Λίγες μέρες μετά τις εκλογές του 2019, και συγκεκριμένα στη διαδικασία των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε υποσχεθεί, από το βήμα της Βουλής, πως η μοναδική του μέριμνα θα είναι η άμεση επίλυση των προβλημάτων των πολιτών: «Ανταποκρινόμαστε στην επιθυμία που πολλοί αποκαλούν “νέα κανονικότητα”. Την εννοούμε, όμως, ως πρόοδο κι όχι ως επιστροφή σε παλαιές παθογένειες. Δεν θα μετρηθούμε με τους αντιπάλους μας. Αλλά με τα προβλήματα και τις ανάγκες της κοινωνίας. Άλλωστε ο ελληνικός λαός αποφάσισε στις εκλογές. Πυξίδα μας παραμένει η “Συμφωνία Αλήθειας”, που συνυπογράψαμε με το λαό. Ό,τι είπαμε θα το κάνουμε, και θα το κάνουμε μαζί με τους πολίτες. Και θα το κάνουμε πιο γρήγορα. Γιατί το μέλλον δεν μπορεί να περιμένει. Γιατί η κοινωνία δεν θέλει να ακούσει άλλα λόγια. Θέλει να δει αποτελέσματα».
Στο συγκεκριμένο απόσπασμα, ο τότε νεοεκλεγείς πρωθυπουργός υποσχέθηκε υπευθυνότητα, ταχύτητα και αποτελεσματικότητα. Στο ζήτημα της υπευθυνότητας, μάλιστα, υποσχέθηκε ότι θα αποφύγει το blame game, ενώ επισήμανε πως του είναι αδιάφοροι και οι πολιτικοί του αντίπαλοι αλλά και οι «παθογένειες». Όλα αυτά τα μεγαλεπήβολα σχέδια ειπώθηκαν από τον πρωθυπουργό στις 20 Ιούλη του 2019. Εννιά μέρες μετά, δηλαδή στις 29 Ιούλη, πυρκαγιά που ξέσπασε στον σταθμό Ζαχάρεως, λίγο έξω από τη Λάρισα, κατέστρεψε ολοσχερώς το τμήμα τηλεδιοίκησης που λειτουργούσε εκεί, το οποίο δεν ξαναλειτούργησε πλήρως μέχρι το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη, που έγινε στις 28 Φλεβάρη του 2023, δηλαδή τρεισήμισι χρόνια μετά τις υποσχέσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη για ταχύτητα στην επίλυση των προβλημάτων.
Το ίδιο συνέβη και με την περίφημη σύμβαση 717 που αφορά έργα για την ασφάλεια στο σιδηρόδρομο. Παραμένει ανολοκλήρωτη, ενώ είχε υπογραφεί το Σεπτέμβρη του 2014. Σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενα του Κυριάκου Μητσοτάκη, ανεξάρτητα από το τι παρέδωσε στην κυβέρνησή του η προηγούμενη κυβέρνηση, δηλαδή αυτή του ΣΥΡΙΖΑ, η κοινωνία θέλει αποτελέσματα. Άλλωστε, ο ίδιος και το κόμμα του, πολύ νωρίτερα από τις προγραμματικές δηλώσεις του 2019, υποστήριζαν πως ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα μάτσο από «ερασιτέχνες», «άσχετους» από διοίκηση, «κατσαπλιάδες» κι άλλα τέτοια χαριτωμένα. Πώς είναι δυνατόν ένας γνώστης, ένας επαγγελματίας της διοίκησης και της διακυβέρνησης να μπαίνει σε σύγκριση με τους «πλεμπαίους»;
Μία ακόμη κορυφαία στιγμή υπευθυνότητας και ταχύτητας ήταν αυτή του κατά τα άλλα «τεχνοκράτη» υπουργού Επικρατείας, Άκη Σκέρτσου. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή για την πρόταση μομφής, τον περασμένο Μάρτη, ο Άκης Σκέρτσος ονόμασε το πόρισμα του ΕΟΔΑΣΑΑΑΜ «ευαγγέλιο της εθνικής μας αυτογνωσίας». Με άλλα λόγια, κατά τον τεχνοκράτη υπουργό, η κυβέρνηση της ταχύτητας και της υπευθυνότητας περίμενε το πόρισμα μιας ανεξάρτητης Αρχής, που συγκροτήθηκε εννιά μήνες μετά το δυστύχημα, για να αποκτήσει… αυτογνωσία σχετικά με το σιδηρόδρομο, έξι χρόνια μετά την ανάληψη των καθηκόντων της, και αφού χάθηκαν 57 άνθρωποι. Ταχύτητα και υπευθυνότητα, αν μη τι άλλο…
Το «ευαγγέλιο», ωστόσο, λίγες μέρες μετά, μετατράπηκε σε όργανο του σατανά, μάλλον, αφού ο επικεφαλής της Αρχής αναγκάστηκε σε παραίτηση στις 9 Απρίλη. Κατά συνέπεια, η εθνική αυτογνωσία κατέληξε στον κάλαθο των αχρήστων. Το ευαγγέλιο του ΕΟΔΑΣΑΑΜ αντικαταστάθηκε με το νέο… ευαγγέλιο, αυτό του πορίσματος του καθηγητή του ΕΜΠ, Δ. Καρώνη, το οποίο, απ’ ό,τι φαίνεται, είναι πιο εύχρηστο ως προς τις ανάγκες της κυβέρνησης.
Μία ακόμη σημαντική στιγμή υπευθυνότητας που σχετίζεται με την αλλαγή των ευαγγελίων είναι και ότι, από τη στιγμή της δημοσιοποίησης του πορίσματος Καρώνη, ξεκίνησε η επιχείρηση εξαφάνισης του μπαζώματος των Τεμπών, που διαπράχτηκε με κυβερνητική εντολή αμέσως μετά το δυστύχημα. Το εξαιρετικά τεχνοκρατικό επιχείρημα που στηρίζει το συγκεκριμένο εγχείρημα είναι το εξής: Εφόσον δεν υπάρχουν υδρογονάνθρακες στο πόρισμα Καρώνη (δεν έχει σημασία να ειπωθεί τι αναφέρει επακριβώς το ίδιο το πόρισμα επί τούτου), δεν υπάρχει και το μπάζωμα. Τι κι αν το ίδιο το γεγονός του μπαζώματος έχει αποκαλυφθεί και τεκμηριωθεί πλήρως με τη δημοσιοποίηση του περιβόητου μέιλ Τριαντόπουλου; Πρόκειται για λεπτομέρεια που δεν μπορεί να χαλάσει την υπέροχη αυτή ιστορία.
Αυτό που μένει να απαντηθεί από τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι το ζήτημα των «διαχρονικών παθογενειών του ελληνικού κράτους που ευθύνονται για τα Τέμπη». Για την οικονομία της συζήτησης, θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό πως η κυβέρνησή του δεν κατάφερε να ξεμπερδέψει με αυτές ώστε ο σιδηρόδρομος να γίνει σύγχρονος και ασφαλής. Ωστόσο, ακόμη και για ιστορικούς λόγους, θα είχε ενδιαφέρον να διευκρινίσει το πώς, το πότε και από ποιους σχηματίστηκαν αυτές οι παθογένειες. Μήπως κατά την περίοδο του μετεμφυλιακού κράτους; Κατά τη διάρκεια της χούντας; Μήπως κατά την διακυβέρνηση Καραμανλή, μετά την πτώση της χούντας; Μήπως κατά τις επόμενες αυτοδύναμες κυβερνήσεις της ΝΔ; Την περίοδο της κυβέρνησης ΝΔ -ΠΑΣΟΚ, ίσως; Ή μήπως κατά τη διάρκεια των κυβερνήσεων Σημίτη;
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που πρέπει να πιστωθεί στην κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι ότι το μπάζωμα αποφασίστηκε και, κυρίως, ολοκληρώθηκε με αστραπιαία ταχύτητα. Εκεί, απ’ ό,τι φαίνεται, οι «διαχρονικές παθογένειες» ξεπεράστηκαν.