Macro

Δέσποινα Λαλάκη: Κυνήγι μαγισσών στις εμπόλεμες πανεπιστημιουπόλεις των ΗΠΑ

Μνήμες από την εποχή του πολέμου στο Βιετνάμ αναβιώνουν στα αμερικανικά πανεπιστήμια ● Το ρωμαλέο αντιπολεμικό φοιτητικό κίνημα εξαπλώνεται απαιτώντας τον τερματισμό της γενοκτονίας στη Γάζα και η αστυνομία αντιμετωπίζει με δακρυγόνα, πλαστικές σφαίρες και ελεύθερους σκοπευτές ειρηνικές ομιλίες και συγκεντρώσεις ● Τα συστημικά ΜΜΕ δαιμονοποιούν τους εξεγερμένους, οδηγώντας στην πυρά πρυτάνεις και καθηγητές, κλίμα που εργαλειοποιούν η Ακροδεξιά και οι σιωνιστές.
 
Την ώρα που η πρόεδρος του Κολούμπια Νεμάτ Μινούς Σαφίκ έλεγε το «απετάξω τω σατανά; – απεταξάμην!» αποκηρύσσοντας τον αντισημιτισμό ενώπιον της Επιτροπής Παιδείας του Κογκρέσου στις 17 Απριλίου και στοχοποιώντας ονομαστικά καθηγητές, οι φοιτητές είχαν ήδη στήσει σκηνές στο κέντρο της πανεπιστημιούπολης απαιτώντας την οικονομική αποδέσμευση του πανεπιστημίου από το Ισραήλ και την άμεση και μόνιμη κατάπαυση του πυρός στη Γάζα και την κατεχόμενη Παλαιστίνη.
 
Από τότε και μέσα σε λιγότερο από δύο εβδομάδες οι πανεπιστημιακές κινητοποιήσεις έχουν εξαπλωθεί σε όλη τη χώρα και έχουν περάσει στην Ευρώπη, στην Αυστραλία και στη Μέση Ανατολή ενώ η άγρια αστυνομική καταστολή και η δαιμονοποίηση του κινήματος από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης καλλιεργούν ένταση και κλίμα φόβου που καρπώνεται η Ακροδεξιά και εργαλειοποιούν οι σιωνιστές.
 
Η κατάθεση της -αιγυπτιακής καταγωγής- Νεμάτ Σαφίκ, η οποία έχει διατελέσει αντιπρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας και υποδιευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, ήταν η τέταρτη στη σειρά μετά τις πολύκροτες καταθέσεις των επικεφαλής των Πανεπιστημίων ΜΙΤ, Χάρβαρντ και του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, όλες γυναίκες, οι οποίες κλήθηκαν να αποκηρύξουν τις κινητοποιήσεις ενάντια στη γενοκτονία των Παλαιστινίων ως συμπτώματα αντισημιτισμού.
Οι διώξεις
 
Οι ακροάσεις που οδήγησαν στην παραίτηση των Κλοντίν Γκέι και Ελίζαμπεθ Μαγκίλ από το Χάρβαρντ και το UPenn αντίστοιχα έχουν από τη μια ενδυναμώσει τους Ρεπουμπλικανούς, που πλειοψηφούν στην Επιτροπή και σκοπεύουν να συνεχίσουν με ακροάσεις ανώτερων αξιωματούχων στο σύστημα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης της Νέας Υόρκης, του Μέριλαντ και της Καλιφόρνιας, και από την άλλη έχουν κινητοποιήσει την ακαδημαϊκή κοινότητα η οποία φαίνεται να βγαίνει από τον πολιτικό της λήθαργο.
 
Στους τέσσερις μήνες αναβολής που η Νεμάτ Σαφίκ εξασφάλισε -είχε κληθεί να καταθέσει τον Δεκέμβριο μαζί με τις άλλες προέδρους- φρόντισε να προετοιμάσει τα διαπιστευτήριά της με μια σειρά από πειθαρχικές διώξεις που εντείνονταν όσο πλησίαζε η προγραμματισμένη ακρόαση στο Κογκρέσο.
 
Η διοίκηση του Κολούμπια -το οποίο έχει μακρά παράδοση τόσο στις Μεσανατολικές Σπουδές λόγω του Εντουαρντ Σαΐντ όσο και φοιτητική ριζοσπαστική παράδοση- ήδη από τον Νοέμβριο, με συνοπτικές διαδικασίες και με πρόσχημα την παραβίαση κανόνων του πανεπιστημίου, ανέστειλε τη λειτουργία δύο φοιτητικών συλλόγων, Δικαιοσύνη στην Παλαιστίνη (Students for Justice in Palestine) και Εβραϊκή Φωνή για την Ειρήνη (Jewish Voice for Peace).
 
Με το ίδιο πνεύμα αντιμετωπίστηκαν και οι διαδηλώσεις-κατασκηνώσεις τόσο στο Κολούμπια όσο και σε άλλα πανεπιστήμια όπως το NYU όπου, με πρόσκληση της διοίκησης, η αστυνομία προχώρησε σε μαζικές συλλήψεις πυροδοτώντας ακόμα μεγαλύτερο κύμα αντιδράσεων.
 
Οι εικόνες στρατιωτικοποίησης των αμερικανικών πανεπιστημίων -δακρυγόνα, πλαστικές σφαίρες, ελεύθεροι σκοπευτές απέναντι σε ειρηνικές ομιλίες και συγκεντρώσεις αλλά και η εμφάνιση ακροδεξιών ομάδων στις πύλες των πανεπιστημίων- ανακαλούν μνήμες από την εποχή του πολέμου του Βιετνάμ και του μαζικού φοιτητικού αντιπολεμικού κινήματος.
 
Κατηγορίες για δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους εκτοξεύονται από όλες τις πλευρές τους τελευταίους μήνες, με πιο σοβαρή από αυτές ότι το σύνθημα «Από το ποτάμι μέχρι τη θάλασσα» (From the river to the sea) έχει χαρακτήρα αντισημιτικό. Η Βουλή των Αντιπροσώπων με ψήφισμά της στις 16 Απριλίου χαρακτήρισε και επίσημα το σύνθημα ως τέτοιο.
 
Από την άλλη, ανοιχτές επιστολές, ψηφίσματα και δημόσιες δηλώσεις προς υπεράσπιση της ελευθερίας του λόγου και της ελευθερίας της ακαδημαϊκής έκφρασης αποτελούν μέρος της καθημερινότητας των αμερικανικών πανεπιστημίων.
 
Οργανώσεις που αριθμούν πολλές χιλιάδες μέλη όπως η Αμερικανική Ενωση Καθηγητών Πανεπιστημίου (AAUP), η Αμερικανική Ενωση Κοινωνιολογίας (ASA), η Αμερικανική Ανθρωπολογική Ενωση (AAA), μεταξύ άλλων, καλούν σε υπεράσπιση της ακαδημαϊκής ελευθερίας και του δικαιώματος στη συνδιοίκηση του πανεπιστημίου, άμεση και μόνιμη κατάπαυση του πυρός, αποεπένδυση από εταιρείες ισραηλινών συμφερόντων και ακαδημαϊκό μποϊκοτάζ ισραηλινών ιδρυμάτων.
 
Τα μέλη ΔΕΠ εκφράζουν πλέον ανοιχτά την αγανάκτησή τους με τις διοικήσεις των πανεπιστημίων τους. Στο Κολέγιο του Μπάρναρντ του Πανεπιστημίου του Κολούμπια, για πρώτη φορά στην ιστορία του, οι καθηγητές κατέθεσαν ψήφο μη εμπιστοσύνης προς την πρόεδρό του.
Τρομοκράτες καθηγητές
 
Οι εμβληματικές και μάλλον παραδειγματικές επιθέσεις στα πλέον διακεκριμένα φιλελεύθερα πανεπιστήμια της χώρας, όπου αναπαράγονται οι πολιτικο-οικονομικές εθνικές αλλά και διεθνείς ελίτ, είναι ενδεικτικές μιας γενικευμένης συντηρητικής εγρήγορσης που έρχεται ως αντίδραση, αν όχι αντεπανάσταση, στις εξεγέρσεις και τα κινήματα των τελευταίων χρόνων ενάντια στη δυτική αποικιοκρατική κληρονομιά των έμφυλων και φυλετικών ανισοτήτων, του δυτικοκεντρισμού, των εθνικισμών και του φυλετικού καπιταλισμού.
 
Οι επιθέσεις αυτές είναι επίσης συντονισμένες και έχουν προϊστορία. Ωστόσο, ποτέ άλλοτε δεν είχε γίνει η πανεπιστημιακή διοίκηση κύριος στόχος σιωνιστικών αντιδράσεων, οι οποίες μέχρι τώρα επικεντρώνονταν κυρίως στην άσκηση περιορισμού του ακαδημαϊκού λόγου και της ελευθερίας των διδασκόντων.
 
Από τις πλέον γνωστές είναι ίσως η περίπτωση της παλαιστινιακής καταγωγής ανθρωπολόγου Νάντια Αμπού ελ Χατζ, καθηγήτριας στο Κολούμπια, η οποία το 2007, με αφορμή τη δημοσίευση του βιβλίου της για τον ρόλο της αρχαιολογίας στην οικοδόμηση του σιωνιστικού αφηγήματος και του ισραηλινού έθνους, δέχτηκε σφοδρές επιθέσεις από διάφορους εξω-πανεπιστημιακούς κύκλους, οι οποίοι καλούσαν να μην της δοθεί η μονιμότητα για την οποία κρινόταν την περίοδο εκείνη, διαδικασία η οποία αφορά αποκλειστικά την ακαδημαϊκή κοινότητα.
 
Το 2014, ο Στίβεν Σαλάιτα, Αμερικανός καθηγητής στις Σπουδές Γηγενών Πληθυσμών και δημόσιος διανοούμενος, επίσης παλαιστινιακής καταγωγής, διώχθηκε από το Πανεπιστήμιο του Ιλινόι μετά από μια σειρά αντιδράσεων σε σχόλιά του στο twitter ενάντια στους βομβαρδισμούς της Γάζας από το Ισραήλ την περίοδο εκείνη.
 
Στους διάφορους σιωνιστικούς κύκλους καθηγητές όπως, μεταξύ πολλών άλλων, η Ελ Χατζ ή ο Εντουαρντ Σαΐντ παλιότερα, είναι γνωστοί ως μονιμοποιημένοι βάρβαροι (tenured barbarians) και καθηγητές του τρόμου ή τρομοκράτες καθηγητές (professors of terror), αντισημίτες και πολέμιοι του κράτους του Ισραήλ – δύο θέσεις οι οποίες όχι τυχαία ούτε άσκοπα συγχέονται.
 
H κατηγορία του αντισημιτισμού λειτουργεί ως δούρειος ίππος, ο οποίος κρύβει πολλές διαφορετικές δυνάμεις που δεν έχουν στόχο ούτε την καταπολέμηση του ρατσισμού αλλά ούτε και την υπεράσπιση της ελευθερίας του λόγου, πόσο μάλιστα της ακαδημαϊκής ελευθερίας.
Οι τέσσερις άξονες
 
Σύμφωνα με δημοσίευμα στον ισραηλινό ειδησεογραφικό ιστότοπο Ynetnews, ένα από τα μεγαλύτερα μέσα ενημέρωσης στη χώρα, αποτελεί μέρος μιας ευρείας εκστρατείας παρενόχλησης και εκφοβισμού διοικητικών, καθηγητών και φοιτητών στα αμερικανικά πανεπιστήμια, της οποίας ηγούνται τα υπουργεία Εξωτερικών και Διασπορικών Υποθέσεων.
 
Το σχέδιο φέρεται να έχει τουλάχιστον τέσσερις διαφορετικούς άξονες – άξονα συνείδησης, νομικό άξονα, οικονομικό άξονα και επεξηγηματικό άξονα. Σύμφωνα με τον πρώτο, το ζητούμενο είναι οι προσωπικές, οικονομικές και εργασιακές επιπτώσεις για τους φιλοπαλαιστίνιους καθηγητές και φοιτητές και η άσκηση πίεσης σε εταιρείες και επαγγελματικά σωματεία.
 
Ο νομικός άξονας αφορά την απονομιμοποίηση οργανώσεων και φοιτητικών συλλόγων όπως οι Φοιτητές για τη Δικαιοσύνη στην Παλαιστίνη και η Εβραϊκή Φωνή για την Ειρήνη, ενώ ο οικονομικός άξονας προβλέπει τον εντοπισμό κορυφαίων δωρητών οι οποίοι μπορούν να εκβιάσουν οικονομικά τα πανεπιστήμια που υποστηρίζουν.
 
Ο τελευταίος άξονας δίνει έμφαση στην επικοινωνιακή στρατηγική προσφέροντας μια εργαλειοθήκη εννοιών και επιχειρημάτων διαθέσιμων σε φιλοϊσραηλινούς καθηγητές και φοιτητές προκειμένου να αντιμετωπίσουν κατηγορίες περί γενοκτονίας, εποικιστικής αποικιοκρατίας ή εθνικής εκκαθάρισης, έννοιες τις οποίες και οι New York Times, σύμφωνα με δημοσίευμα που διέρρευσε, έχουν υποδείξει στους δημοσιογράφους τους να αποφεύγουν.
 
Η συγκεκριμένη εκστρατεία φαίνεται να κεφαλαιοποιεί και να επεκτείνει δράσεις και στρατηγικές οι οποίες εφαρμόζονται εδώ και χρόνια στις ΗΠΑ δοκιμάζοντας τα όρια της νομιμότητας. Η Επιχείρηση Καναρίνι (Canary Mission), σε λειτουργία ήδη από το 2014, η οποία σύμφωνα με περιγραφή στην ιστοσελίδα της «καταγράφει ανθρώπους και ομάδες που προωθούν το μίσος για τις ΗΠΑ, το Ισραήλ και τους Εβραίους» και ερευνά «το μίσος σε όλο το βορειοαμερικανικό πολιτικό φάσμα, συμπεριλαμβανομένων των ακροδεξιών, των ακροαριστερών και των ακτιβιστών κατά του Ισραήλ» καλεί, πάλι από την ιστοσελίδα της, σε βοήθεια για «την αποκάλυψη του μίσους ειδοποιώντας μας για αντισημιτική δραστηριότητα στην πανεπιστημιούπολη του κολεγίου σας και όχι μόνο».
 
Η οικονομική στήριξη οργανώσεων αυτού του είδους ακολουθεί δαιδαλώδη μονοπάτια, μια και οι Αμερικανοί δωρητές τους θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν κατηγορίες ότι δρουν ως πράκτορες ξένης δύναμης.
 
Η γερουσιαστής της Νέας Υόρκης, επίδοξη αντιπρόεδρος στο πλευρό του Τραμπ, Λιζ Στεφάνικ, και μέλος της Επιτροπής για την Εκπαίδευση, ήταν εκείνη που ηγήθηκε της εξέτασης των τριών γυναικών προέδρων του MIT, Χάρβαρντ, του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια και πιο πρόσφατα του Κολούμπια.
 
Εκείνο που έκανε ωστόσο ακόμα μεγαλύτερη αίσθηση ήταν οι ανοιχτές δημόσιες επιθέσεις που εξαπέλυσαν μεγάλοι χρηματοδότες, κάποιοι απόφοιτοι αλλά και μέλη των διοικητικών συμβουλίων των αντίστοιχων πανεπιστημίων χρησιμοποιώντας τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις των Γουίλιαμ Ακμαν, Μαρκ Ρόουαν και Ρόμπερτ Κραφτ. Ο τελευταίος μάλιστα, ο οποίος απειλεί να αποσύρει χρηματοδότηση από το Κολούμπια, φαίνεται ότι χρηματοδοτεί με επταψήφια ποσά την Αμερικανοϊσραηλινή Επιτροπή Δημόσιων Υποθέσεων (AIPAC).
Στόχος η φιλελεύθερη ορθοδοξία των πανεπιστημίων
 
Οι συντηρητικοί κύκλοι πιέζουν το κίνημα απειλώντας με απόσυρση της ομοσπονδιακής και ιδιωτικής χρηματοδότησης, ωστόσο στο πλευρό των φοιτητών στέκονται σθεναρά όλο και περισσότεροι καθηγητές που αντιστέκονται στην εμπορευματοποίηση των ΑΕΙ, τη σύνδεσή τους με το στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα και την επιχείρηση κατάληψής τους από τους ακροδεξιούς
 
Tις πολύκροτες αυτές επιθέσεις θα μπορούσε κανείς να παραβλέψει ή να παραγνωρίσει ως ενδοοικογενειακές υποθέσεις των κοινωνικο-πολιτικών και οικονομικών ελίτ που ιδρύματα όπως τα παραπάνω αντιπροσωπεύουν. Ωστόσο, ακόμα και μετά την παραίτηση των δύο προέδρων, οι επιθέσεις εν ονόματι του αντισημιτισμού συνεχίζονται με αμείωτη ένταση και στόχο έχουν τη φιλελεύθερη ορθοδοξία των πανεπιστημίων, όπως την αντιλαμβάνονται οι επιτιθέμενοι, η οποία ανέχεται ή και προωθεί τον αντισημιτισμό, μεταξύ άλλων, και μια woke πολιτική, όπως αυτήν που ανέδειξε την πρώτη Αφρο-Αμερικανή γυναίκα στη θέση προέδρου του Χάρβαρντ, σύμφωνα πάντα με τους επικριτές της.
 
Βασικός μοχλός πίεσης είναι η χρηματοδότηση που μεγαλο-χορηγοί, όπως οι παραπάνω, απειλούν να αποσύρουν αλλά και πιέσεις για κατάργηση της όποιας ομοσπονδιακής χρηματοδότησης και φορολογικών απαλλαγών ορισμένων πανεπιστημίων.
 
Η προσπάθεια έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας εχθρικής κατάληψης των βασικών ακαδημαϊκών λειτουργιών του πανεπιστημίου ενώ οι υποκινητές της, όπως ο Αντριου Σάμπιν, Ρεπουμπλικανός πολυ-δισεκατομμυριούχος που έκανε περιουσία στην ανακύκλωση μετάλλων, την έχει χαρακτηρίσει θετικά ως μια πολύ, πολύ επιθετική πορεία προς τα εμπρός.
Οι πανεπιστημιακοί
 
Στον αντίποδα των επιθέσεων αυτών βρίσκονται όχι μόνο φοιτητές που από τον Οκτώβριο αντιστέκονται πεισματικά και καταγγέλλουν τη σφαγή των Παλαιστινίων από τις κυβερνήσεις του Ισραήλ, των ΗΠΑ και των συμμάχων τους αλλά και αρκετοί πλέον καθηγητές οι οποίοι αντιστέκονται στην εμπορευματοποίηση του πανεπιστημίου, τη σύνδεσή του με το στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα και την επιχείρηση κατάληψής του από τους νεο-συντηρητικούς και ακροδεξιούς κύκλους που στόχο έχουν τη ριζική αναμόρφωση της αμερικανικής τριτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Η προσπάθεια συναντιέται με την ευρέως και καλά στοιχειοθετημένη ατζέντα του ισραηλινού λόμπι στα αμερικανικά πανεπιστήμια που στόχο έχει εδώ και χρόνια τις μετα-αποικιακές σπουδές και όποια κριτική τοποθέτηση απέναντι στο σιωνιστικό εποικιστικό πρόγραμμα του Ισραήλ.
 
Χαρακτηριστική είναι σε αυτό το σημείο η πρόταση του Μαρκ Ρόουαν προς το διοικητικό συμβούλιο του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, μετά και την παραίτηση της προέδρου, με τίτλο «Από εδώ και μπρος» (Moving Forward), διατυπωμένη ως μια σειρά ερωτήσεων σχετικά με την κατεύθυνση του πανεπιστημίου, την κατάργηση ακαδημαϊκών προγραμμάτων, τον επαναπροσδιορισμό των κριτηρίων πρόσληψης των πανεπιστημιακών δασκάλων και της εισαγωγής των φοιτητών με βάση την αριστεία, κάτι το οποίο ερμηνεύτηκε ως εξάλειψη των παραμέτρων της διαφορετικότητας με βάση το φύλο ή τη φυλή.
 
Να θυμίσουμε εδώ ότι μερικούς μήνες πριν το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας μετά από προσφυγή που στρεφόταν κατά του Χάρβαρντ και του Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας, έκρινε παράνομα τα προγράμματα που αντιμετωπίζουν ευνοϊκά φοιτητές με βάση τη φυλή.
 
Οι μαζικές κινητοποιήσεις και η βίαιη καταστολή τους στις αμερικανικές πανεπιστημιουπόλεις -ενώ γράφονται οι τελευταίες αυτές γραμμές ειδικές δυνάμεις της αστυνομίας της Νέας Υόρκης εισβάλλουν στο Κολούμπια και το Πανεπιστήμιο της Πόλης της Νέας Υόρκης (CCNY)- δείχνουν και τα όρια του φιλελευθερισμού, τόσο έξω όσο και μέσα στο πανεπιστήμιο.
 
Ο Στίβεν Σαλάιτα σε ένα πρόσφατο άρθρο του με τίτλο «Η Παλαιστίνη εξαιρείται από την ελευθερία του λόγου» εξηγεί ότι αυτή, η ελευθερία του λόγου δηλαδή, είναι απείθαρχη -ξεφεύγει από ορισμούς- γιατί είναι πάντα ιδεολογική και ενσωματωμένη στο εκάστοτε σύστημα εξουσίας.
 
Στον Παγκόσμιο Βορρά εργαλειοποείται για να προσφέρει πολιτικό και πολιτισμικό πλεονέκτημα και νομιμοποίηση, καθορίζει ποιος έχει δικαίωμα λόγου, κατηγοριοποιεί και οργανώνει τη δημόσια συζήτηση, μετονομάζει το διεθνές κίνημα αντίστασης σε φανατισμό, αποκηρύσσει τους Εβραίους που ξεσηκώνονται ενάντια στο σιωνιστικό κράτος του Ισραήλ, στοχοποιεί ως τρομοκράτες τους μουσουλμάνους εξεγερμένους και ως αριστερούς εξτρεμιστές τους ταξικούς αντιπάλους.
 
Η ελευθερία του λόγου καθορίζει τα όρια ανάμεσα στην ελευθερία και την ανελευθερία όπως ο φιλελευθερισμός διαχωρίζει ανάμεσα σε άξιους και ανάξιους της κοινότητας των ελευθέρων και αναγνωρίζει διαφορετικά δικαιώματα ανάλογα με την κοινωνική θέση ή την εθνική, φυλετική και πολιτισμική καθαρότητα.
 
Η επίθεση ξημερώματα Πρωτομαγιάς στα πανεπιστήμια της Νέας Υόρκης μπορεί να αποτελεί έναν σταθμό στο ραντεβού με την Ιστορία που η Δύση φαίνεται να έχει στη Γάζα, όπως γράφει κάπου ο Γάλλος οικονομολόγος και φιλόσοφος Φρέντερικ Λόρντον, καθώς η ώρα του απολογισμού για το αποικιακό εγχείρημα που αυτοαποκαλείται Δύση και διεκδικεί το μονοπώλιο του πολιτισμού και της ελευθερίας πλησιάζει.
 
Η Δέσποινα Λαλάκη είναι καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο City University of New York-CUNY