η Klein ήταν ακριβέστερη από πολλούς άλλους. Όχι η ανθρωπότητα, αλλά o καπιταλισμός καταστρέφει γρήγορα το μόνο γνωστό οικοσύστημα που επιτρέπει την ανθρώπινη ύπαρξη. Ο James Galbraith είχε δίκιο όταν έγραφε πως: «Είτε το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής θα σχεδιαστεί από μια δημόσια αρχή που ενεργεί με δημόσια εξουσία ή οι αλλαγές θα προγραμματιστούν από ιδιωτικές εταιρείες των οποίων οι προτεραιότητες είναι η πώληση πετρελαίου, άνθρακα και καυσίμων φυσικού αερίου» και θα τελειώσουν τον ανεπτυγμένο κόσμο όπως τον γνωρίζουμε[8]. Δεν θα πρέπει να επιτρέπεται στις αγορές να αντιμετωπίζουν τα ζητήματα τα σχετικά με το κλίμα. Σε ότι αφορά την κλιματική αλλαγή, η αυξανόμενη ανισότητα απαντά επίσης σε ένα βασικό ερώτημα: μπορεί ο καπιταλισμός να προσφέρει ένα αξιοπρεπές, ή έστω οποιοδήποτε μέλλον, για την ανθρωπότητα και τον πλανήτη; Ο σοσιαλισμός μπορεί να είναι ακόμη φιλόδοξος στόχος, αλλά γίνεται ακόμα πιο απαραίτητος.
Η αναγκαιότητα του σοσιαλισμού έχει συνέπειες στην πολιτική στρατηγική για την Ευρώπη και ειδικότερα στη στάση απέναντι στην διαδικασία επεξεργασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Μια σοσιαλιστική προοπτική μπορεί σαφώς να μην υπονοεί την άρνηση όλων ενδιάμεσων αιτημάτων, εκτός από τον «άμεσο σοσιαλισμό». Τι είδους αιτήματα είναι πιθανότερο να αυξήσουν την ευαισθητοποίηση και να ενισχύσουν τη θέση της εργασίας ενάντια στο ευρωπαϊκό κεφάλαιο; Ο διεθνισμός απαιτεί την αποδοχή της τρέχουσας διαδικασία ολοκλήρωσης; Πρέπει μια έξοδος από την ΕΕ και την ευρωζώνη να είναι στο επίκεντρο αυτής της εκστρατείας έτσι ώστε να ξεκινήσουμε από την αρχή ξανά;
Μια έξοδος ως ένας δρόμος προς τα εμπρός;
Η εικόνα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μέχρι στιγμής δεν είναι πολύ ωραία. Ως εκ τούτου, μια εκστρατεία εξόδου σαγηνεύει κάποιους στη ριζοσπαστική αριστερά. Η εξέλιξη της ελληνικής κρίσης στις αρχές του 2015 έπαιξε κεντρικό ρόλο σε αυτό. Πολλοί επεσήμαναν ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν διέθετε σχέδιο Β κατά τη διάρκεια της αναμέτρησης του 2015, σε αντίθεση με τους πιστωτές της. Στην ουσία η ελληνική κυβέρνηση, που αντιπροσώπευε μόνο περίπου το 2% του ΑΕΠ της ευρωζώνης, δεν είχε επιρροή στο εσωτερικό του eurogroup. Οι υποστηρικτές μιας στρατηγικής εξόδου υποστηρίζουν ότι μια τέτοια κίνηση θα προσέδιδε την απαραίτητη επιρροή στην Ελλάδα. Εδώ δεν είναι το μέρος για να αναλύσουμε τη δυναμική μιας τέτοιας απειλής στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Ο Γερμανός υπουργός οικονομικών Σόιμπλε φαίνεται να είχε ευνοήσει αυτή την έξοδο. Από την άλλη πλευρά, ίσως η Άνγκελα Μέρκελ είχε συμπεριλάβει τη ζημία στην εικόνα της Ένωσης. Το ζήτημα όμως που προκαλεί ανησυχία είναι διαφορετικό. Σε ποιο βαθμό μια τέτοια εκστρατεία εξόδου προσφέρει μια εναλλακτική λύση για την Αριστερά;
Ο Cédric Durand συνοψίζει την αίσθηση των υποστηρικτών ενός μιας αριστερής εξόδου: «Η πολιτική επιλογή που πρέπει να κάνουμε είναι η ακόλουθη: είτε να δεχτούμε, όπως και στην Ελλάδα, μια ήττα στο όνομα της ψευδαίσθησης της αλλαγής της Ευρώπης ή να προετοιμαστούμε να ξεκινήσουμε την αλλαγή στην πιο προηγμένη χώρα. Για να αποδειχθεί ότι υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις, είναι απαραίτητη η έξοδος από το νόμισμα ή η διάλυσή του. Η κοινωνική δικαιοσύνη, η οικολογική μετάβαση και η πραγματική δημοκρατία είναι δυνατή. Ωστόσο αυτό είναι εφικτό μόνο έξω από τη φυλακή του ευρώ». Ο Durand και ο Stiglitz δεν είναι οι μόνοι που θέτουν συγκεκριμένες εναλλακτικές λύσεις. Ο Wolfgang Streeck υποστηρίζει ένα ευρωπαϊκό Bretton Woods[9]. Ο Frédéric Lordon πρότεινε να διαλυθεί το ευρώ για να δημιουργηθεί ένα κοινό νόμισμα χωρίς τη Γερμανία[10]. Ο Κώστας Λαπαβίτσας έθεσε σε εφαρμογή ένα σχέδιο για άρνηση χρέους σε συνδυασμό με προοδευτική έξοδο από το ευρώ[11].
Έξι θεωρήσεις φαίνεται να διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο σε ότι αφορά τη γοητεία που ασκεί μια αριστερή έξοδος. (1) Οι πολιτικές της αριστεράς είναι ασυμβίβαστες με τις ευρωπαϊκές συνθήκες. (2) Τα εθνικά κράτη, κατά προτίμηση καθοδηγούμενα από αριστερές κυβερνήσεις, μπορούν να είναι σύμμαχοι ή να ορίζονται ως προπύργιο ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό. (3) Ένας Δήμος υπάρχει μόνο σε εθνικό επίπεδο. Ως εκ τούτου, το εθνικό επίπεδο είναι ο καταλληλότερος χώρος για να διεξαχθεί ο αγώνας. (4) Οι σχέσεις εξουσίας είναι πιο ευνοϊκές σε ορισμένα κράτη μέλη από ό, τι σε άλλα. Σε εθνικό επίπεδο, μπορούμε να δείξουμε ότι υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις. (5) Η ΕΕ στρέφει τους λαούς τον ένα ενάντια στον άλλο και η έξοδος θα επιτρέψει έναν διαφορετικό, πραγματικό διεθνισμό. Ένα βήμα πίσω για ένα άλμα προς τα εμπρός. (6) Ένα κίνημα σε ολόκληρη την Ευρώπη δεν είναι πιθανό να κάνει την εμφάνισή του σύντομα.
Ας ξεκινήσουμε με την πρώτη θεώρηση. Η ασυμβατότητα είναι πραγματική, δεν αμφισβητείται. Η προσπάθεια υλοποίησης ενός αριστερού προγράμματος θα έρθει αναπόφευκτα σε μια πορεία σύγκρουσης με τις Ευρωπαϊκές Συνθήκες και τα δόγματα τους, με κίνδυνο είτε τον εκβιασμό σε ελληνικό στυλ, είτε την αναστολή και τον τερματισμό της ένταξης της χώρας στην ΕΕ. Η προετοιμασία για αυτό το ενδεχόμενο όταν ετοιμαζόμαστε να κυβερνήσουμε βγάζει πολύ νόημα. Δεδομένου ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός ενέδωσε στους πιστωτές της χώρας, οι στρατηγικές αντιμετώπισης των οικονομικών ζητημάτων μετά την όποια έξοδο αποτέλεσαν τον πυρήνα των συζητήσεων[12]. Αυτές λοιπόν είναι πιθανό να περιλαμβάνουν κεφαλαιακούς ελέγχους και ελέγχους των τραπεζών, καθώς και εθνικοποιήσεις, πρώτα απ ‘όλα στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Οι πρώτοι θα μπορούσαν να εφαρμοστούν αμέσως μετά τις εκλογές. Οι εθνικοποιήσεις έχουν επίσης νόημα, για τις εγκαταστάσεις χάλυβα, για παράδειγμα. Δεν είναι παράλογο που οι στρατηγικές αυτές που έχουν μπει το επίκεντρο της συζήτησης. Έχει να κάνει με την αρχή μιας συζήτησης που αναδύεται από μια απλή ερώτηση. Τι διαφορετικό θα έπρεπε να κάνει η ελληνική κυβέρνηση του Τσίπρα ; Είναι σημαντικές λοιπόν οι στρατηγικές αυτές , αλλά δεν αποτελούν τις απλές λύσεις σε σύνθετά προβλήματα, μόνο και μόνο επειδή είναι πιθανό να αργήσουν. […] Οι εκροές κεφαλαίου είναι πιθανό να ξεκινήσουν από τη στιγμή που καθίσταται πιθανή μια εκλογική νίκη της αριστεράς. Επομένως, η προετοιμασία για ένα τέτοιο σενάριο εξόδου θα έπρεπε να ξεκινήσει πολλά χρόνια πριν ακόμη σκεφτούμε τη συμμετοχή στην κυβέρνησης, αλλά η εφαρμογή της είναι πιθανό να συμβεί, τουλάχιστον, ελαφρώς αργά.
Για να είμαστε αξιόπιστοι και λειτουργικοί, τα σενάρια αυτά δεν μπορούν να βασιστούν σε απλές τεχνικές συζητήσεις για τις οικονομικές πολιτικές. Η προετοιμασία ενός αξιόπιστου σεναρίου εξόδου θα πρέπει πρώτα απ ‘όλα να αφορά τις σχέσεις εξουσίας. Παρόλα τα ελαττώματά τους, οι Ευρωπαϊκές Συνθήκες έχουν μικρή ισχύ από μόνες τους. Όπως το αμερικανικό σύνταγμα εμποδίζει ένα σοσιαλιστικό κράτος στο Βερμόντ, το ίδιο κάνει και το γράμμα των συνθηκών της ΕΕ για να εμποδίσει αριστερές πολιτικές. Όχι αντίθετα από ότι κάνει το αμερικάνικο Σύνταγμα, οι ευρωπαϊκές συνθήκες εκφράζουν και ενισχύουν την δοσμένες σχέσεις εξουσίας μεταξύ ευρωπαϊκού κεφαλαίου και εργασίας. Μόλις αυτές αλλάξουν, είτε οι Συνθήκες θα αλλάξουν ή θα αγνοηθούν.
Δεν πρόκειται για υποσημείωση. Οι στρατηγικές επικεντρώθηκαν κυρίως σε αυτό που πρέπει να κάνει μια αριστερή κυβέρνηση και φαίνεται να υποβαθμίζουν ή να αναβάλλουν αυτό το βήμα. Ο σχηματισμός ενός επιχειρήματος δεν το καθιστά ποτέ δικαιολογημένο, αλλά οι υποστηρικτές της στρατηγικής εξόδου συχνά παρουσιάζουν μια στρατηγική τριών βημάτων. Κατ ‘αρχάς, ένα ριζοσπαστικό αριστερό κόμμα εκλέγεται στην κυβέρνηση. Εάν η αλλαγή της πολιτικής δεν γίνει αποδεκτή από τους ευρωπαίους εταίρους της (σχέδιο Α), η χώρα θα εγκαταλείψει στη συνέχεια την ευρωζώνη (σχέδιο Β). Αφού έχει αντιμετωπίσει την αναπόφευκτη αναταραχή που θα ακολουθούσε μια τέτοια έξοδο, η ριζοσπαστική κυβέρνηση θα εφάρμοζε στη συνέχεια κυρίως κεϋνσιανές πολιτικές, απευθυνόμενη στον λαό για υποστήριξη. Αυτές οι πολιτικές στη συνέχεια υποτίθεται ότι ενισχύουν την εργασία ενάντια στο κεφάλαιο και συγκροτούν μια εφικτή σοσιαλιστική προοπτική για την ήπειρο, υποστήριξε ο Κώστας Λαπαβίτσας[13].
Το πρώτο μέρος αυτού του σεναρίου ευφυώς συνδέεται με τις μεγάλες ελπίδες για κοινοβουλευτική αλλαγή. Με αυτή την έννοια, μπορεί να φαίνεται ελκυστικός οδικός χάρτης για πολλούς. Ωστόσο, μια αντιπαράθεση με το ευρωπαϊκή κεφάλαιο θα απαιτήσει να έχει αποκτηθεί η εξουσία, όχι μόνο η κυβέρνηση και ακόμα πιο σημαντική καθίσταται η οργάνωση του πληθυσμού σε υπολογίσιμη αντίσταση. Οι εκλογές δίνουν το δικαίωμα στην διακυβέρνηση, αλλά όχι την εξουσία της κυριαρχίας , όπως συμπέρανε ο Μαρξ για την Παρισινή Κομμούνα. Πολλοί υποστηρικτές της εξόδου το αναγνωρίζουν. Αυτό που παραμελούν στο επιχείρημα είναι ότι η κατασκευή μιας τέτοιας αντίρροπης δύναμης δεν μπορεί να περιμένει – ή να ακολουθήσει – την εμφάνιση μιας ριζοσπαστικής κυβέρνησης αριστεράς. Αν δώσουμε έμφαση στην εκλογική νίκη, παρά την κριτική τους στις επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ, στηρίζουν μια από τις βασικές στρατηγικές επιλογές του ελληνικού κόμματος: ο πραγματισμός αφορά το στόχος της διακυβέρνησης, ακόμη και εις βάρος της ενίσχυσης του κόμματος και της οργάνωσης μιας λαοφιλούς αντιπολίτευσης.
Οι εμπειρίες της ριζοσπαστικής αριστεράς με τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις καταδεικνύουν πώς όταν ανέρχεται μια αριστερή κυβέρνηση στην εξουσία χωρίς την υποστήριξη μιας τέτοιας αντίστασης, φαίνεται καταδικασμένη σε αποτυχία. Οι μετεκλογικές εκκλήσεις για λαϊκή υποστήριξη και κινητοποίηση θα έρθουν πολύ αργά, εκτός αν υπάρχει επαρκής οργανωμένη αντίσταση που έχει χτιστεί από πριν. Θα επιστρέψουμε σε αυτό το σημείο σχετικά με το επίπεδο και τις θεματικές που μια τέτοια αντίσταση είναι πιθανότερο να προκύψει. Είναι επαρκές να πούμε εδώ πως η μη ενσωμάτωση των ορίων της απλής εκλογικής ή κοινοβουλευτικής δράσης στη στρατηγική ενός κόμματος, από την αρχή ενισχύει τις αυταπάτες της αλλαγής που έρχεται απλώς μέσω μιας εκλογής, ενώ παράλληλα αποτυγχάνει να θέσει στο επίκεντρο την προηγούμενη οργάνωση ενός κοινωνικού κινήματος ως αντίσταση.
Πολιτικές κοινωνικής δικαιοσύνης;
Το ζήτημα των σχέσεων εξουσίας μας οδηγεί στο δεύτερο επιχείρημα για μια έξοδο. Υποστηρίζει αυτό το επιχείρημα λοιπόν, πως τα κράτη θα μπορούσαν να συγκροτηθούν ως οχυρά εναντίον ευρωπαϊκών μεγάλων επιχειρήσεων ή εναντίον των ευρωπαϊκών και παγκόσμιων κεφαλαίων. Οι αμυντικοί αγώνες για τη διασφάλιση των κοινωνικών δικαιωμάτων συμβαίνουν κυρίως, αν και όχι πάντα, στο εθνικό επίπεδο. Ωστόσο αυτό λέει από λίγα εως τίποτα για το εθνικό κράτος. Τα κράτη-έθνη και οι άρχουσες τάξεις τους δεν προσέφεραν γενναιόδωρα τα κοινωνικά δικαιώματα. Αντιθέτως, έκαναν ό, τι μπορούσαν για να τα σταματήσουν και να τους περιορίσουν. Οποιαδήποτε τέτοια δικαιώματα αποκτήθηκαν μέσω της ταξικής πάλης. Ήταν αναπόφευκτες παραχωρήσεις, τίποτα περισσότερο. Μόλις αλλάξει η ισορροπία δυνάμεων, το ίδιο θα συμβεί και με τις πολιτικές αυτές. Το βρετανικό κράτος δεν διέθετε καμία προστασία από τη φρενίτιδα φιλελευθεροποίησης της Margaret Thatcher. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση είναι εργαλείο για τα συμφέροντα του κεφαλαίου, αλλά το ίδιο ακριβώς ήταν οι κυβερνήσεις των εθνικών κρατών που δημιούργησαν την σημερινή Ένωση, υπό την αιγίδα των μεγάλων επιχειρήσεων. Από το Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα στους μηχανισμούς οικονομικής διακυβέρνησης της Συνθήκης της Λισαβόνας, ήταν πάντα οι εθνικές κυβερνήσεις των σοσιαλδημοκρατών και των δεξιών συντηρητικών που προωθούσαν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, κατ’ εντολή του κεφαλαίου. Ακόμη και σήμερα, οι αποφάσεις τελικά εγκρίνονται από το Συμβούλιο, το διακυβερνητικό όργανο της ΕΕ. Τα ευρωπαϊκά έθνη-κράτη είναι δεν είναι προστατευτικά φρούρια ενάντια στις μεγάλες επιχειρήσεις. Αντιθέτως, με συνέπεια προστατεύουν τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρήσεων.
Το επιχείρημα εξόδου συνδέεται εδώ με το μύθο της «ανάκτησης εξουσίας» σε εθνικό επίπεδο. Ανεξάρτητα από το πόσο χρήσιμο είναι ένα τέτοιο σύνθημα έτσι ώστε να ευαισθητοποιηθούν, να οργανωθούν και να κινητοποιηθούν οι άνθρωποι, λέγοντας πως πρέπει να πάρουμε πίσω την εξουσία σε εθνικό επίπεδο, τίθεται ένα σημαντικό ζήτημα. Πότε ακριβώς είχαν οι άνθρωποι την εξουσία στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης για παράδειγμα; Πόσο πίσω στο χρόνο θα πρέπει να πάμε; Με αυτόν τον τρόπο, οι καμπάνιες εξόδου καταλήγουν να προωθούν μια αταξική αφαίρεση του έθνους-κράτους. Ποσοτικά, το κεφάλαιο μπορεί να έχει μεγαλύτερη κυριαρχία, αλλά από την άποψη του θεμελιώδους χαρακτήρα της τάξης, δεν υπάρχει καμία ποιοτική διαφορά μεταξύ του αναδυόμενου υπερεθνικού ευρωπαϊκού κράτους και των μεμονωμένων κρατών-μελών. Όσο το διεθνές κεφάλαιο και οι διακρατικές εταιρείες καθορίζουν την ατζέντα της πολιτικής, ένα ανεξάρτητο Βέλγιο, Γερμανία ή η Ιταλία δεν θα είναι περισσότερο κοινωνικά ή δημοκρατικά εν τοις πράγμασι από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Αλλά τι συμβαίνει με μια αριστερή κυβέρνηση; Θα μπορούσε να μετατρέψει το εθνικό κράτος σε έναν παράδεισο της κοινωνικής προόδου που εμπνέει; Χωρίς σπάσιμο του καπιταλισμού (και με την απίθανη απουσία κυρώσεων, στην οποία θα επιστρέψουμε αργότερα), μια νέα “ανεξάρτητη” χώρα και η καπιταλιστική κυβέρνησή της θα πρέπει ακόμα να ανταγωνίζεται το τεράστιο καπιταλιστικό οικονομικό μπλοκ ακριβώς δίπλα της- ανταγωνισμός που είναι πιθανό να “απαιτήσει” θυσίες και μάλιστα σκληρότερη λιτότητα εάν οι εθνικές της εταιρείες θέλουν να έχουν ελπίδα. Με άλλα λόγια, η έξοδος δεν επιτρέπει να ξεφύγει από τον παγκόσμιο καπιταλισμό ή τον ανταγωνισμό. Υπό τον καπιταλισμό, ο Βαρουφάκης και ο Galbraith έχουν δίκιο ότι, «οι μικρότερες χώρες της Ευρώπης θα είναι εξίσου ευάλωτες με τις κερδοσκοπικές νομισματικές κινήσεις εναντίον τους, τις ιδιοτροπίες των διεθνών επενδυτών και τα καπρίτσια των τοπικών ολιγαρχών τους, όπως ήταν και πριν»[14].
Λαμβάνοντας υπόψη τον κυρίαρχο ρόλο των μεγάλων χωρών στον καθορισμό του ρυθμιστικού περιβάλλοντος για το εμπόριο και τη δύναμη των πολυεθνικών επιχειρήσεων που στρέφουν τη μια χώρα έναντι της άλλης, ο οικονομολόγος του LSE Paul De Grauwe πρότεινε κάτι σχετικά παράδοξο για το αυτό: «όταν το Ηνωμένο Βασίλειο βγαίνει από την ΕΕ για να αποκτήσει περισσότερη κυριαρχία («για να πάρει πίσω τον έλεγχο»), το όφελος αυτό κερδίζεται μόνο με την επίσημη έννοια. Στην πραγματικότητα, η αληθινή του κυριαρχία μειώνεται. Προφανώς, το ίδιο ισχύει και για την Καταλονία»[15]. Είναι αδύνατο να μοιραστούμε το ύστερο πάθος του De Grauwe για περισσότερες μεταβιβάσεις κυριαρχίας, αλλά το παράδοξο βρίσκεται στην πλευρά των φορέων που επιδιώκουν περισσότερη επίσημη κυριαρχία, αλλά στην πραγματικότητα επιτυγχάνουν το αντίθετο και τούτο είναι κάτι περισσότερο από προκλητικό.
Δεύτερον, ακόμη και αυτό θα απαιτούσε να κερδηθεί η εξουσία , όχι μόνο η κυβέρνηση. Μια αριστερή κυβέρνηση δεν θα μπορούσε καν να βασιστεί στην κρατική διοίκηση και τους ανώτερους δημόσιους υπαλλήλους. Δεν υπάρχει λόγος να επιστρέψουμε στις θεωρίες του βαθέως κράτους, τα δίκτυα Gladio ή τους ομολόγους της Ιταλικής Propaganda Due, για να το επεξηγήσουμε. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δε μπορούσε να εμπιστεύεται πλήρως τους δημόσιους υπαλλήλους, οι οποίοι συχνά διέρρευσαν έγγραφα στους Γερμανούς διαπραγματευτές. Πολλοί Ευρωπαίοι εταίροι στόχευαν ενεργά στην αλλαγή κυβέρνησης στην Ελλάδα. Σε ποιο μέρος θα στέκονταν τα ΜΑΤ σε περίπτωση μια τέτοιας αναταραχής;[16] Πρόσφατα, ένας βρετανός στρατηγός προειδοποίησε ανοιχτά τον αρχηγό του βρετανικού εργατικού κόμματος Jeremy Corbyn, ότι μια προσπάθεια να βγει η χώρα από το ΝΑΤΟ ή να καταργηθεί η πυρηνική αποτροπή θα μπορούσε να προκαλέσει μαζικές παραιτήσεις στο στρατό και ” την πολύ πραγματική προοπτική ενός γεγονότος που θα αποτελούσε ουσιαστικά στάση “[17]. Όχι κατά τύχη λοιπόν, το Ευρωβαρόμετρο του Μαΐου του 2017 (αριθ. 87) έδειξε ότι οι πολίτες των ευρωπαϊκών χωρών, όπως το Βέλγιο, η Γαλλία, η Ελλάδα, η Ιταλία, ή η Πολωνία εμπιστεύονται ακόμη λιγότερο τις κυβερνήσεις τους. Αυτό μας φέρνει στο επιχείρημα του Δήμου.
Δήμος: οι άνθρωποι θα παλέψουν μόνο στο εθνικό επίπεδο;
Η διαλεκτική μεταξύ εθνικού και ευρωπαϊκού επιπέδου βρίσκεται στην καρδιά της του «επιχειρήματος του Δήμου». Αυτό είναι ένα μέρος της ισχύος του επιχειρήματος της εξόδου σε οποιαδήποτε δημόσια συζήτηση. Η ευρέως διαδεδομένη σύγχυση μεταξύ εξουσίας και κυβέρνησης συνδέεται με ένα αίσθημα εθνικού συνανήκειν με την έννοια του «να πάρουμε πίσω την εξουσία». Χωρίς να συμμορφώνεται με τις ουσιοκρατικές ή κρατικές ερμηνείες της γενικής ιδέας των δήμων, για πολλούς Ευρωπαίους η κεντρική πολιτική σφαίρα αναφοράς φαίνεται να είναι το κράτος-έθνος ή μια υποκατηγορία του. Οι άνθρωποι εντοπίζουν και βλέπουν την πολιτική τους δέσμευση και ταυτότητα κυρίως (υπό) εθνικά.
Ο διαχωρισμός του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος σε σύγκριση με τη σχετική ενότητα του ευρωπαϊκού κεφαλαίου συνέβαλε σημαντικά στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση στη σημερινή της μορφή. Το 1983, ο Ralph Miliband σημείωσε μία εξαίρεση από τη γενική παρατήρηση πως πολύ σπάνια η καπιταλιστική τάξη είχε την πλήρη ηγεμονία από οικονομική, κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική άποψη: «Μια μεγάλη καπιταλιστική χώρα που έχει πλησιάσει πιο κοντά σε αυτή την ηγεμονία είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες – το πρωταρχικό παράδειγμα στον καπιταλιστικό κόσμο μιας κοινωνίας όπου οι επιχειρήσεις δεν έπρεπε να μοιράζονται την εξουσία με μια παγιωμένη αριστοκρατία, και όπου ήταν επίσης σε θέση να αποφύγουν την εμφάνιση μιας σοβαρής πολιτικής πρόκλησης από την οργανωμένη εργασία. Οπουδήποτε αλλού, οι επιχειρήσεις χρειάσθηκαν να συμβιβαστούν με καθιερωμένες κοινωνικές δυνάμεις και να ανταποκριθούν στις προκλήσεις του κόσμου της εργασίας» . Η συνεχιζόμενη κατασκευή του ευρωπαϊκού κρατικού μηχανισμού κουμπώνει πολύ καλά με την περιγραφή του Miliband. Τα συμφέροντα και οι προτιμήσεις των αστικών τάξεων των κρατών μελών εξακολουθούν να υφίστανται, αλλά το αποτέλεσμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης χωρίς οργανωμένη ευρωπαϊκή εργατική τάξη μέχρι σήμερα είναι μια πολιτική και οικονομική δομή που λειτουργεί ως όπλο ενάντια στα εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα, γεγονός που ενισχύει με τη σειρά του την παγκόσμια και εγχώρια θέση του ευρωπαϊκού κεφαλαίου.
Παρόλα αυτά, αυτή είναι μόνο η μία πλευρά του νομίσματος. Σε σχέση με τις επόμενες ευρωπαϊκές εκλογές τέθηκαν υπό δημοσκοπική εξέταση ενδεχόμενοι διεθνικοί εκλογικοί κατάλογοι. Σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο που δημοσιεύθηκε τον Αύγουστο του 2017, σχεδόν το 70% των ερωτηθέντων θεωρούν τους εαυτούς τους ως πολίτες της ΕΕ. Σήμερα λίγοι άνθρωποι θα βγουν έξω στο δρόμο για να υπερασπιστεί αυτή την Ένωση, πράγμα που είναι θετικό. Ταυτόχρονα, οι καταστροφικές συνέπειες μιας εξόδου δελεάζουν λίγους, όχι πολλούς. Οποιοσδήποτε αγώνας για ευρωπαϊκή αλλαγή χρειάζεται να λάβει τα παραπάνω υπόψιν. Ακόμη περισσότερο – και μακριά από τις επίσημες συνόδους κορυφής – από τότε που οι αγώνες και οι κινητοποιήσεις σε όλη την Ευρώπη όχι μόνο δεν είναι πλέον επιστημονική φαντασία αλλά είναι απολύτως απαραίτητοι. Σε αυτό θα επιστρέψω. Είναι επαρκές να τονίσω πως οι ευρωπαϊκοί δήμοι φαίνεται να αναδύονται, έστω και με μεγάλη προσοχή, μέσω αγώνων που συνδέονται.
Η Ευρώπη δεν είναι ένα πεδίο μάχης από το οποίο μπορείς να αποχωρήσεις
Το τέταρτο επιχείρημα υπέρ μιας εκστρατείας εξόδου έχει εξίσου σαφή υλική βάση. Η ισορροπία δυνάμεων μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου είναι αναμφισβήτητα πιο ευνοϊκή σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες από ό, τι σε ολόκληρη την ήπειρο. Και έτσι, παρεμπιπτόντως, υπάρχουν ορισμένες “πιο αριστερές” περιοχές σε “δεξιές” χώρες. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα συνεχίζει πως ο ευκολότερος τρόπος να σπάσουν οι συνθήκες να επιτευχθεί μια νίκη της εργασίας ενάντια στο κεφάλαιο, είναι να μεταφερθεί ο αγώνας στα κράτη μέλη. Επιλέγοντας το πεδίο της μάχης, όσο και τις μάχες, συνιστά μια υγιή στρατηγική. Ωστόσο, η ιδέα πως μπορούν να παρακαμφθούν οι σχέσεις εξουσίας με την απόσυρση σε ένα κράτος μέλος, είναι μια αντίληψη εσφαλμένη.
Φανταστείτε μια χώρα να εξέλθει από την ΕΕ ή την ευρωζώνη υπό αριστερή ηγεσία. Τυπικά, δεν θα ήταν πλέον υπό την πίεση της ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης. Ακόμα, τα άλλα κράτη μέλη με εντολή των μεγάλων επιχειρήσεων, δεν θα στερούνταν εργαλείων για την επιβολή κυρώσεων και την άσκηση πιέσεων στην χώρα που στασίασε. Οι αντίπαλοι της χώρας που εξήλθε θα έβρισκαν ως χρήσιμο εργαλείο τον άμεσο οικονομικό αντίκτυπο μιας εξόδου. Γιατί, βραχυπρόθεσμα, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, μια έξοδος θα είχε δραματικές συνέπειες. Ο Claus Offe και ο Γιάννης Βαρουφάκης, για να πάρουμε δυο παραδείγματα, παραδέχτηκαν ότι το ευρώ ήταν λάθος, αλλά θεωρούν ανεπιθύμητη την επιστροφή τα εθνικά νομίσματα υπό την έννοια του αφόρητα υψηλού κόστους. Ο Joseph Stiglitz σημείωσε τα εξής: «Αυτοί που βρίσκονται στην κυβέρνηση κατά τη στιγμή της απόφασης να εγκαταλείψουν το νόμισμα, ξέρουν ότι θα υπάρξει αναταραχή και γνωρίζουμε ότι υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να εξωθηθούν σε έξοδο από τα αξιώματά τους». Ο Heiner Flassbeck και ο Κώστας Λαπαβίτσας προτιμούν μια ελαφρώς πιο ευφημιστική φράση: «Δεν είναι υπερβολικό το γεγονός ότι η πορεία της αντιπαραθετικής εξόδου απαιτεί πολιτική νομιμότητα και ενεργό λαϊκή υποστήριξη» .
Πολύ συχνά, το ζήτημα της εξόδου θεωρείται σαν η εξερχόμενη χώρα να ήταν ένα νησί. Μελετώντας μόνο τις πιθανές οικονομικές συνέπειες μιας εξόδου, χωρίς να εξετάσουμε σοβαρά τις πολιτικές αντιδράσεις, η επιτυχία μιας εξόδου παρουσιάζεται σαν να εξαρτάται σχεδόν μόνο από εσωτερικούς παράγοντες και πολιτικές. Οι ευρωπαϊκές οικονομίες καθίστανται ολοένα και πιο οικονομικά ενοποιημένες. Με όρους οικονομικής αξίας περίπου τα δύο τρίτα των εξαγόμενων αγαθών και υπηρεσιών κάθε κράτος μέλος πηγαίνει σε άλλα κράτη μέλη . Το 2010, περίπου το 70% του συνόλου των άμεσων ξένων επενδύσεων στην ΕΕ προήλθαν από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το πιο σημαντικό είναι η ενοποίηση στο επίπεδο της παραγωγής και των πωλήσεων.
Ούτε η ταχεία υποτίμηση του νέου νομίσματος, ούτε ο έλεγχος των τραπεζών και των κεφαλαίων θα εμποδίσουν την έλλειψη σε οτιδήποτε, από το χαρτί υγείας έως τα φάρμακα, από τα τρόφιμα έως τα καύσιμα. Όποια και αν είναι τα πλεονεκτήματα που μπορεί να αποδώσει η μονομερής άρνηση του χρέους, δεν θα βοηθήσουν τόσο πολύ τους πρώτους μήνες μετά την έξοδο. Ίσως αυτό εξηγεί επίσης γιατί μια έξοδος φαίνεται να προσελκύει τόσο λίγους ανθρώπους. Το χάσμα μεταξύ των υπερασπιστών ενός Grexit και της πλειοψηφίας του ελληνικού πληθυσμού κατά την πορεία σύγκρουσης του 2015 με την Τρόικα, είναι καλά τεκμηριωμένο. Μια δημοσκόπηση του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου του Πανεπιστημίου της Λισαβόνας τον Νοέμβριο του 2016 διαπίστωσε ότι το 90% των πορτογάλων πολιτών, έπειτα από χρόνια σκληρής λιτότητας, ήθελε να παραμείνει στην ευρωζώνη. Είναι σαφές ότι οι δημοσκοπήσεις μπορεί κάνουν λάθος, αλλά σπάνια κατά 50%.
Το 2015, η ΕΕ μείωσε την προσφορά χρήματος στην Ελλάδα για να κάνει τη χώρα να υπακούσει στις ευρωπαϊκές εντολές λιτότητας. Φανταστείτε πως το ρίσκο ήταν υψηλότερο από ποτέ εκείνη τη στιγμή. Φανταστείτε ολόκληρο το κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο να τίθεται υπό αμφισβήτηση. Καμία από τις καπιταλιστικές κυβερνήσεις γύρω από το νέο πραγματικά κοινωνικό και δημοκρατικό κράτος δε θα ανεχόταν μια τέτοια εναλλακτική λύση να αναδυθεί με επιτυχία μεταξύ τους. Τι είναι πιο πιθανό, η επιβολή ενός εμπάργκο ή να επιτευχθεί άμεσα αυτάρκεια;
Η περικοπή της προσφοράς χρήματος θα ήταν μόνο ένα πρώτο, άμεση μέτρο, μολονότι είναι ίσως δυνατό να προληφθούν οι συνέπειες της με τη δημιουργία ενός νέου νομίσματος. Για παράδειγμα, το Βέλγιο εισάγει σήμερα περίπου το 80% των ενεργειακών αναγκών του. Ας υποθέσουμε πως το Βέλγιο παίρνει τον έλεγχο της ενεργειακής παραγωγής του, πράγμα που θα προκαλούσε σίγουρα αντίδραση από τους πολυεθνικούς ενεργειακούς γίγαντες και τα κράτη τους. Ο έλεγχος της παραγωγής δεν θα επαρκέσει, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα κατάσταση της βιομηχανίας στην Ελλάδα ή την Ισπανία. Υπό αυτές τις συνθήκες, το γεγονός πως μια κυβέρνηση χρειάζεται την ενεργή στήριξη των πολιτών της είναι απλώς μια μετριοπαθής φράση.
Μια εκλογική νίκη, που δίνει το δικαίωμα διακυβέρνησης αλλά όχι και την εξουσία, σε καμία περίπτωση δεν επαρκεί. Στις περισσότερες, αν όχι σε όλες τις χώρες, ακόμη και μια εγχώρια νίκη της εργασίας ενάντια στο κεφάλαιο, η οποία φαίνεται έτσι και αλλιώς να μη μπορεί να επιτευχθεί σε κανένα κράτος σήμερα, έχει ακόμα μικρότερες πιθανότητες στις μικρότερες χώρες που είναι πιθανόν να υποφέρουν από ένα ευρωπαϊκό μποϊκοτάζ, κυρώσεις ή παρεμβάσεις. Η διεθνής πίεση, πολιτική και οικονομική, θα επηρέαζε αρνητικά τις εγχώριες σχέσεις εξουσίας εντός της εξερχόμενης χώρας. Χρειάζεται τουλάχιστον ένα ευρύ ή πολύ ευρύ ευρωπαϊκό κίνημα αλληλεγγύης για την εξερχόμενη χώρα. Όχι μόνο λοιπόν χρειάζεται η κυβερνητική συμμετοχή να προετοιμαστεί πολύ νωρίς στο εγχώριο επίπεδο, αλλά ταυτόχρονα πρέπει γίνει προσπάθεια να προετοιμαστεί ενεργά ένα ευρωπαϊκό κίνημα. Η σχετική ενότητα του ευρωπαϊκού κεφαλαίο έχει πράγματι καταστήσει μη επιθυμητό τον περιορισμό της κατασκευής μιας τέτοιας αντιστασιακής δύναμης ακόμα και σε ένα μόνο κράτος-κράτος.
Πόλωση στις κοινωνικές, όχι στις εθνικές αντιθέσεις
Το πέμπτο επιχείρημα υπέρ μιας στρατηγικής εξόδου έχει να κάνει ακριβώς με τη συγκρότηση ενός ευρωπαϊκού κινήματος. Η ΕΕ και η ευρωζώνη συγκροτεί τους εργαζόμενους ως ανταγωνιστές μεταξύ τους. Οι πολιτικές και οι δομές εμβαθύνουν τις ανισότητες και τη δυσαρέσκεια ενάντια στους πολωνούς εργαζόμενους, π.χ. στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η έξοδος από την ευρωζώνη ή την ΕΕ θα σταματούσε τελείως αυτό το μηχανισμό και θα επέτρεπε την πραγματική αλληλεγγύη, μας λέει το επιχείρημα. Ο ισχυρισμός αυτός είναι τουλάχιστον μονομερής. Είναι σαφές ότι κάθε αγορά κάνει τους εργαζόμενους να ανταγωνίζονται για τις θέσεις εργασίας. Ωστόσο, οι αγορές ταυτόχρονα φέρνουν τους εργαζομένους μαζί. Η ευρωπαϊκή εσωτερική αγορά και η ευρωζώνη δεν αποτελούν εξαίρεση σε αυτό. Το 2006, η υποστήριξη των Γερμανών εργαζομένων από το Volkswagen Wolfsburg προς τους απεργούς Βέλγους συναδέλφους τους, συνέβαλε στην αποφυγή του πλήρους κλεισίματος του εργοστασίου της τότε Volkswagen, τώρα Audi, στις Βρυξέλλες. Όταν η Ford αποφάσισε το 2014 για να κλείσει εργοστάσιο στο Βέλγιο, εργαζόμενοι από την ισπανική πόλη Βαλένθια ταξίδεψαν βόρεια για αλληλεγγύη.
Ο λόγος τους, αναντίρρητα λόγος πρωτοπορίας, βασίστηκε στην τάξη. Ένας Ισπανός συνδικαλιστής απέρριψε ρητά τη συνηθισμένη αφήγηση ότι ήταν τυχεροί, καθώς δεν χάθηκαν θέσεις εργασίας στην Ισπανία: «Όχι, δεν ήμασταν τυχεροί, χάνουμε πολλούς συναδέλφους». Το προγραμματισμένο κλείσιμο ενός εργοστασίου Caterpillar στο Βέλγιο και οι αποχωρήσεις το 2017 στην Carrefour έφεραν μαζί Γάλλους και Βέλγους εργαζόμενους. Οι απεργίες των Γερμανών μεταλλοτεχνιτών ενθουσίασαν τους συναδέλφους τους σε όλη την Ευρώπη. Ίσως οι λιμενεργάτες να προσφέρουν το καλύτερο αντιπαράδειγμα. Από το 2002 οι πανευρωπαϊκές κινητοποιήσεις λιμενεργατών απέτρεψαν τα σχέδια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για απελευθέρωση των εργασιακών συνθηκών και της πρόσβασης στο επάγγελμά τους. Δύο ευρωπαϊκές οδηγίες σταμάτησαν και μια τρίτη εκκενώθηκε από το αρχικό της περιεχόμενο. Η Επιτροπή και οι λιμενικές αρχές θέλησαν να επιβάλουν την αφήγηση του ανταγωνισμού των διαφόρων επαγγελματιών εντός των λιμένων, ενώ οι εργαζόμενοι ενώθηκαν γύρω από τα ταξικά τους συμφέροντα. Καμία από αυτές τις εμπειρίες δεν θα πρέπει να εξιδανικευτεί, αλλά οποιαδήποτε αριστερή στρατηγική θα πρέπει να στοχεύει στην εμβάθυνση και διεύρυνση αυτών των πολύ περιορισμένων παραδειγμάτων διευρωπαϊκής ταξικής αλληλεγγύης.
Αυτό μας φέρνει στο δεύτερο μέρος αυτού του επιχειρήματος που υποστηρίζει ότι η μάχη η και ενδεχομένως η επίτευξη της εξόδου θα διευκόλυνε την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη. Τα ανεξάρτητα εθνικά κράτη έτσι θα μπορούσαν εύκολα να οικοδομήσουν μια περιοχή ειρήνης, δημοκρατικής συνεργασίας και αλληλεγγύης. Ακόμη και αν βάλουμε στην άκρη τον ταξικό χαρακτήρα αυτών των «ανεξάρτητων» κρατών, η υπόθεση αυτή είναι αντιφατική. Μια στρατηγική εξόδου πιθανότατα θα οδηγήσει σε πολλά εθνικά καπιταλιστικά συστήματα και αγορές. Οι εθνικές αγορές και τα κράτη τους είναι λιγότερο πιθανό να εμπνεύσουν τη διεθνή αλληλεγγύη από ότι μια ενοποιημένη αγορά. Δεν υπάρχει επίσης έστω και ισχνή ένδειξη ή απόδειξη ότι σε περίπτωση που μία χώρα εξέλθει, και υπό τεράστια αναταραχή επιλεχθούν πιο κοινωνικές πολιτικές, μια αυθόρμητη εξέγερση θα μπορούσε ή όντως θα άλλαζε την ισορροπία ισχύος σε όλη την Ευρώπη, πριν καταρρεύσει το όλο πείραμα.
Σαφώς, ούτε καν οι θιασώτες μιας στρατηγικής εξόδου έχουν πίστη πως θα συμβούν τόσα πολλά. Ένας από τους ισχυρισμούς τους είναι ακριβώς ότι είναι προτιμότερο να παλεύει κανείς σε εθνικό επίπεδο επειδή ένα ευρωπαϊκό κίνημα είναι απίθανο να συμβεί σύντομα. Ακόμα περισσότερο, λαμβάνοντας υπόψη τις τρομερές οικονομικές επιπτώσεις μιας εξόδου, είναι απίθανο να πειστούν οι άνθρωποι ότι αυτός είναι ο τρόπος να προχωρήσουμε. Πιθανή οικονομική κατάρρευση του εξερχόμενου κράτους, έστω και βραχυπρόθεσμα, μπορεί να ενισχύσει την αίσθηση μεταξύ των ανθρώπων στα υπόλοιπα κράτη μέλη ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση στην ΕΕ – περίπου όπως με τον τρόπο με τον οποίο το ευρωπαϊκό κατεστημένο αντιμετωπίζει σήμερα τα προβλήματα στη Βρετανία για να τονίσει ότι ήταν λάθος το Brexit ή, πιο μακριά μας, ο τρόπος με τον οποίο οι δεξιοί σε ολόκληρη την Ευρώπη χρησιμοποιούν τις οικονομικές δυσκολίες στη Βενεζουέλα «για να απεικονίσουν» τι θα μπορούσαν να επιφέρουν οι ριζοσπαστικές λύσεις.
Με τη διεξαγωγή ενός εθνικού αγώνα για έξοδο από την Ένωση, ο ευρωπαϊκός συντονισμός υποβιβάζεται, όπως και τα κοινωνικά αιτήματα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Μια εκστρατεία εξόδου μπορεί ακόμη και να επιδεινώσει τις σχέσεις εξουσίας με το να πολώσει γύρω από εθνικά και όχι κοινωνικά συμφέροντα. Είναι γόνιμο να εξετάσουμε την εκστρατεία υπέρ της καταλανικής ανεξαρτησίας. Μόλις πριν από μερικά χρόνια, η εναντίωση στη λιτότητα έφερε εκατομμύρια Ισπανούς πολίτες στους δρόμους. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας στην Καταλονία το 2015, ακόμη και οι δεξιοί συντηρητικοί έπρεπε να εκφέρουν κοινωνικές υποσχέσεις. Σήμερα, οι εκκλήσεις της προοδευτικής δημάρχου της Βαρκελώνης ή των δυνάμεων της αριστεράς να συζητηθεί η λιτότητα ή η διαφθορά σε μεγάλο βαθμό δεν εισακούγονται, κρυπτόμενες πίσω από τις σημαίες του ισπανικού κράτους και των καταλανών θιασωτών της ανεξαρτησίας. Στο Βέλγιο, ο εξόριστος Καταλανός ηγέτης Carles Puigdemont τώρα δίνει διαλέξεις για το «Πώς να σπάσει η σοσιαλιστική ηγεμονία»; Οι ξενοφοβικοί και ρατσιστικοί τόνοι στην καμπάνια του Brexit έχουν ήδη αναδειχθεί ως υπόδειγμα. Ίσως πολύ περισσότερο από ό, τι στην Καταλονία, η αριστερά δεν ακούγονταν και οι εθνικές αντιφάσεις εκλήφθησαν ως κεντρικές. Η άνοδος του Jeremy Corbyn, η οποία ξεκίνησε περίπου ένα χρόνο πριν από το δημοψήφισμα του Brexit, συνέβη παρά το γεγονός και όχι λόγω της εκστρατείας Brexit. Αν μη τι άλλο, η συζήτηση του Brexit προσέφερε εύκολα πυρά στο κατεστημένο ενάντια στον Corbyn και έναν ευπρόσδεκτο αντιπερισπασμό από το κοινωνικό και οικονομικό του πρόγραμμα.
Στο χειρότερο σενάριο, μια έξοδος θα μπορούσε ακόμη και να αντιπαρατάξει τους εργαζόμενους στο όνομα της περισσότερης αλληλεγγύης που πρόκειται να έρθει. Για παράδειγμα, το να υποστηρίζει κανείς πως τα γερμανικά συνδικάτα, ή γενικότερα οι Γερμανοί εργαζόμενοι, έχουν σίγουρα συνθηκολογήσει υπέρ των γερμανικών εξαγωγών και των στρατηγικων υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων δεν είναι μόνο λάθος – όπως απέδειξαν οι απεργίες του Ιανουαρίου του 2018 – αλλά επικίνδυνο . Εκτός από το να ερεθίζουν τη μεγαλύτερη ενότητα και αλληλεγγύη μεταξύ των ευρωπαϊκών εργατικών τάξεων, τέτοια επιχειρήματα προσθέτουν στο μύλο του αντι-γερμανικού εθνικισμού στις περιφερειακές χώρες. Ωστόσο, μια αφήγηση εξόδου δεν χρειάζεται να είναι τόσο δραματική, έτσι ώστε να καθίσταται αντιπαραγωγική. Μήπως μια ελληνική απαίτηση για γερμανική υποστήριξη σε σχέση με το Grexit θα έφερνε κοντά Γερμανούς και Έλληνες εργαζόμενους; Πώς μια καμπάνια για την ανεξαρτησία της Βαλλονίας από το Βέλγιο θα βελτίωνε την ταξική συνείδηση ή την ενότητα του εργατικού κινήματος; Τι αντίκτυπο είχε το σκωτσέζικο ή το καταλανικό κίνημα ανεξαρτησίας στη θέση της εργασίας σε αυτές τις χώρες; Πόσο πιθανό θα ήταν μια εκστρατεία της IG Metall ενάντια στο δεξιό ομοσπονδιακό κρατίδιο της Βαυαρίας να βελτιώσει τη συνολική θέση της γερμανικής εργασίας? Ασφαλώς, είναι πολύ πιο πιθανό να κατακερματιστούν περαιτέρω τα εργατικά κινήματα.
Το μυθιστόρημα ενός ευρωπαϊκού κινήματος;
Η αδυναμία ύπαρξης ενός ευρωπαϊκού κινήματος ολοκληρώνει το πακέτο των έξι επιχειρημάτων υπέρ της εξόδου. Ίσως να είναι και το πιο κεντρικό απ’όλα. Η αποδοχή της δυνατότητας ενός ευρωπαϊκού κινήματος κατά του κεφαλαίου θα αποτελούσε σημαντικό πλήγμα για όλα τα άλλα επιχειρήματα. Ο κατακερματισμός είναι πραγματικός. Σε αντίθεση με τις εκτελεστικές επιτροπές που υπηρετούν το ευρωπαϊκό κεφάλαιο, φαίνεται ότι κάτι τέτοιο (ένα ευρωπαϊκό κίνημα κατά του κεφαλαίου) είναι περίπου αδύνατο. Επομένως, το πρόβλημα με αυτό το επιχείρημα δεν έγκειται στο γεγονός ότι αποτιμά αυτή την πραγματικότητα. Βρίσκεται στην τάση του να ουσιοκρατεί ή να φυσικοποιεί το δοσμένο συσχετισμό δύναμης. Τα επιχειρήματα υπέρ της εξόδου αναλύουν γενικά τον κατακερματισμό της εργασίας, της κοινωνικής οργάνωσης και τους αγώνες σε ευρωπαϊκό επίπεδο με μάλλον εκπληκτική μοιρολατρία.
Ο κατακερματισμός είναι πραγματικός αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι μοιραίος. Ευρωπαίοι λιμενεργάτες, αυτοκινητιστές ή οι διαδηλώσεις για το γάλα το απεικονίζουν αρκετά. Η δύναμη του διεθνούς κινήματος σε συνδυασμό με εθνικούς και τοπικούς αγώνες σχεδόν σταμάτησε την υπογραφή της CETA και επέβαλε ένα παράρτημα στη συνθήκη. Το 2017 έδειξε ότι η δυναμική είναι πολύ μεγαλύτερη. Η πιθανή έγκριση του προϊόντος glyphosate της Monsanto παρακίνησε πάνω από ένα εκατομμύριο ανθρώπους σε ολόκληρη την ήπειρο. Η σύνοδος κορυφής της Βόννης για το κλίμα έφερε ανθρώπους από όλη την Ευρώπη την πρώην πρωτεύουσα της Δυτικής Γερμανίας. Ένας πολυεθνικός συνασπισμός πιλότων και προσωπικού στην αεροπορική εταιρεία χαμηλού κόστους Ryanair βρήκε τρόπους συντονισμού της δράσης σε ογδόντα επτά βάσεις σε όλη την Ευρώπη. Η Amazon χτυπήθηκε από ταυτόχρονες απεργίες στη Γερμανία και στην Ιταλία. Ντελιβεράδες από τις online εταιρείες διανομής τροφίμων Deliveroo ή Foodora, που έχουν ανάγει το κοινωνικό ντάμπινγκ σε επιχειρηματικό μοντέλο, άρχισαν να αναζητούν τρόπους για την αποτελεσματική προώθηση των δικαιωμάτων τους από το Λονδίνο, τις Βρυξέλες και το Μιλάνο μέχρι το Παρίσι και το Βερολίνο.
Αυτό δεν καταγράφεται για να αρνηθούμε το προφανές. Όλα, δυστυχώς, τα κοινωνικά κινήματα στην ήπειρο παραμένουν απομονωμένα στην αντίσταση τους, ενώ οι αντίπαλοί τους μιλάνε με μια ενιαία, ευρωπαϊκή, νεοφιλελεύθερη φωνή. Αυτό πρέπει να αλλάξει, και ήδη όλο και περισσότερο κόμματα, κινήματα και συνδικαλιστικές οργανώσεις θέτουν ήδη ριζοσπαστικά, δημοκρατικά αιτήματα προς την ΕΕ σε διάφορα θέματα, προκειμένου να βελτιωθεί η κατάσταση των εργαζομένων στην Ευρώπη. Η Ευρώπη έχει γίνει το πεδίο της μάχης. Περιορίζοντας τον εαυτό της σε ένα ενιαίο σύνθημα εξόδου, η ριζοσπαστική αριστερά θα άφηνε τον καθημερινό αγώνα για ευρωπαϊκά ζητήματα στα χέρια εκείνων που θα έκαναν τον κόσμο να πιστεύει πως η ΕΕ μπορεί να μεταρρυθμιστεί σε ένα κράτος υπέρ των λαών, κοινωνικό, δημοκρατικό και οικολογικό, ζητώντας έτσι περισσότερα ψίχουλα, αντί να πάνε να καταλάβουνε τον ίδιο το φούρνο που παράγει τα ψίχουλα.
Μεταρρυθμίζοντας τον κρατικό μηχανισμό;
Εάν μια εκστρατεία εξόδου δεν μπορεί να θεωρηθεί επιθυμητή, τότε αυτό που μένει πρέπει να είναι ένας αγώνας για τη μεταρρύθμιση του υπάρχοντος συστήματος; Η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία θα περιόριζε με ευχαρίστηση τον ορίζοντα μας σε αυτό. Μέσω μεταρρυθμίσεων, η ΕΕ θα μπορούσε να αποτελέσει το εργαλείο για το καλό, τα γενικευμένα κοινωνικά δικαιώματα στην ηπειρωτική Ευρώπη και θα αποτελούσε, σε παγκόσμιο επίπεδο, αντίβαρο στην κυριαρχία των ΗΠΑ. Σε ποιο βαθμό η θεσμική συγκρότηση της υπάρχουσας ΕΕ εγγυάται ένα τέτοιο όραμα;
Το σημερινό σύστημα στην ΕΕ είναι προφανώς πολύ πέρα από πλήρες καθώς και γεμάτο αντιφάσεις. Ενδέχεται να καταρρεύσει ολόκληρο. Παρ ‘όλα αυτά, οι ευρωενθουσιώδεις, μεταξύ των οποίων οι περισσότεροι είναι από το γαλλικό και το γερμανικό κατεστημένο, έχουν κάνει γιγαντιαία βήματα προς το σχηματισμό ενός κεντρικού κρατικού συστήματος. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ένα ομοσπονδιακό όργανο που εκλέγεται άμεσα, και το Συμβούλιο, το διακυβερνητικό σώμα του, ενεργούν ως δύο οιονεί νομοθετικά σώματα, χωρίς να έχουν το δικαίωμα νομοθετικής πρωτοβουλίας. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι εκτελεστικό όργανο που είναι σα να παίρνει αναβολικά. Μια Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει αναλάβει τη νομισματική πολιτική. Υπάρχει κοινή επιχειρησιακή δύναμη διαφύλαξης των συνόρων. Σύντομα ίσως θα δημιουργηθεί ένας εμβρυϊκός ευρωπαϊκός στρατός.
Ίσως περισσότερο από τη δημιουργία των γερμανικών κρατικών σχηματισμών του Zollverein, η συγκρότηση μιας εσωτερικής αγοράς αποτελεί τον πυρήνα της ευρωπαϊκής κρατικής διαμόρφωσης. Κατά μία έννοια, η ενιαία ευρωπαϊκή αγορά ευθυγραμμίζεται με την ιστορική εξέλιξη των καπιταλιστικών αγορών.
Όταν τελείωσε το φεουδαρχικό σύστημα της τοπικής παραγωγής, τα παλαιά τελωνεία και σύνορα έγιναν εμπόδια στις νέες καπιταλιστικές τάξεις. Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο συνοψίζει εύστοχα: «Η αστική τάξη όλο και περισσότερο καταργεί τον κατακερματισμό των μέσων παραγωγής, της ιδιοκτησίας και του πληθυσμού. Συσσώρευσε τον πληθυσμό, συγκεντροποίησε τα μέσα παραγωγής και συγκέντρωσε την ιδιοκτησία σε λιγοστά χέρια. Η αναγκαία συνέπεια ήταν ο πολιτικός συγκεντρωτισμός. Ανεξάρτητες επαρχίες με διαφορετικά συμφέροντα, νόμους, κυβερνήσεις και δασμούς, και που συνδέονταν μεταξύ τους σχεδόν μονάχα με σχέσεις συμμαχίας, συσπειρώθηκαν σε ένα έθνος, μία κυβέρνηση, ένα νόμο, ένα εθνικό ταξικό συμφέρον, μια τελωνειακή ζώνη»[18].
Τα υπάρχοντα ή αναδυόμενα έθνη – κράτη συγκέντρωσαν τις πολιτικές και την πολιτική, καθόρισαν τους δικούς τους δασμούς, χρησιμοποιώντας ένα έξυπνο μίγμα ελεύθερων συναλλαγών και προστατευτισμού, προκειμένου να προστατεύσουν τις δικές τους αγορές και να υπερασπιστούν τις εταιρείες τους. Η συνέχεια είναι γνωστή. Τα μονοπώλια άρχισαν να κυριαρχούν σε ολόκληρους κλάδους της βιομηχανίας. Σύντομα, το να είσαι εθνικός πρωταθλητής δεν επαρκούσε. Οι συγχωνεύσεις και οι εξαγορές οδήγησαν σε τεράστιες διεθνικές εταιρείες οι οποίες τώρα αντιτάχθηκαν στον κατακερματισμό των ευρωπαϊκών εθνικών αγορών μικρής κλίμακας, δημιουργώντας ένα εύφορο έδαφος για μια ενιαία ευρωπαϊκή αγορά. Σαφώς, έπαιξαν ρόλο και άλλοι παράγοντες. Η γαλλική βιομηχανία ήλπιζε να διατηρήσει τον έλεγχο σε σχέση με την πιο ανταγωνιστική γερμανική βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα, καθώς δεν κατάφερε να πάρει το Ruhr μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Τίποτα από αυτά φυσικά δεν έχει ελαχιστοποιήσει το ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών και του αμερικανικού κεφαλαίου στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση και τις αντιφάσεις με τις οποίες αυτός συνδέεται[19].
Τα εθνικά βιομηχανικά συμφέροντα παρέμειναν παρόντα, με διαφορετική όμως σημασία, ενώ ανακατεύθηκε το ευρωπαϊκό κοκτέιλ ανταγωνισμού και συνεργασίας. Παρόλα αυτά, η ανάγκη αύξησης της ευρωπαϊκής συνεργασίας ως τέτοιας καθίσταται ολοένα και πιο αδιαμφισβήτητη μεταξύ της ευρωπαϊκής επιχειρηματικής ελίτ. Η κρίση του 1973 επανεκκίνησε τον επείγοντα χαρακτήρα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης για τη δημιουργία μεγαλύτερων αγορών γεωγραφικά και ανά κλάδο. Ο νεοφιλελευθερισμός συνέβαλε στην επέκταση της λογικής της αγοράς σε τομείς οι οποίοι μέχρι τότε διατηρούνταν εκτός αυτής. Η απασχόληση στον τομέα του άνθρακα, της κλωστοϋφαντουργίας, του χάλυβα, του γυαλιού και της ναυπηγικής βιομηχανίας θυσιάστηκε στις ανάγκες των μετόχων.
Ο ρόλος του ευρωπαϊκού κεφαλαίου στον συγκεκριμένο σχεδιασμό της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δεν μπορεί να υπερεκτιμηθεί. Εάν σήμερα κυριαρχεί το γερμανικό κεφάλαιο, η σημερινή οικοδόμηση δεν είναι καθόλου μια απλή γερμανική συνομωσία για την κατάληψη της Ευρώπης[20]. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1970, με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση να είναι φαινομενικά κολλημένη και απελπισμένα καθυστερημένη, οι διευθύνοντες σύμβουλοι δεκαεπτά ευρωπαϊκών γιγάντων – όπως η Siemens, η Thyssen, η Philips, η Fiat και η Volvo – μαζεύτηκαν για να αναζωογονήσουν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Μαζί ίδρυσαν ένα στρατηγικό επιχειρηματικό φόρουμ, το Ευρωπαϊκό Στρογγυλό Τραπέζι των Βιομηχάνων (ΕΡΤ)[21]. Πολύ περισσότερο από μια απλή ομάδα πίεσης, η πρωτοβουλία αποσκοπούσε στο να καθορίσει το μέλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, που κρίθηκε απαραίτητο από το ευρωπαϊκό κεφάλαιο. Με το πλεονέκτημα της ύστερης γνώσης, δε χρειάζεται να μεγαλοποιείται ο αντίκτυπος του πρότζεκτ τους “Ευρώπη 1992” το 1985, που οδήγησε στην ιδρυτική συνθήκη του Μάαστριχτ το 1992. Η πρώτη συνάντηση της ΕΡΤ μπορούσε να βασιστεί στην παρουσία τόσο του François-Xavier Ortoli όσο και του Étienne Davignon, που εκπροσωπούσαν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Μερικά χρόνια αργότερα οι Ortoli και Davignon έφτασαν να προεδρεύσουν του Συνδέσμου για τη Νομισματική Ένωση της Ευρώπης της ΕΡΤ, ως στελέχη της Total και της Société générale de Belgique. Χρόνια αργότερα, ο Jacques Santer, τότε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, δε φείδονταν επαίνων γι ‘αυτή την πρωτοβουλία της ΕΡΤ: «Απόψε, πραγματικά αισθάνομαι στο σπίτι μεταξύ φίλων. Όταν έγινα πρόεδρος της Επιτροπής στο 1995, ο Σύνδεσμος ήταν το μοναδικό όργανο που μας υποστήριξε στη δική μας σταθερή πεποίθηση ότι το ενιαίο νόμισμα θα γίνει πραγματικότητα. Έτσι η αίσθηση είναι σαν να παίζουμε ένα παιχνίδι στο σπίτι μας»[22]. Πράγματι, για τα μέλη της ΕΡΤ, θα μπορούσε να υπάρξει μια ενιαία αγορά. Οι ευρωπαϊκές διακρατικές εταιρείες το χρειάζονταν περισσότερο. «Η Ιαπωνία έχει ένα νόμισμα. Οι ΗΠΑ έχουν ένα νόμισμα. Πώς μπορεί να ζήσει η Κοινότητα με δώδεκα», ανέφερε η έκθεση της ERT του 1991« Η αναμόρφωση της Ευρώπης»[23]. Ένα κοινό νόμισμα θα διευκόλυνε τη σύγκλιση των τιμών, των επιτοκίων, των προϋπολογισμών και των μισθών των διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών. Ο παγκόσμιος ανταγωνισμός για αγορές δεν διαδραμάτισε μικρό ρόλο στο φιλοευρωπαϊκό προσανατολισμό της ΕΡΤ. Οι ευρωπαίοι διευθύνοντες σύμβουλοι αναζητούσαν ένα ισχυρό εργαλείο για τη διαμόρφωση του κόσμου. «Καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν μπορεί να επηρεάσει αποφασιστικά τη μορφή του κόσμου», τονίζει η έκθεση του 1991. Στην ουσία, το ευρωπαϊκό κεφάλαιο γνώριζε ότι χωρίς μια μεγαλύτερη αγορά, ένα ενιαίο νόμισμα και, τελικά, ένα ευρωπαϊκό κρατικό σύστημα, δεν θα ήταν σε θέση να ανταγωνιστεί παγκοσμίως. Αυτό ήταν ένας ισχυρός παράγοντας ενάντια σε φυγόκεντρες τάσεις.
Πιο ξεκάθαρα από τα εθνικά κράτη, το ευρωπαϊκό διακρατικό σύστημα από την κατασκευή δεν είναι ουδέτερο. Σχεδιασμένη ως μια Ένωση ανταγωνισμού, οι ευρωπαϊκές συνθήκες είναι περίπου το μοναδικό σύνταγμα στον κόσμο που καθορίζει μια μάλλον λεπτομερή οικονομική πολιτική απελευθέρωσης και λιτότητας. Είναι άκρως ιδεολογικά κείμενα. Οι στόχοι όσον αφορά το δημόσιο έλλειμμα δυσκολεύουν κάθε κεϋνσιανή προσπάθεια. Βασικά θεσμικά όργανα, όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Κοινοβούλιο, είναι πορώδη σε όλα τα είδη των επιχειρηματικών λόμπι, σε όλα τα διαφορετικά επίπεδα λήψης αποφάσεων, αλλά αδιαπέραστα από τον λαϊκό έλεγχο. Η διαφάνεια απουσιάζει. Μόνο η μη εκλεγμένη Επιτροπή μπορεί να προτείνει νόμους. Τα αποτελέσματα των δημοψηφισμάτων κατά της λιτότητας στην Ελλάδα, εναντίον στη συνταγματική συνθήκη στη Γαλλία και την Ολλανδία, καθώς και κατά μιας συμφωνίας σύνδεσης με την Ουκρανία, όλα ρητά κα ανοιχτά αγνοήθηκαν. Άλλοι, όπως οι Δανοί ή οι Ιρλανδοί, έπρεπε να ψηφίσουν δύο φορές, προκειμένου να δώσουν το “σωστό” αποτέλεσμα. «Δεν μπορεί δεν υπάρξει καμία δημοκρατική επιλογή ενάντια στις ευρωπαϊκές συνθήκες», είναι η διάσημη φράση τους Πρόεδρου της Επιτροπής Jean-Claude Juncker.
Στο Ενήλικες στο δωμάτιο, τα απομνημονεύματα του πρώην υπουργού Οικονομικών της Ελλάδος Γιάνη Βαρουφάκη, καθίσταται οφθαλμοφανές σε όποιον σκέφτεται ότι θα μπορούσε να υπάρχει περιθώριο ελιγμών στο Συμβούλιο των Υπουργών, διακυβερνητικά και κυρίως στο διακυβερνητικό ευρωπαϊκό επιμελητήριο της ευρωπαϊκής νομοθετικής εξουσίας. Το απόσπασμά του, «θα μπορούσα ίσως να τραγουδήσω το σουηδικό εθνικό ύμνο», αποτελεί υπόδειγμα της προσοχής που έδιναν οι ευρωπαίοι συνάδελφοί του στις επιθυμίες του λαού. Ο Paul Magnette, πρώην επικεφαλής της σοσιαλδημοκρατικής περιφερειακής κυβέρνησης της Βαλλονίας στο Βέλγιο, περιέγραψε την ΕΕ ως μηχανισμό σχεδιασμένο να απομονώνει τις απόψεις των μειονοτήτων. Κάτω από πίεση, η αντίσταση του Magnette στη συμφωνία ελεύθερων συναλλαγών μεταξύ ΕΕ και Καναδά το 2016 αποδείχθηκε σύντομη. Επιπλέον, από τη Συνθήκη της Λισαβόνας του 2008, τα συστήματα ψηφοφορίας στο πλαίσιο του Συμβούλιο, ενίσχυσαν την κυριαρχία των μεγάλων κρατών-μελών έναντι των μικρότερων. Ενισχύοντας τη σύνδεση μεταξύ των πληθυσμών των κρατών μελών με τα δικαιώματα ψήφου, η Γερμανία, της οποίας η οικονομία κυριαρχεί σήμερα σε μεγάλο βαθμό στην Ευρώπη, είδε το μερίδιο των ψήφων της να διπλασιάζεται σε μια νύχτα.
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η ΕΕ γενικά παρεμβαίνει εξ ονόματος του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και κυρίως υπέρ των κυρίαρχων συνασπισμών του. Η Ελλάδα βομβαρδίστηκε με μέτρα λιτότητας, αλλά η Γερμανία δεν τιμωρήθηκε ποτέ για τα υπέρμετρα και αποσταθεροποιητικά πλεονάσματά της. Οι κανόνες της οικονομικής διακυβέρνησης και οι μηχανισμοί κυρώσεων που φθάνουν μέχρι πρόστιμα ύψους 0,5% του ΑΕΠ, που καταβάλλονται στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα εάν ένα κράτος μέλος δεν σέβεται τις νεοφιλελεύθερες συνταγές, δεν αποτελούν έκπληξη. Όταν η ιρλανδική κυβέρνηση τελούσε υπό μεγάλη λαϊκή πίεση για να καταργήσει τις χρεώσεις στο νερό, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παραγνώρισε ακόμη τις νομικές εξαιρέσεις στη δική της οδηγία για τα ύδατα και υποστήριξε την κυβέρνηση ενάντια στο κίνημα. Η κατασκευή της εσωτερικής αγοράς δεν καταστρέφει απλώς εθνικά εμπόδια στην ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων και υπηρεσιών. Στρέφει επίσης ολοένα και περισσότερους τομείς στην ιδιωτικοποίηση και την απελευθέρωση, το DNA των ισχυουσών συνθηκών. Οι δημοσιονομικές συνθήκες παρεμποδίζουν κάθε σοβαρό πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων.
Θα ήταν λάθος να υποτιμήσουμε την ανθεκτικότητα της σημερινής ΕΕ. Οι αντιπαραθέσεις είναι πολλές, αλλά τόσο η ευρωζώνη όσο και το υπερεθνικό κράτος υπό κατασκευή είναι πρωτίστως πολιτικό σχέδιο. Οι αρχιτέκτονες του, οι οποίοι δεν μπορούν να περιοριστούν στη γερμανική πρωτεύουσα, θα αγωνιστούν γι ‘αυτό. Μπορεί να βρεθεί η πολιτική βούληση να εφαρμοστούν ορισμένες χρήσιμες μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων κάποιων ευελιξιών για να σωθεί το ευρώ, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Αρκετά βασικά ευρωπαϊκά κράτη, μεταξύ αυτών η Γαλλία και η Γερμανία, έχουν εξετάσει το ενδεχόμενο λήψης τέτοιων παραχωρήσεων. Οι κύριοι Γερμανοί υποψήφιοι για την καγκελαρία δεν αποκλείουν από αυτές τους περιορισμένους και ανεπαρκείς μηχανισμούς εσωτερικής αλληλεγγύης. Τα σχέδια για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού υπουργείου Οικονομικών και ενός ευρωπαϊκού ταμείου, αν και μόνο για τις δεκαεννέα χώρες που έχουν υιοθετήσει το κοινό νόμισμα, είναι κάτι παραπάνω από θεωρητικά.
Αυτό πιθανότατα θα συμβεί με αυξημένη στρατιωτικοποίηση των κοινών συνοριακών ελέγχων και την σε εξέλιξη ενσωμάτωση των ευρωπαϊκών στρατιωτικών δυνάμεων. Οι ευρωπαϊκές διακρατικές εταιρείες δεν μπορούν πλέον να συγκροτηθούν χωρίς αξιόπιστη και επιχειρησιακή στρατιωτική δύναμη, όπως και οι αμερικανοί ομόλογοι τους. Όπως ο Thomas Friedman το έθεσε: «Το αόρατο χέρι της αγοράς δεν θα λειτουργήσει ποτέ χωρίς μια αόρατη γροθιά -τα McDonald’s δεν μπορούν να ακμάσουν χωρίς τον McDonnell Douglas, το δημιουργό των F-15. Και η αόρατη γροθιά που κρατά τον κόσμο ασφαλή για τις τεχνολογίες της Silicon Valley ονομάζεται Στρατός των Ηνωμένων Πολιτειών, Πολεμική Αεροπορία, Ναυτικό και πεζοναύτες»[24]. Λαμβάνοντας υπόψη τη στρατιωτική της δύναμη σε σύγκριση με τη Γερμανία, η Γαλλία ελπίζει ότι η στρατιωτική ολοκλήρωση θα ενισχύσει το βάρος της εντός της ΕΕ. Το Framework Nation Concept θα βοηθήσει τη Γερμανία να αναλάβει το προβάδισμα, ελπίζει το Βερολίνο. Αν και φοβούνται την εξάρτηση από τη γερμανική πολιτική σε θέματα άμυνας και εξωτερικών υποθέσεων, η Ολλανδία, η Τσεχία και η Ρουμανία έχουν ήδη τοποθετήσει μέρος των ενόπλων δυνάμεών τους υπό γερμανική διοίκηση. Τον Νοέμβριο του 2017, πάνω από είκοσι κράτη ξεκίνησαν μια Μόνιμη Διαρθρωτική Συνεργασία σε θέματα άμυνας (PESCO). Η νέα έμπνευση περιελάμβανε τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Ταμείου Άμυνας με ένα Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Ανάπτυξης Αμυντικής Βιομηχανίας. Ο στόχος είναι να υποστηριχθούν επενδύσεις σε κοινές επιχειρήσεις έρευνας και ανάπτυξης αμυντικού εξοπλισμού και τεχνολογιών, καθώς και η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της ικανότητας καινοτομίας της αμυντικής βιομηχανίας της ΕΕ. Στη διαδικασία οικοδόμησης του (ευρωπαϊκού) κράτους, η αμυντική συνεργασία φαντάζει ένα εφικτό επόμενο βήμα, το οποίο θα μπορούσε καθιερώσει μια ευρωπαϊκή ολοκλήρωση σε πολύ διαφορετικές ταχύτητες. Ένα τέτοιο κράτος δεν θα ήταν ούτε δημοκρατικό ούτε κοινωνικό, αλλά δυνητικά βιώσιμο.
Η ανάγκη για ευρωπαϊκή ρήξη
Ένα διαφορετικό σύστημα με μια γνήσια δημοκρατία και την υπέρβαση της εξουσίας των πολυεθνικών εταιριών που δρουν ενάντια στην κοινωνία, θα έχει ευρωπαϊκή διάσταση. Ένα απομονωμένο σοσιαλιστικό κράτος στη μέση μιας εχθρικής ευρωπαϊκής ηπείρου θα ήταν εντελώς μη βιώσιμο, αν ήταν δυνατόν ποτέ να δημιουργηθεί. Επιπλέον, ακόμη και αν ήταν επιτυχής η δημιουργία του, θα ήταν αδύνατο να αντιμετωπιστούν θεμελιώδη ζητήματα, από την κλιματική αλλαγή έως το προσφυγικό. Την ίδια στιγμή όμως, η οντολογία του υπό κατασκευή ευρωπαϊκού κρατικού μηχανισμού δεν αφήνει καμία αμφιβολία. Μια τόσο διαφορετική Ευρώπη θα απαιτήσει πολύ διαφορετικούς θεσμούς. Οι τρέχουσες ευρωπαϊκές συνθήκες και θεσμοί έχουν σχεδιαστεί όχι μόνο για να διασφαλιστεί η εταιρική εποπτεία της λήψης αποφάσεων σε όλα τα επίπεδα ή για να δημιουργηθεί ένα παρεμβατικό “αμυντικό” σύστημα, αλλά για να αποδυναμωθούν και να κατατροπωθούν οι οποιεσδήποτε προκλήσεις στο σύστημα μέσα από άπειρες επιτροπές, συνεδριάσεις και θεσμικά όργανα. Το ευρωπαϊκό κεφάλαιο οικοδομεί ένα κρατικό μηχανισμό έτσι ώστε να αποκτήσει μεγαλύτερες μερίδες από τα παγκόσμια λάφυρα. Οι προσκλήσεις για να σωθεί η ΕΕ ή η σοσιαλδημοκρατική φαντασίωση να μετατραπεί αυτός ο μηχανισμός σε εργαλείο από και για την εργασία είναι ακριβώς αυτό: φαντασιώσεις που αποκρύπτουν την ταξική φύση των υφιστάμενων θεσμών. Αντί να αυξήσουν την επίγνωση για την ανάγκη να χτιστεί μια αντίρροπή δύναμη ενάντια στο κεφάλαιο, τέτοιες αξιώσεις ενισχύουν τις αυταπάτες σε σχέση με την ουδετερότητα του κατασκευασμένου μηχανισμού.
Μια σοσιαλιστική στρατηγική περιλαμβάνει την καλλιέργεια μιας υπό ανάπτυξη αίσθησης πως οι βασικές ανάγκες του λαού έρχονται σε σύγκρουση με την σημερινή καπιταλιστική κοινωνία, ενώ ενισχύει ταυτόχρονα τη θέση και την οργανωτική δύναμη των εργαζομένων τάξεων κατά τη διαδρομή. Χωρίς την κατασκευή της αντίρροπης δύναμης, μια ριζικά διαφορετική Ευρώπη και η απαραίτητη ρήξη με την εξουσία του κεφαλαίου είναι αδιανόητη. Με άλλα λόγια, η ρήξη συνεπάγεται έμφαση ακριβώς εκείνες τις πτυχές της γκραμσιανής στρατηγικής που επέλεξε ο Νίκος Πουλλάντζας για να υποβαθμίσει[25]. Όπως ο Kevin Ovenden διατύπωσε εύγλωττα, βρισκόμενοι απέναντι σε ένα κράτος, πρέπει να βρούμε «το νόημα μιας πραγματικά ριζοσπαστικής πολιτικής που δεν αποφεύγει το κράτος και όλες τις αντιφάσεις που εντοπίζονται σε αυτό, αλλά, αντ ‘αυτού προσφέρει ‘’αντι- πολιτικές’’, ένα μονοπάτι μεταξύ του απολίτικου κινηματισμού και του ρεφορμιστικού κοινοβουλευτισμού».
Η Ellen Meiksins Wood οδηγείται περίπου στο ίδιο σημείο: «Στον καπιταλισμό, πολλά μπορούν να συμβούν στην πολιτική και στην οργάνωση των κοινοτήτων σε όλα τα επίπεδα, χωρίς ουσιαστικά να επηρεάσουν τις εκμεταλλευτικές δυνάμεις του κεφαλαίου ή να αλλάξουν θεμελιωδώς την αποφασιστική ισορροπία της κοινωνικής εξουσίας. Οι αγώνες σε αυτά τα πεδία παραμένουν ζωτικής σημασίας, αλλά πρέπει να οργανωθούν και να διεξαχθούν με την πλήρη αναγνώριση ότι ο καπιταλισμός έχει την αξιοσημείωτη ικανότητα να απομακρύνει τη δημοκρατική πολιτική από τα κέντρα των αποφάσεων της κοινωνικής εξουσίας και να προστατεύει την εξουσία της υφαρπαγής και της εκμετάλλευσης από τους δημοκρατικούς αγώνες».[26]
Αδικώντας σαφώς και τα δυο επιχειρήματα, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι σε κάποιο βαθμό όσοι στηρίζουν την έξοδο και εκείνοι που υποστηρίζουν τη μεταρρύθμιση της ΕΕ μοιράζονται αντίθετες δυνάμεις και αδυναμίες. Ενάντια στις ρεφορμιστικές ψευδαισθήσεις, όσοι τίθενται υπέρ της εξόδου επιμένουν σωστά στην αναγκαία ρήξη με τις συνθήκες της ΕΕ. Αντιτιθέμενοι με τις αυταπάτες της επιστροφής στα εθνικά κράτη, εκείνοι που τίθενται με τη μεταρρύθμιση της ΕΕ έχουν δίκιο να προωθούν μια ευρωπαϊκή προοπτική. Ωστόσο, από την πλευρά αυτού του άρθρου και τα δύο επιχειρήματα μοιράζονται δύο σημαντικές ελλείψεις. Από τη μια πλευρά και τα δυο επιχειρήματα δεν είναι φιλόδοξα προσφέροντας de facto μια καλύτερη διαχείριση του καπιταλισμού. Από την άλλη, αμφότερα υπονομεύουν τη σημασία της εξωκοινοβουλευτικής δράσης.
Συλλογική ενδυνάμωση
Από πού προέρχεται αυτή η αντίρροπή δυναμική; Πώς μπορεί να συμβάλει η ριζοσπαστική αριστερά στην εμφάνισή της; Η ερώτηση βρίσκει μια προσωρινή απάντηση σε όλο το παρόν άρθρο. Κινήματα εργαζομένων από δημόσιες υπηρεσίες, συνδικάτα, λιμάνια, αυτοκινητοβιομηχανίες, εφοδιαστικές αλυσίδες, η Caterpillar, η Amazon, η Ryanair, η Deliveroo και ούτω καθεξής είναι ασκήσεις τεράστιων δυνατοτήτων. Δεν πρέπει να υποτιμώνται τα ευρεία και ποίκιλλα κινήματα για τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας, την κλιματική δράση, την υγεία, τη γεωργία ή τις εμπορικές συμφωνίες. Η ελπίδα πηγάζει από αυτούς τους αγώνες. Κάτω από τη δεξιά ηγεμονία, έχουν τη δυνατότητα να επαναφέρουν την πρωτοβουλία στα κοινωνικά κινήματα και τη ριζοσπαστική αριστερά.
Η ενεργός συμμετοχή σε πολλά κινήματα σε διάφορα επίπεδα είναι ουσιαστικής σημασίας για να γίνει κατανοητό ότι μια εντελώς διαφορετική Ευρώπη είναι απαραίτητη. Η αλλαγή έρχεται από τα κάτω. Το να έρθει η ρητορική των κοινωνικών κινημάτων και της πάλης στην πόρτα του κοινοβουλίου είναι σημαντική, αλλά δεν αρκεί. «Πολλά όνειρα έχουν φτάσει στο κατώφλι της πόρτας σας. Απλώς βρίσκονται εκεί και πεθαίνουν εκεί», γνώριζε πολύ καλά ο Nat King Cole. Το έργο των μελών της ριζοσπαστικής αριστεράς στο κοινοβούλιο πρέπει να εξυπηρετεί την ενίσχυση του κινήματος. Οι βουλευτές φέρνουν τους αγώνες των εργαζόμενων στην κοινοβουλευτική σκηνή και επιστρέφουν στον λαό για να ενημερώσουν και να ενισχύσουν την αντεπίθεση.
Το όραμα αυτό έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με την ιδέα της προώθησης μετριοπαθών αιτημάτων με στόχο τη σταθεροποίηση του σημερινού ευρωπαϊκού πλαισίου ή την καλύτερη εκδοχή του. Αντιτίθεται εξίσου με τις εκστρατείες εξόδου που προσδιορίζουν την ΕΕ, το νόμισμά της ή το γερμανικό κεφάλαιο ως τον κύριο εχθρό, με αποτέλεσμα να παραβλέπεται η συστημική φύση της άνισης ανάπτυξης και εκμετάλλευσης. Με την ηγεμονία που εξακολουθεί να κατέχει η Δεξιά, η ριζοσπαστική αριστερά έχει την ευθύνη να δίνει προτεραιότητα στην ευαισθητοποίηση, την οργάνωση και την κινητοποίηση των εργατικών δυνάμεων σε όλα τα επίπεδα. Τα εκλογικά αποτελέσματα ή οι δημοσκοπήσεις σε ορισμένες χώρες ενθαρρύνουν περαιτέρω τη μετατροπή αυτής της στήριξης σε συλλογική πολιτική δύναμη.
Μια ευρωπαϊκή προοπτική τελικά θα ευνοήσει και θα απαιτήσει περισσότερη αλληλεπίδραση και συντονισμό μεταξύ των ριζοσπαστικών κομμάτων σε ευρωπαϊκό ή υπο-ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά δεν σημαίνει την εγκατάλειψη των εθνικών αγώνων. Αντίθετα, κάθε πολιτικό κόμμα δεν μπορεί παρά να αγωνιστεί και να τονώσει τους αγώνες πρώτα στη χώρα του. Η αλλαγή της ισορροπίας δυνάμεων σε κάθε χώρα θα είναι απαραίτητη για τη δημιουργία ατμομηχανών αλλαγής για ολόκληρη την ήπειρο. Καθώς η αλλαγή πιθανότατα δεν θα έρθει ταυτόχρονα σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, ορισμένοι αγώνες είναι πιθανό να χρησιμεύσουν ως πρωτοπορίες της αλλαγής. Τα τοπικά και εθνικά κοινωνικά κινήματα και τα διασυνδεδεμένα κόμματα, συμβάλλουν στην οικοδόμηση συσχετισμών δύναμης που μπορούν να οδηγήσουν σε ευρωπαϊκές ρηγματώσεις. Ως εκ τούτου, πρέπει να εκφράσουμε τον αγώνα μας σε τοπικό, εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο με ριζοσπαστικά αιτήματα προς τα (πρωτο-) κράτη στα αντίστοιχα επίπεδα. Ένα σημαντικό καθήκον έγκειται στη διευκόλυνση και στην ενεργό συμβολή στις διασυνδέσεις μεταξύ αγώνων και κινήσεων σε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι εκ των προτέρων εκλογικές πρωτοβουλίες αποσυνδεδεμένες από τις τοπικές πραγματικότητες δεν πρόκειται ποτέ να αντικαταστήσει τον τοπικό ακτιβισμό και την από τα κάτω δουλειά.
Ποιά είναι η πλατφόρμα με την οποία θα εφαρμοστούν αυτά καλύτερα εξαρτάται από συγκεκριμένες και τοπικές πραγματικότητες. Στην ιδανική περίπτωση, ένας απλός αλλά σημαντικός πραγματισμός θα εκφράσει την επιθυμία για μια ριζικά διαφορετική Ευρώπη – μια ήπειρο όπου βασικοί τομείς, όπως η ενέργεια, θα ανήκουν σε συλλογικά χέρια και θα λειτουργούν προς όφελός τους. Μια ήπειρο που θα ακυρώσει το δημόσιο χρέος, θα αναδιανείμει τον πλούτο, αλλά επίσης θα επενδύσει. Όπου οι δημόσιες υπηρεσίες και οι επιχειρήσεις θα εξυπηρετούν τις ανάγκες των ανθρώπων. Η «Πολιτική Επανάσταση» του Bernie Sanders ή η ιταλική «εξουσία στο λαό» εκφράζουν με λίγα απλά λόγια την ανάγκη για κάτι τελείως διαφορετικό. Οι εκκλήσεις για διάσωση και εκδημοκρατισμό της ΕΕ φαντάζουν τελικά ζοφερές αν τις συγκρίνουμε με αυτά. Παρόλα αυτά, μια μεγάλη απαίτηση δεν μπορεί να είναι ικανοποιητική.[27] Χωρίς να ενισχύει τον πανταχού παρόντα κοινοβουλευτισμό, η ριζοσπαστική αριστερά πρέπει να είναι σε θέση να δείξει ότι η αλλαγή είναι εφικτή και να παρουσιάσει μια αξιόπιστη πορεία προς αυτήν. Τα κοινωνικά κινήματα και οι νίκες τους φέρνουν αυτό το οξυγόνο. Δείχνουν ότι η κινητοποίηση και ο αγώνας μπορούν να επικρατήσουν. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο αγώνας για ενδιάμεσες και ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις έχει σημασία, γιατί δεν υπάρχουν μικρές νίκες.
Γενικά, προκειμένου να αυξηθεί η ευαισθητοποίηση, θα αναζητούμε συγκεκριμένα αιτήματα και εκστρατείες που θα αναπτύσσουν την ενημέρωση σχετικά με την ταξική φύση και λειτουργία του σημερινού συστήματος, προσφέροντας παράλληλα πραγματικές προοπτικές. Τα ριζοσπαστικά κοινωνικά και δημοκρατικά αιτήματα απέναντι στην ΕΕ μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο, δίνοντας ουσία στο τι πραγματικά μπορεί να σημαίνει «η εξουσία στον λαό». Μια εκστρατεία για επιβολή φόρου περιουσίας μπορεί να βάλει στο επίκεντρο τις ταξικές αντιθέσεις. Γιατί μια πολυεθνική επιχείρηση καταβάλλει λιγότερους φόρους από τους υπαλλήλους της; Ή γιατί να μειώνονται οι συντάξεις όταν οι πλούσιοι δεν πληρώνουν σχεδόν καθόλου φόρους; Αυτά είναι προφανώς απλά ερωτήματα που, ωστόσο, αποκλίνουν από τις προτάσεις μεταρρύθμισης που αρνούνται να εναντιωθούν στη συγκέντρωση του πλούτου.
Από τη μια πλευρά, μια σειρά από αρνητικά αιτήματα είναι ουσιώδες να υπάρχουν. Τα αρνητικά αιτήματα, στις πολιτικές που αντιτίθενται, μπορούν να περιλαμβάνουν την άρνηση εφαρμογής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, απελευθερώσεων ή ιδιωτικοποιήσεων. Ένα ενδιαφέρον σημείο εκκίνησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο μπορεί να είναι η αρχή της μη παλινδρόμησης. Η ευρωπαϊκή συνεργασία είναι αποδεκτή μόνο για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των ανθρώπων – τα υπόλοιπα τα αρνούμαστε. Σε αντίθεση με τις εκστρατείες κατά της CETA και της TTIP, αυτές οι εκστρατείες είναι πιθανό να συγκεντρώσουν ευρεία υποστήριξη σε ολόκληρη την Ευρώπη, ενώ διεξάγονται κυρίως σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο. Συμπεριλαμβανομένων εκστρατειών λαϊκής ανυπακοής, ένα κίνημα θα μπορούσε να ζητήσει την απόσυρση μιας χώρας από συνθήκες ή συμφωνίες που επιβάλλουν συγκεκριμένες πολιτικές, όπως τη διακυβερνητική λιτότητα, τη δημοσιονομική συμμόρφωση ή το σύμφωνο Euro Plus, ένα γενικό πλαίσιο συντονισμού για τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που υποτίθεται θα βελτιώσει τον ανταγωνισμό. Αυτά δεν είναι καθόλου προφανή. Η συντριπτική πλειοψηφία της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και οι Πράσινοι αρνούνται ακόμα και αυτές τις βασικές ρήξεις, προτιμώντας να προσθέσουν μια κοινωνική πινελιά στο υπάρχον πλαίσιο της του ανταγωνισμό και της λιτότητας.
Από την άλλη πλευρά, τα θετικά αιτήματα θα πρέπει να προσφέρουν αξιόπιστες εναλλακτικές λύσεις για την αντιμετώπιση της οικολογικής και κοινωνικής κρίσης. Όσον αφορά το κλίμα, οι προτάσεις για μαζικές δημόσιες επενδύσεις, την κοινωνικοποίηση των σχετικών βιομηχανιών, και την αντικατάσταση των μηχανισμών της αγοράς από τον οικολογικό σχεδιασμό δεν είναι μόνο απαραίτητες για να σωθεί το οικοσύστημά μας, αλλά και για να σπάσει τη λογική του σημερινού συστήματος εμπορίας εκπομπών ρύπων, διαδικασίες που δείχνουν ότι υπάρχουν άλλοι τρόποι της οργάνωσης της κοινωνίας. Για άλλη μια φορά, αυτά μόνο αυτονόητα δεν είναι σήμερα μιας και αγοραίες λύσεις κυριαρχούν ακόμη και στα προγράμματα των πρασίνων. Τα οικονομικά αιτήματα θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν μια ευρωπαϊκή δημόσια τράπεζα, ή πιο ριζοσπαστικά, την κοινωνικοποίηση αυτού του πολύ μεγάλου για να αποτύχει τομέα, ένα ευρωπαϊκό φόρο περιουσίας και κυρώσεις για τις κερδοφόρες εταιρείες που κλείνουν ή μετακινούν εργοστάσια. Σε αυτό το πλαίσιο, ενδιαφέροντα στοιχεία υπάρχουν σε πολλές προτάσεις όπως το σχέδιο Marshall της Γερμανικής Συνδικαλιστικής Συνομοσπονδίας DGB[28] ή το Jobs Plan της ιταλικής συνδικαλιστικής οργάνωσης CGIL, που επιμένει στη χρήση του πλούτου για δημόσιες επενδύσεις μέσω δικαιότερης φορολογίας[29]. Το 2015, οι βουλευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Fabio De Masi (Γερμανία), Paloma Lopez (Ισπανία) και Miguel Viegas (Πορτογαλία) πρότειναν να δοθεί από 2 εως 5% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ σε ένα σχέδιο δημόσιων επενδύσεων[30].
Τα κοινωνικά αιτήματα για ισχυρότερα συνδικαλιστικά δικαιώματα, για παύση του κοινωνικού ντάμπινγκ, για έναν υψηλό ευρωπαϊκό κατώτατο μισθό και γενικευμένη τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών αντιτίθενται στη λογική του ανταγωνισμού συνδέουν το ευρωπαϊκό με τα εθνικά επίπεδα. Τα κινήματα απαιτούν ήδη διαφορετικές πρωτοβουλίες από την Επιτροπή και αγωνίζονται έτσι ώστε η κυβέρνησή τους να αρνείται τις ευρωπαϊκές επιθέσεις σε μισθούς. Τα ριζοσπαστικά δημοκρατικά αιτήματα μπορούν να περιλαμβάνουν την πλήρη διαφάνεια στις συζητήσεις του Συμβουλίου και της Επιτροπής, γιατί τι θα μπορούσαν να κρύβουν; Ο κατάλογος δεν είναι εξαντλητικός. Τρώγοντας έρχεται η όρεξη. Σε ποιο βαθμό αυτά τα ριζοσπαστικά κοινωνικά και δημοκρατικά αιτήματα συμβάλλουν στην εμβάθυνση, τη διεύρυνση και την ένωση των αναδυόμενων κοινωνικών κινημάτων; Πάντως είναι βέβαιο ότι μέσω των κινημάτων η δύναμη του ευρωπαϊκού κεφαλαίου μπορεί να αμφισβητηθεί και μια Ευρώπη ριζικά διαφορετική να κατασκευααστεί, ελεύθερη από τον φονταμενταλισμό της αγοράς και τον εταιρικό αυταρχισμό.
[1] 2 European Commission, Reflection Paper on the Deepening of the Economic and Monetary
Union, May 31, 2017, https://ec.europa.eu/commission/sites/beta-political/files/
reflection-paper-emu_en.pdf.
[2] H. Houben, La crise de trente ans, (Brussels : Editions Aden, 2008).
[3] P. Rimbert, “Le Saint Empire économique allemand,” Le Monde diplomatique,
(Février 2018) : 13
[4] F. Novokmet, T. Piketty & G. Zucman, “From Soviets to Oligarchs: Inequality and
Property in Russia 1905-2016,” National Bureau of Economic Research Working Paper
23712, (August 2017), http://www.nber.org/papers/w23712.
[5] C. Lapavitsas et.al., Crisis in the Eurozone, (London: Verso, 2012).
[6] J. Stigliz, The Euro: How a Common Currency Threatens the Future of Europe, (W. W. Norton & Company, 2016).
[7] Y. Varoufakis & J.K. Galbraith, “Why Europe Needs a New Deal, Not Breakup,” the Nation, October 23, 2017, https://www.thenation.com/article/why-europe-needsa-new-deal-not-breakup/.
[8] J. Galbraith, The Predator State: How Conservatives Abandoned the Free Market and Why Liberals Should Too, (New York: Free Press, 2008): 175.
[9] M. Davidson, “Wolfgang Streeck: The euro, a political error,” Verso, July 29, 2015, https://www.versobooks.com/blogs/2146-wolfgang-streeck-the-euro-a-political-error.
[10] F. Lordon, “Pour une monnaie commune sans l’Allemagne (ou avec, mais pas à la francfortoise),” Le Monde diplomatique, May 25, 2013, https://blog.mondediplo. net/2013-05-25-Pour-une-monnaie-commune-sans-l-Allemagne-ou-avec.
[11] C. Lapavitsas et.al., Crisis in the Eurozone, (London: Verso, 2012): 223.
[12] See for example recently C. Lapavitsas & T. Mariolis, “Eurozone failure, German policies, and a new path for Greece,”Rosa Luxemberg Stifung, March 2017, https:// www.rosalux.de/en/publication/id/14546/eurozone-failure-german-policies-and-anew-path-for-greece/ or C. Durand & S. Villemot, “Balance Sheets afer the EMU: an Assessment of the Redenomination Risk,” Working Paper, October 10, 2016, https:// www.ofce.sciences-po.fr/pdf/dtravail/WP2016-31.pdf.
[13] C. Lapavitsas, “For a Class-Based Strategy of the Lef in Europe,” Catalyst 3, (2017)
[14] 9 Y. Varoufakis & J.K. Galbraith, “Why Europe Needs a New Deal, Not Breakup,” The Nation, October 23, 2017, https://www.thenation.com/article/why-europe-needsa-new-deal-not-breakup/
[15] P. De Grauwe, “Catalonia and Brexit: the same nationalism,” October 4, 2017, http://escoriallaan.blogspot.be/2017/10/catalonia-and-brexit-same-nationalism.html.
[16] K. Ovenden, Syriza, (London: Pluto Press, 2015): 104-132.
[17] C. Mortimer, “British Army ‘could stage mutiny under Corbyn’, says senior serving general,” the Independent, September, 20, 2015, http://www.independent.co.uk/ news/uk/politics/british-army-could-stage-mutiny-under-corbyn-says-senior-serving-general-10509742.html
[18] Karl Marx and Friedrich Engles, Communist Manifesto, 1848.
[19] T. Auvray & C. Durand, “Un capitalisme européen? Retour sur le débat Mandel-Poulantzas” in J.-N. Ducange & R. Keucheyan, La fin de l’état démocratique (Paris: Presses universitaires de France, 2016): 142-161.
[20] Ωστόσο, ξεκάθαρα το γερμανικό κεφάλαιο προσπαθεί και σε μεγάλο βαθμό επιτυγχάνει, να τεθεί σε αυτή την πορεία.
[21] B. Van Apeldoorn, “The European Round Table of Industrialists: Still a Unique Player?” in J. Greenwood, The Efectiveness of EU Business Associations, (Basingstoke: Palgrave, 2002): 194-206.
[22] B. Balanyá, A. Doherty, O. Hoedeman, A. Ma’anit & E. Wesselius, Europe Inc. Regional and Global Restructuring and the Rise of Corporate Power, (London: Pluto Press, 2000): 49
[23] European Round Table of Industrialists, “Reshaping Europe,” 1991, https://www. ert.eu/document/reshaping-europe.
[24] T.L. Friedman, “A Manifesto for the Fast World,” New York Times Magazine, March, 28, 1999.
[25] N. Poulantzas, State, Power, Socialism, (London: Verso, 2014 [1978]).
[26] E. Meiksins Wood, Democracy Against Capitalism: Renewing Historical Materialism, (London: Verso, 2016 [1995]): 275.
[27] B. Bond and Z. Exley, Rules for Revolutionaries, (Vermont: Chelsea Green Publishing,
2016): 13-14
[28] DGB, A Marshall Plan for Europe, December 2012, https://www.ictu.ie/download/ pdf/a_marshall_plan_for_europe_full_version.pdf.
[29] CGIL, Il Piano del lavoro 2013. Creare lavoro per dare futuro e sviluppo al paese. Rome, CGIL
[30] F. De Masi, P. Lopez, and M. Viegas, “Juncker-Voodoo: Why the ‘Investment Plan for Europe’ will not revive the economy,” February 18, 2015, http://www.fabio-de-masi.de/ kontext/controllers/document.php/15.d/4/de7f7b.pdf.