Καθώς φτάνουμε στα δύο χρόνια από τις εκλογές, η κυβέρνηση έχει μπει σε μια διαρκή συζήτηση για παροχές και μειώσεις φόρων, με αφορμή και το υπερπλεόνασμα του 2024.
Το πρώτο ερώτημα που πρέπει να τεθεί, είναι αν είναι απαραίτητο να μειωθούν οι φόροι συνολικά. Από τεχνικής άποψης, η Ελλάδα βρίσκεται πολύ κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ. Παρόλο που μετά από δεκαετίες νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας δεν υπάρχει κανένας λόγος να πιστεύουμε ότι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι σε κάποιο βέλτιστο επίπεδο –μάλλον χαμηλότερος των αναγκαίων είναι– ακόμη και με αυτό το κριτήριο είναι μύθος η άποψη ότι στην Ελλάδα στο σύνολο υπάρχει υπερφορολόγηση και ότι είναι απαραίτητη μία μείωση των φόρων γενικώς.
Οπότε τίθεται το ερώτημα αν, από ιδεολογικής άποψης, πρέπει να υποστηρίζουμε τη μείωση των φόρων γενικά. Η απάντηση είναι και πάλι όχι. Άλλωστε, πρόκειται για τη βασική διαχωριστική γραμμή Αριστεράς και Δεξιάς –oι φόροι είναι το βασικό εργαλείο αναδιανομής του πλούτου, λαμβάνοντας πόρους από αυτούς που έχουν υψηλά εισοδήματα και πλούτο για να χρηματοδοτηθεί το κοινωνικό κράτος, αλλά και κάθε μέτρο άμεσης στήριξης των πιο αδύναμων. Συνεπώς το πραγματικό ερώτημα είναι πώς θα γίνει η φορολογία πιο προοδευτική, πώς θα αντιμετωπιστούν υπάρχουσες στρεβλώσεις, και πώς θα διασφαλιστεί ότι τα φορολογικά έσοδα επαρκούν για να χρηματοδοτήσουν τις δράσεις που πρέπει να αναλαμβάνει ένα κοινωνικό και αναπτυξιακό κράτος.
Η αδικία των έμμεσων φόρων
Αναφορικά με την ενίσχυση της προοδευτικότητας του φορολογικού συστήματος και της αντιμετώπισης πιθανών στρεβλώσεων, η συζήτηση μπορεί να περιλαμβάνει στοχευμένες μειώσεις φόρων, αλλά και συγκεκριμένες αυξήσεις φόρων (ή επιβολή νέων φόρων).
Ένα σημαντικό πρόβλημα στην Ελλάδα είναι η έμμεση φορολογία, όπου έχουμε υψηλότερα έσοδα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Οι έμμεσοι φόροι χαρακτηρίζονται ως αντίστροφα προοδευτικοί, αφού καθώς αυξάνεται το εισόδημα η φορολογική επιβάρυνση (ως ποσοστό επί του εισοδήματος) μειώνεται. Στην Ελλάδα διαχρονικά χρησιμοποιούνται για να αντισταθμίσουν τις απώλειες από τη φοροδιαφυγή, πράγμα που καθιστά δύσκολη κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια. Ωστόσο, μια πρώτη πολιτική στόχευση θα μπορούσε να είναι μια στοχευμένη μείωση των έμμεσων φόρων σε είδη πρώτης ανάγκης (π.χ. κάποια τρόφιμα, είδη υγιεινής κλπ).
Ταυτόχρονα, θα πρέπει η φορολογία εισοδήματος να γίνει πιο προοδευτική. Σε αυτό το επίπεδο τα τελευταία χρόνια οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης είναι προς την αντίθετη κατεύθυνση. Από τη μία έχουμε μια φορολογική κλίμακα που είναι μεν προοδευτική (και εδώ υπάρχουν δυνατότητες βελτίωσης), αλλά τα τελευταία χρόνια δεν έχει αναπροσαρμοστεί προκειμένου να λάβει υπόψη τον πληθωρισμό. Το αποτέλεσμα είναι, για παράδειγμα, με τις αυξήσεις του κατώτατου μισθού να αυξάνεται και η φορολογική επιβάρυνση των ατόμων που τον λαμβάνουν και άρα να μειώνεται το ποσό της αύξησης που λαμβάνουν. Πρόκειται για διεύρυνση της λεγόμενης φορολογικής βάσης από την κάτω πλευρά.
Φορολογικές στρεβλώσεις
Την ώρα που διευρύνεται με αυτό τον τρόπο η φορολογική βάση (δηλαδή οι άνθρωποι που πληρώνουν φόρο) και η φορολογική επιβάρυνση στην εργασία αυξάνεται (δεδομένου ότι μερίδα των εργαζομένων πηγαίνουν σε υψηλότερες κλίμακες, καθώς αυξάνονται οι μισθοί τους) η φορολογία των κερδών και των εισοδημάτων από κεφάλαιο μειώνονται: η Ελλάδα έχει χαμηλότερο συντελεστή από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στη φορολογία κερδών, τον δεύτερο χαμηλότερο συντελεστή στη φορολογία μερισμάτων (5%), χαμηλή φορολογία στα έσοδα από εταιρικά ομόλογα (5%), και πληθώρα άλλων εισοδημάτων που φορολογούνται αυτοτελώς με χαμηλούς συντελεστές.
Και η κατεύθυνση αναμένεται να παραμείνει η ίδια, αφού στα σχέδια της κυβέρνησης φαίνεται να είναι η μείωση του συντελεστή αυτοτελούς φορολόγησης των ενοικίων με την εισαγωγή νέου κλιμακίου 5% (από 15% που είναι σήμερα). Ενδεικτικό των στρεβλώσεων είναι το γεγονός ότι περίπου 2% των φορολογουμένων δηλώνουν πάνω από 50.000 ευρώ ετήσιο εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες και συντάξεις, ενώ ταυτόχρονα εμφανίζουν υψηλά εισοδήματα από μερίσματα, ενοίκια κλπ. Βέβαια σε αυτό μερίδιο ευθύνης έχει και η φοροδιαφυγή τόσο σε τεχνικά επαγγέλματα, όσο και σε επιστήμονες ελεύθερους επαγγελματίες. Μάλιστα, η πρόσφατη παρέμβαση της κυβέρνησης με την επιβολή τεκμαρτού εισοδήματος μάλλον επιβαρύνει αυτούς που έχουν χαμηλά πραγματικά εισοδήματα, ενώ δεν κάνει τίποτα για τη φοροδιαφυγή όσων βγάζουν (πολλές φορές πολύ) πάνω από 30.000 ευρώ ετησίως και δηλώνουν όσα χρειάζονται για να καλύπτουν τα τεκμήριά τους (συνήθως 15.000 – 20.000 ευρώ).
Με λίγα λόγια, η συζήτηση για ένα προοδευτικό φορολογικό σύστημα περιλαμβάνει μια αναθεώρηση του πλαισίου στο σύνολο (φορολογία επιχειρηματικών κερδών, μερισμάτων, ενοικίων, κεφαλαίου κλπ), την ουσιαστική αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής στα υψηλά εισοδήματα και παρεμβάσεις στους έμμεσους φόρους. Αυτό πάντως που δεν επαρκεί σίγουρα, είναι να λέμε ότι μια αύξηση του οριακού φορολογικού συντελεστή στα υψηλά εισοδήματα αρκεί για να γίνει η δουλειά. Προφανώς είναι μια ένδειξη προτεραιοτήτων, αλλά από μόνη της θα έχει μικρά πραγματικά οφέλη.
Φόροι και κοινωνικό κράτος
Η προοδευτικότητα του φορολογικού συστήματος είναι η μία πλευρά της συζήτησης. Η άλλη πλευρά είναι το συνολικό ύψος φορολογικών εσόδων που στοχεύει κανείς. Δυστυχώς η συζήτηση εδώ είναι ακόμη πιο φτωχή και μονόπλευρη. Τα τελευταία χρόνια ηγεμονεύει, σε κάποιο βαθμό και εντός της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς, το επιχείρημα της υπερφορολόγησης (το οποίο όπως είδαμε παραπάνω δεν ισχύει) και η συνεπαγόμενη απόλυτη προτεραιότητα της μείωσης των φόρων. Όμως σε αυτή τη συζήτηση δεν περιλαμβάνεται καθόλου το γεγονός ότι τα φορολογικά έσοδα σχετίζονται με τις δαπάνες για το κοινωνικό και αναπτυξιακό κράτος. Το σύστημα υγείας, το σύστημα παιδείας, οι πολιτικές κατά της ανισότητας, οι πολιτικές κατά της υπογεννητικότητας, οι πολιτικές κατά της κλιματικής κρίσης και της ερήμωσης της υπαίθρου, οι αναπτυξιακές επενδύσεις, οι υποδομές και πολλά άλλα, είναι δράσεις που χρειάζονται πόρους. Πόρους που προέρχονται από φορολογικά έσοδα. Οι εκπρόσωποι του νεοφιλελευθερισμού δεν ενδιαφέρονται για αυτά, συνεπώς είναι εύκολο να υπόσχονται μειώσεις φόρων, όταν ξέρουν ότι μπορούν να τις αντισταθμίσουν με μείωση των κοινωνικών (και όχι μόνο) δαπανών. Εάν κανείς θέλει, λοιπόν, ένα εναλλακτικό πρόγραμμα να είναι αξιόπιστο, δεν μπορεί να αγνοεί την πραγματικότητα ότι δεν μπορεί να μιλάμε ταυτόχρονα για μείωση εσόδων και αύξηση δαπανών. Προφανώς οι δημοσιονομικοί περιορισμοί έχουν κάποια ελαστικότητα, αλλά δεν είναι ανύπαρκτοι.
Συνοψίζοντας. Μια συζήτηση για τη φορολογία είναι δυνατόν να περιλαμβάνει στοχευμένες μειώσεις φόρων που βελτιώνουν την προοδευτικότητα του συστήματος και ελαφρύνουν συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, αλλά είναι απαραίτητο να περιλαμβάνει και αυξήσεις φόρων, οι οποίες τουλάχιστον θα αντισταθμίζουν τις μειώσεις και ενδεχομένως θα οδηγούν σε αύξηση των συνολικών φορολογικών εσόδων. Στην ουσία αυτό που χρειάζεται, είναι να αντιληφθούν όλοι ότι η συζήτηση των φόρων πρέπει να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη συζήτηση των δαπανών και πως και οι δύο πτυχές συνδέονται με τους στόχους ενός εναλλακτικού προγράμματος. Αλλιώς είναι δύσκολο να υποστηρίξει κάποιος με πειστικό τρόπο ένα πρόγραμμα που, μεταξύ άλλων, θα αυξάνει τις δαπάνες για την υγεία, θα αντιμετωπίζει τη στεγαστική κρίση, θα δίνει λύσεις στην ερήμωση της χώρας, θα μειώνει τις ανισότητες και δεν θα περιλαμβάνει περικοπές από κάπου αλλού.