Μάλλον ζούμε τη χρυσή πενταετία της ΝΔ, αν λάβει κανείς υπόψη ότι ακούμε συχνά τον πρωθυπουργό να μιλάει για θεαματική πρόοδο στην οικονομία, με μεγάλη προσέλκυση επενδύσεων, άνοδο των εισοδημάτων. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Μάλλον όχι, και τα ανησυχητικά σημάδια έρχονται από πολλές πλευρές.
Η Ελλάδα είναι η δεύτερη φτωχότερη χώρα της ΕΕ σύμφωνα με τα στοιχεία για το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, το οποίο είναι στο 67% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, λίγο ψηλότερα από τη Βουλγαρία που βρίσκεται στο 64%. Και η τάση δείχνει ότι η Βουλγαρία μάλλον θα μας προσπεράσει σχετικά σύντομα. Η ζημιά που έχει υποστεί η ελληνική οικονομία τα τελευταία 15 χρόνια είναι ανυπολόγιστη, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι το 2009 η χώρα βρισκόταν περίπου στον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Βέβαια η σύγκριση με την Ευρώπη δεν είναι πανάκεια. Γιατί και οι ευρωπαϊκές χώρες αντιμετωπίζουν αντίστοιχα προβλήματα. Ακόμη πιο σημαντικά, γιατί η Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες ακολουθεί την ίδια νεοφιλελεύθερη συνταγή, και συνεπώς δεν αποτελεί απαραίτητα το ιδεατό μέτρο σύγκρισης στο οποίο θα έπρεπε να προσβλέπουμε.
Αρνητικές πρωτιές
Κοιτώντας λοιπόν τα στοιχεία της ελληνικής οικονομίας αναδεικνύεται εύκολα ότι η εικόνα κάθε άλλο παρά αισιόδοξη είναι. Τα τελευταία δύο χρόνια η χώρα μαστίζεται από μια διαρκή κρίση υψηλού πληθωρισμού που ξεκίνησε μεν από εξωγενείς παράγοντες, ενισχύεται όμως από τα εγχώρια δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας με έλλειψη ανταγωνισμού και ύπαρξη καρτέλ. Τα πιο πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι οι τιμές αυξήθηκαν κατά 3,2% σε ένα χρόνο, ενώ σωρευτικά οι τιμές είναι αυξημένες κατά 17% σε σχέση με το 2020. Σε σύγκριση με το 2020 πρωταθλητές σε αυξήσεις είναι τα τρόφιμα (30% ακριβότερα), η στέγαση (19% ακριβότερη) και οι μεταφορές (23% ακριβότερα). Όλες κατηγορίες που έχουν μεγάλο μερίδιο στον προϋπολογισμό των χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων και άρα έχουν και μεγαλύτερη επίπτωση στην καθημερινότητά τους.
Ειδικά για τη στέγαση η Ελλάδα καταγράφει αρνητικές πρωτιές σε πολλά επίπεδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat για το 2021 προκύπτει ότι στην Ελλάδα το 26,7% των νοικοκυριών ξοδεύουν πάνω από το 40% του εισοδήματός τους για τη στέγαση (1η Θέση – o ευρωπαϊκός μ.ο. είναι 8,7% των νοικοκυριών). Επίσης την χειρότερη θέση έχουμε ως προς το ποσοστό των δαπανών στέγασης (34,2% του διαθέσιμου εισοδήματος για την Ελλάδα όταν ο ευρωπαϊκός μ.ο. είναι 19,3%). Από τα παραπάνω δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι 7 στους 10 Έλληνες δηλώνουν πλέον ότι νιώθουν φτωχοί ή ότι βρίσκονται στο όριο της φτώχειας.
Αυτό το συναίσθημα εξάλλου αποδεικνύεται και από τα στοιχεία για τη φτώχεια και τις ανισότητες της ΕΛΣΤΑΤ. Ενώ λοιπόν η χώρα την περίοδο 2015 – 2019 είχε πτωτική τάση, και άρα εικόνα βελτίωσης, τόσο στη φτώχεια όσο και τις ανισότητες, η τάση αυτή έχει πλέον ανατραπεί. Ενώ το 2019 το 17,7% του πληθυσμού βρισκόταν σε κίνδυνο φτώχειας, το 2022 το ποσοστό αυτό είχε αυξηθεί στο 18,8%. Ταυτόχρονα ο δείκτης S80/S20 αυξήθηκε από το 5,23 στο 5,28. Με άλλα λόγια το πλουσιότερο 20% στην Ελλάδα έχει 5 φορές μεγαλύτερο εισόδημα από το φτωχότερο 20% και η απόσταση αυξάνεται.
Εγχώριες πολιτικές ή εξωγενή φαινόμενα;
Σχετίζονται όλα αυτά με τις πολιτικές της ΝΔ ή είναι αποκλειστικά εξωγενή φαινόμενα που είναι πέρα από τον έλεγχο της ελληνικής κυβέρνησης; Μάλλον το πρώτο ισχύει καθώς τα τελευταία 4,5 χρόνια στόχος της κυβέρνησης ήταν να αποδυναμωθούν οι εργαζόμενοι και να δοθεί μεγαλύτερη δύναμη στους κατόχους του κεφαλαίου και των μέσων παραγωγής. Σε αυτή την κατεύθυνση είναι η συστηματική κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων, η αποδυνάμωση των συλλογικών συμβάσεων, η ελαστικοποίηση του ωραρίου κ.α. Και ταυτόχρονα βέβαια έχουμε μείωση της φορολογίας στα υψηλά εισοδήματα και αποσάθρωση των δημοσίων υπηρεσιών, όπως η υγεία και η παιδεία, μέσω της χρόνιας υποχρηματοδότησης έτσι ώστε να διευκολυνθεί η είσοδος των ιδιωτών.
Αν ρωτήσει κανείς οποιονδήποτε θιασώτη του νεοφιλελευθερισμού θα πει ότι αυτά είναι απαραίτητα για να έρθει η ανάπτυξη. Είναι το γνωστό επιχείρημα των trickle-down economics. Η απορρύθμιση στην αγορά εργασίας και η μείωση της φορολογίας είναι απαραίτητες για να γίνουν οι επενδύσεις που θα φέρουν την οικονομική ανάπτυξη. Και η ανάπτυξη – το γνωστό «να μεγαλώσει η πίτα» – θα αυξήσει τα εισοδήματα όλων.
Όμως και εδώ τα αποτελέσματα είναι πενιχρά. Ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου της χώρας το 2023 ήταν μόλις 13,9% του ΑΕΠ, άλλη μια τελευταία θέση στην Ευρώπη όπου οι επενδύσεις είναι στο 22,2% του ΑΕΠ. Ακόμη χειρότερα ο καθαρός σχηματισμός παγίου κεφαλαίου ήταν οριακά θετικός στο 0,94% του ΑΕΠ. Ταυτόχρονα, η εικόνα της χώρας πόλου έλξης των ξένων επενδύσεων τίθεται υπό αμφισβήτηση καθώς το 2023 οι άμεσες ξένες επενδύσεις μειώθηκαν κατά 40% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι η πραγματική ανάπτυξη είναι στο αναιμικό 2%.
Βλέπουμε συνολικά λοιπόν μια εικόνα που ευθέως αμφισβητεί το κυβερνητικό αφήγημα του success story. Και αυτό το επισημαίνουν οι διεθνείς οργανισμοί και το λαμβάνουν υπόψη στις αξιολογήσεις τους για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας. Ενδεικτική είναι η τάση να μειώνονται οι προσδοκίες για τη μέση ανάπτυξη στην Ελλάδα μεσοπρόθεσμα. Οι τελευταίες βρίσκονται περίπου στο 1,5%, ένα νούμερο που δεν δημιουργεί αισιοδοξία για ταχεία σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Όλα τα παραπάνω δεν είναι τυχαία, αλλά συναρτώνται ευθέως με τις πολιτικές της ΝΔ. Πιστή στο νεοφιλελεύθερο δογματισμό της, αρνείται να αναγνωρίσει ότι είναι απαραίτητο μια χώρα να έχει σχεδιασμό και βιομηχανική πολιτική αν θέλει να επιτύχει ένα παραγωγικό μοντέλο που να διασφαλίζει ανάπτυξη και να μπορεί να ενσωματώσει τις αναγκαιότητες της πράσινης μετάβασης. Η ΝΔ θεωρεί ότι αυτά θα λυθούν από το αόρατο χέρι της αγοράς. Το τελευταίο όμως έχει οδηγήσει σε ανάπτυξη που στηρίζεται κυρίως στις κατασκευές και τον τουρισμό, και άμεσες ξένες επενδύσεις που εκτός από κάποιες λίγες επενδύσεις μεγάλων επιχειρήσεων τεχνολογίας (που μικρή επίδραση θα έχουν στις αναπτυξιακές προοπτικές) οι υπόλοιπες είναι κυρίως στο χρηματοπιστωτικό τομέα και σε ακίνητα. Βέβαια η κυβέρνηση αρνείται να παραθέσει στοιχεία για τη σύνθεση των επενδύσεων γιατί ξέρει ότι θα φανούν όλες αυτές οι αδυναμίες, ωστόσο η πραγματικότητα μιλάει από μόνη της.
Απαραίτητη η εξωγενής παρέμβαση
Έτσι λοιπόν η Ελλάδα βρίσκεται σε μια ισορροπία καθόλου θετική. Από τη μια πλευρά η κυβέρνηση δεν επενδύει και δεν σχεδιάζει την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, και από την άλλη ο ιδιωτικός τομέας βγάζει κέρδη στηριζόμενος στο χαμηλό κόστος εργασίας χωρίς να αναγκάζεται να επενδύσει σε νέες τεχνολογίες και κλάδους υψηλής παραγωγικότητας. Πρόκειται για μια παγίδα χαμηλής μεσοπρόθεσμης ανάπτυξης, χαμηλών μισθών και υψηλής ανεργίας, αφού δεν υπάρχουν ούτε οι δίαυλοι ούτε οι δυνάμεις που θα αλλάξουν αυτή την ισορροπία ενδογενώς και είναι απαραίτητη μια εξωγενής παρέμβαση. Και αυτή η παρέμβαση μπορεί να έρθει μόνο από το κράτος.
Χρειάζεται λοιπόν ένα δημόσιο που να θέλει να παρέμβει ενεργά στην οικονομία για να την βγάλει από το σημερινό τέλμα, αλλά και να τη βάλει στην κατεύθυνση που θα τη θωρακίσει από τους κινδύνους του μέλλοντος. Και η ΝΔ έχει αποδείξει ότι ούτε θέλει ούτε μπορεί να το κάνει αυτό. Η μόνη λύση είναι μια κυβέρνηση που θα ενισχύσει την εργασία και θα προωθήσει ένα παραγωγικό μοντέλο ικανό να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις του μέλλοντος στηριζόμενο σε ένα αναπτυξιακό κράτος που θα εμπλέκει όλους τους φορείς για να εκμεταλλεύεται την γνώση που είναι διάχυτη στην κοινωνία και θα σχεδιάζει με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον.
Χρήστος Τσίτσικας