Στο τέλος ενός χρόνου όπου πολλάκις αναδείχθηκαν τα ζητήματα της κρίσης εμπιστοσύνης στους θεσμούς, της διαφθοράς και του δημοκρατικού ελλείματος, η «Εποχή» θέτει ερωτήματα στον πρώην δικαστικό, αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας επί τιμή, και πρώην πρόεδρο της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), Χρήστο Ράμμο, για την κρίση αξιοπιστίας των θεσμών, την ποιότητα της δημοκρατίας, τον ρόλο της δικαστικής εξουσίας, των ανεξάρτητων αρχών και των πολιτών.
Πενήντα ένα χρόνια από την επάνοδο της δημοκρατίας στον τόπο μας δεν είναι αρκετός χρόνος για έναν απολογισμό της πορείας των δημοκρατικών θεσμών στη χώρα μας; Τι έγινε με τη δημοκρατία από τη στιγμή που επέστρεψε; Έμεινε στάσιμη, προχώρησε, απλώθηκε, συρρικνώθηκε, παλινδρόμησε;
To 1974 έγινε μια πραγματική ρήξη με ό,τι είχε γνωρίσει η χώρα από τότε που ανεξαρτητοποιήθηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Δεν έπεσε τότε μόνο η Χούντα, έπεσαν και πολλές δεκαετίες καχεκτικής δημοκρατίας, εμφυλίων σπαραγμών, κλίματος μίσους και φόβου. Παρότι η πτώση της δικτατορίας είχε στοιχεία συμβιβασμού με τους προδικτατορικούς πολιτικούς, ζήσαμε για πρώτη φορά ελεύθεροι. Μπορούσαμε να λέμε αυτά που θέλαμε, να κάνουμε αυτά που θέλαμε. Ωστόσο, η δημοκρατία δεν είναι, ούτως ή άλλως, κάτι που το κατακτάς άπαξ διά παντός και αφού το κατακτήσεις, εφησυχάζεις και το βάζεις στον αυτόματο πιλότο. Η δημοκρατία δεν είναι ποτέ μια οριστική κατάκτηση. Είναι μια διαρκής διεκδίκηση. Είναι σύνθετο και απαιτητικό πολίτευμα. Χρειάζεται ενεργούς πολίτες και ισχυρούς θεσμούς. Κάνει συχνά πισωγυρίσματα αν οι θεσμοί δεν λειτουργούν, αν οι πολίτες ιδιωτεύουν, αν χαθεί η δημόσια αρετή. Η δημοκρατία μας προχώρησε μέχρι το 2010, παρά τις αδυναμίες της, προς την κατεύθυνση της διεύρυνσης. Όμως, από το 2010, αρχής γενομένης από τα μνημόνια, άρχισε να περνάει μια κρίση αξιοπιστίας. Ήδη, δε, βρισκόμαστε δυστυχώς σε μια φάση συρρίκνωσης. Επίθεσης στα αντίβαρα εξουσίας, επίθεσης στις δημοκρατικές κατακτήσεις (πχ στο δικαίωμα του συνέρχεσθαι και διαδηλώνειν). Επικράτησης ενός ξενοφοβικού κλίματος και μιας πρωτοφανούς πτώσης, θα έλεγα καταβαράθρωσης, του δημοσίου ήθους. Τα υπάρχοντα πολιτικά κόμματα δεν πείθουν, ειδικότερα τους νέους που βλέπουν ότι δεν έχουν προοπτική και φοβούνται ότι θα ζήσουν χειρότερα από τους γονείς τους. Μοιάζουν όλα στα μάτια τους να χρησιμοποιούν μια ξύλινη στρογγυλεμένη γλώσσα. Αυτή η κρίση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Είναι πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο. Είναι εκδήλωση της επικράτησης του νεοφιλελεύθερου αυταρχισμού και της ανόδου των ιδεών της Ακροδεξιάς.
Φαντάζομαι ότι θα συμφωνείτε πως το ερώτημα δεν είναι επετειακού χαρακτήρα. Η εύρυθμη λειτουργία του κοινοβουλευτικού τυπικού δεν απαντά στο ερώτημα που θέτουν φαινόμενα κρίσης εμπιστοσύνης σε βασικούς θεσμούς, η οποία σχετίζεται με την έλλειψη διαφάνειας, λογοδοσίας και ελέγχου κατά τη λειτουργία τους. Η ασθενής συμμετοχή των πολιτών στον πολιτικό βίο, πιστεύετε, οφείλεται σ’ αυτό το έλλειμμα εμπιστοσύνης ή και αλλού; Τι αλλαγές χρειάζονται;
Πολύ σωστά επισημαίνετε την κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στους θεσμούς της δημοκρατίας. Είναι ένα πολύ επικίνδυνο φαινόμενο που στρώνει τον δρόμο σε δημαγωγούς και στην Ακροδεξιά. Η δημοκρατία δεν είναι μόνο ψηφίζω κάθε τέσσερα χρόνια, μετά γυρίζω σπίτι μου, μένω ήσυχος και γίνομαι ένας καλός καταναλωτής, όπως θέλουν να μας πείσουν. Οι πολίτες έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους και ιδιωτεύουν, θεωρούν δε ότι η δημοκρατία δεν τους αφορά. Ταυτίζουν, δυστυχώς, τη δημοκρατία με αυτή τη θλιβερή εικόνα του δημόσιου βίου. Πρώτα απ’ όλα, βλέπουν ότι το κυρίαρχο κοινωνικοοικονομικό μοντέλο της απόλυτης κυριαρχίας της αγοράς δεν αλλάζει, ό,τι και αν ψηφίσουν. Όλοι κάνουν περίπου τα ίδια όταν εκλεγούν. Οι αριθμοί ευημερούν, αλλά οι περισσότεροι δυσκολεύονται να βγάλουν τον μήνα και να ικανοποιήσουν τις αυξημένες ανάγκες που επιβάλλει η εποχή μας. Άρα στη συνείδηση των πολιτών, οι εκλογές δεν αλλάζουν τίποτε. Στην καλύτερη περίπτωση είναι ένα εργαλείο διαμαρτυρίας και όχι πολιτικής πρότασης. Ύστερα βλέπουν τη γενικευμένη διαφθορά του πολιτικού μας συστήματος, παρόμοια της οποίας και σε αυτή την έκταση δεν έχουμε ξαναζήσει. Βλέπουν την πλήρη έλλειψη διαφάνειας, την παράλυση των μηχανισμών ελέγχου και λογοδοσίας, ένα μετριότατο πολιτικό προσωπικό που κινείται με ιδιοτέλεια και δεν ασχολείται με τις ανάγκες τους. Βλέπουν την υποκρισία και τον ευτελισμό των θεσμών. Να θυμίσουμε κάποια συμπτώματα. Υποκλοπές, δικαιοσύνη που αργεί στα Τέμπη και που γενικότερα δεν μπορεί να αγγίξει τους ισχυρούς. Πλήρης ευτελισμός των εξεταστικών επιτροπών, όπως συμβαίνει μεταξύ άλλων και με τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Οι πολίτες γίνονται και οι ίδιοι κυνικοί με όλα αυτά και αρχίζουν να πιστεύουν ότι η υπέρτατη αξία είναι το προσωπικό βόλεμα. Μέσα σε αυτή την παρακμή, ο πολιτικός λόγος ως πρόταση διόρθωσης ενός άρρωστου συστήματος και λύσης των προβλημάτων των πολιτών έχει υποχωρήσει. Τον έχει διαδεχθεί ένας μονοφωνικός, ψευδοτεχνοκρατικός λόγος, ο οποίος επικρατεί σε όλα τα συστημικά ΜΜΕ. Και επειδή τα προβλήματα είναι κοινωνικοπολιτικά και όχι νομικά, δεν πιστεύω σε αυτό που λέγεται συχνά, ότι αρκεί να κάνουμε κάποιες αλλαγές στο Σύνταγμα. Και τούτο παρά το ότι κάποιες αλλαγές θα βοηθούσαν και είναι πάντως κατεπείγον να γίνουν. Όπως πχ στο άρθρο 90, προκειμένου να πάψει η κάθε κυβέρνηση να επιλέγει την ηγεσία της δικαστικής εξουσίας, ή στο άρθρο 86, που δίνει στη Βουλή την αρμοδιότητα άσκησης ποινικής δίωξης των υπουργών, που είδαμε πώς λειτούργησε. Οι νομικές, όμως, αλλαγές δεν αλλάζουν ένα διεφθαρμένο και διαπλεκόμενο σύστημα άσκησης εξουσίας, ούτε φέρνουν από μόνες τους δημόσιο ήθος.
Η εισαγωγή του θεσμού των ανεξάρτητων αρχών συνοδεύτηκε από την ελπίδα ότι δημιουργείται ένα σημαντικό δημοκρατικό αντίβαρο στα ελλείμματα που σημειώσαμε πιο πάνω. Τι εμπόδισε τις προσδοκίες αυτές να αποδειχτούν βάσιμες;
Όντως, η εισαγωγή του θεσμού των ανεξαρτήτων αρχών και η κατοχύρωση τους στο ίδιο το Σύνταγμα έγινε με τον σκοπό να υπάρξει ένα αντίβαρο εξουσίας με εχέγγυα ανεξαρτησίας, που θα ελέγχει την εξουσία και θα την εμποδίζει να λειτουργεί αυθαίρετα και να κάνει κατάχρηση εξουσίας. Ωστόσο, όπως δυστυχώς συμβαίνει πολύ συχνά στην Ελλάδα, κατοχυρώνονται θεσμοί στα χαρτιά, αλλά στην πράξη παρεμποδίζονται να λειτουργήσουν αποτελεσματικά. Σε ό,τι αφορά τις ανεξάρτητες αρχές, πρέπει κατ’ αρχάς να πούμε ότι είναι ακραία υποστελεχωμένες και με ανεπαρκείς προϋπολογισμούς. Ύστερα, και αυτό είναι το κυριότερο, οσάκις οι ανεξάρτητες αρχές άσκησαν με πληρότητα τις αρμοδιότητες τους, το πολιτικό σύστημα προσπάθησε να τις δυσφημίσει, να τις ελέγξει και να τους αφαιρέσει αρμοδιότητες. Για παράδειγμα, όταν, ύστερα από ενέργειες της Αρχής Διασφαλίσεως του Απορρήτου των Επικοινωνιών, αποκαλύφθηκε μια εκτεταμένη πρακτική τηλεφωνικών υποκλοπών κατά την περίοδο 2022-2023 από την ΕΥΠ, η αντίδραση της εξουσίας ήταν να εξαπολυθεί μια συστηματική και επίμονη πλημμυρίδα ύβρεων, συκοφαντιών και απειλών εναντίον της Αρχής, αλλά και εμού προσωπικά, ως προέδρου της, από υπουργούς, αλλά και από βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Απειλές με έμμεσο πλην σαφή τρόπο διατύπωσε κατά της Αρχής και ο τότε εισαγγελέας του Αρείου Πάγου με παρέμβασή του, η οποία κατά τη γνώμη μου, την οποία έχω επανειλημμένα διατυπώσει, δεν σεβάστηκε την ανεξαρτησία της ΑΔΑΕ. Ακολούθησε και η αλλαγή της σύνθεσης του διοικητικού συμβουλίου της από τη Βουλή με πλειοψηφία μικρότερη της απαιτούμενης από το Σύνταγμα. Είναι σαφές ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν πιστεύουν, παρά τις συνταγματικές εγγυήσεις, στην ανεξαρτησία των αρχών και έχουν μια δυσανεξία στην κριτική, την οποία προσπαθούν να αποτρέψουν με κάθε τρόπο.
Ειδικότερα στο ζήτημα της διαφάνειας σημειώθηκαν οι μεγαλύτερες δυσκολίες: συσκότιση, συγκάλυψη, δημιουργία στεγανών. Οφείλεται αυτό σε εγγενείς αδυναμίες τέτοιου τύπου θεσμών ή στις εξωγενείς παρεμβάσεις; Από μια άποψη, το βάρος που καλούνται να σηκώσουν μεγαλώνει, επειδή η δικαστική εξουσία δεν εξασφαλίζει την εμπιστοσύνη των πολιτών ως μηχανισμός απόδοσης της δικαιοσύνης, όπως πχ στο έγκλημα των Τεμπών. Είναι αρκετά τα μέτρα που κατά καιρούς προτείνονται για την αποκατάσταση του κύρους και της συνεπαγόμενης σχέσης εμπιστοσύνης;
Όλες οι μετρήσεις της κοινής γνώμης αναδεικνύουν συνεχώς –και σε σχέση κυρίως με τη δικαιοσύνη– αυτό το πρόβλημα και μάλιστα με ένταση. Δεν ωφελεί να κλείνει κάποιος τα μάτια στο υπαρκτό αυτό ζήτημα. Θα κάνουν μεγάλο λάθος η πολιτεία, αλλά και η ηγεσία της δικαστικής εξουσίας, αν δεν προβληματιστούν σοβαρά σε σχέση με το μήνυμα που εκπέμπουν οι μετρήσεις αυτές. Και αν εξακολουθήσουν –όπως, δυστυχώς, συμβαίνει αρκετά συχνά– να απορρίπτουν την κριτική που γίνεται και να της αποδίδουν κακοπιστία ή αντιθεσμική στάση. Πρέπει οι πιο πάνω να δουν τι πρέπει να διορθωθεί και να αλλάξει. Η κριτική ωφελεί τους θεσμούς, όπως και στους ανθρώπους και τους βοηθάει να γίνονται καλύτεροι, και είναι απαραίτητη και αυτονόητη σε μια δημοκρατία. Το πρόβλημα με τη δικαστική εξουσία αγγίζει πολύ ευαίσθητα θέματα και είναι πολυσύνθετο και πολυπαραγοντικό – και δεν επιδέχεται απλουστεύσεις. Το κύριο πρόβλημα είναι, πέρα από τις καθυστερήσεις στην απόδοση της δικαιοσύνης, το γεγονός ότι η δικαστική εξουσία με τα πεπραγμένα της σε διάφορες κορυφαίες για το πολίτευμα ή σε υποθέσεις ιδιαίτερης ευαισθησίας για την κοινή γνώμη, όπως ενδεικτικά η υπόθεση των υποκλοπών ή το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη, δεν έχει πείσει την κοινωνία, τους έλληνες πολίτες, επ’ ονόματι των οποίων απονέμει εξάλλου δικαιοσύνη, ότι την απονέμει έγκαιρα και επίκαιρα. Και, μάλιστα, προς κάθε κατεύθυνση, χωρίς εξαιρέσεις, συμπεριλαμβανομένων δηλαδή και των πιο ισχυρών στο κράτος και στην κοινωνία, και έχοντας επιτύχει μια πλήρη διαλεύκανση, χωρίς δηλαδή να αφήνονται πτυχές των ερευνώμενων υποθέσεων ανεξέταστες.
Άραγε, η κατάργηση του άρθρου 86 του Συντάγματος θα μπορούσε να συμβάλει στην αποκατάσταση σχέσεων ισοτιμίας ανάμεσα στη δικαστική εξουσία και την εκτελεστική/νομοθετική; Πόσο βάσιμες είναι οι ενστάσεις όσων μιλούν για τον κίνδυνο ενός «κράτους δικαστών»; Ποιες μεταρρυθμίσεις χρειάζονται, κατά τη γνώμη σας, στη δικαστική εξουσία;
Βεβαίως και θα βοηθούσε. Δυστυχώς, η Βουλή δεν στάθηκε στο ύψος της όταν χρειάστηκε να διερευνήσει τις ποινικές ευθύνες υπουργών. Πρέπει, λοιπόν, να δοθεί αυτή η αρμοδιότητα στις εισαγγελικές αρχές της χώρας, όπως συμβαίνει με τους απλούς πολίτες. Μια άλλη επείγουσα αλλαγή στο Σύνταγμα είναι, όπως υπαινίχτηκα πιο πάνω, η αλλαγή του τρόπου επιλογής της ηγεσίας των τριών ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας, καθώς και της εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, με την αφαίρεση της από την εκάστοτε κυβέρνηση, όπως ισχύει τώρα. Σε ό,τι αφορά τα περί «κράτους δικαστών» υπάρχει μια μεγάλη σύγχυση και η κριτική που εμφανίζεται να επισείει τον κίνδυνο του κράτους των δικαστών είναι συχνά εργαλειοποιημένη και εκ του πονηρού. Συνήθως προβάλλεται από αυτούς που θέλουν να μένει ανέλεγκτη η πολιτική εξουσία και να μην υφίσταται έλεγχος νομιμότητας στις ενέργειες τους. Και τον έλεγχο αυτό δεν μπορεί να τον ασκήσει κανείς άλλος εκτός από τη δικαστική εξουσία. Όπως είναι ικανή να δικάζει τους απλούς πολίτες, είναι ικανή να δικάζει και υπουργούς.
Αυτές τις μέρες διεξάγεται, με ελάχιστη δημοσιότητα, η δίκη για τις παράνομες παρακολουθήσεις συνδιαλέξεων. Οι κατηγορούμενοι διώκονται για πλημμέλημα. Βασικοί μάρτυρες ούτε καν αναζητήθηκαν. Τα σημεία επαφής τους με όργανα της ΕΥΠ ή άλλες συναφείς υπηρεσίες δεν φαίνεται να ερευνώνται. Πόσο ισχυρά μπορεί να ακουστεί το αίτημα για διαφάνεια και προστασία των δικαιωμάτων σ’ αυτές τις συνθήκες;
Αλίμονο αν περιμένουμε από τις εξεταστικές επιτροπές της Βουλής, ένα θεσμό που έχει κατά κοινή ομολογία έχει αποτύχει, να ρίξουν φως σε μια υπόθεση. Οι ανεξάρτητες επιτροπές δεν λειτουργούν, όπως ανέφερα πιο πάνω, ανεμπόδιστα. Άρα το βάρος πέφτει για μια ακόμη φορά στη δικαστική εξουσία, η οποία έχει τα προβλήματα που ανέφερα, αλλά εδώ πρέπει να το πω ότι η πλειοψηφία των ελλήνων δικαστών προσπαθεί να ασκεί τα καθήκοντα της με ευσυνειδησία και ανεξαρτησία.
Παρόμοιες αδράνειες μπορεί να εντοπίσει κάποιος και στους χειρισμούς του σκανδάλου του ΟΠΕΚΕΠΕ. Στην εξεταστική επιτροπή της Βουλής παρελαύνουν μάρτυρες που ουσιαστικά τη λοιδορούν. Ακούγονται σε συνδιαλέξεις που καταγράφηκαν νόμιμα, να μετέχουν σε διαλόγους που θυμίζουν μαφία. Αλλά και μέσα στην εξεταστική έχουν συμπεριφορά άξια να προκαλέσει την παρέμβαση των διωκτικών και δικαστικών αρχών. Ο νόμος ή η μη εφαρμογή του δένει τα χέρια τους;
Στην Ελλάδα δεν πάσχουμε από έλλειψη νόμων. Βέβαια, οι νόμοι έχουν πάντα ελλείμματα και πρέπει πάντα να τους βελτιώνουμε. Εκείνο, όμως, από το οποίο κυρίως πάσχουμε, είναι η ελλιπής ή κακόπιστη ή στρεψόδικη εφαρμογή τους. Η δημοκρατία είναι πολίτευμα ευαίσθητο και απαιτεί, όπως είπα και πιο πάνω, απαρέγκλιτη δημόσια αρετή.
Το κυβερνητικό αφήγημα υποστηρίζει ότι η μεταφορά του ΟΠΕΚΕΠΕ στην ΑΑΔΕ θα λύσει το πρόβλημα. Τον κίνδυνο να έχει μπολιαστεί το κοινωνικό σώμα από τη λογική που εξέφρασε αγροτοπατέρας φίλα προσκείμενος στη ΝΔ, που πρόσφατα συνελήφθη και παραπέμπεται: «η κυβέρνηση έσπειρε κι εμείς τώρα θερίζουμε», ποιος θα τον αντιμετωπίσει;
Το πρόβλημα φυσικά και δεν λύνεται με μια απλή μεταφορά αρμοδιοτήτων. Ο κίνδυνος στον οποίο αναφερθήκατε, είναι αυτός που ανέφερα και εγώ πιο πάνω. Το κοινωνικοοικονομικό σύστημα που επικρατεί, δίνει το παράδειγμα στον κόσμο. Η μέγιστη αξία είναι το προσωπικό βόλεμα και ο πλουτισμός. Οι πολίτες θυμώνουν και διαμαρτύρονται για την περιρρέουσα αθλιότητα, αλλά αυτά που βλέπουν είναι καταστροφικά και τους οδηγούν στον κυνισμό και στην αδιαφορία για τον άλλο. Άρα, ο κίνδυνος αυτός δεν αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά στα πλαίσια του υπάρχοντος πολιτικού και οικονομικού παραδείγματος. Μόνο κάποιες επιμέρους διορθώσεις μπορούν να γίνουν, που και αυτές έχουν βέβαια την όποια αξία τους.
Σκεφτόμουν ότι θα μπορούσαμε να κλείσουμε με μια ευθέως πολιτική ερώτηση. Διστάζω όμως. Όχι για να μη σας φέρω σε δύσκολη θέση, αλλά γιατί φοβάμαι πως αυτό που κρίνεται πια εδώ δεν είναι ζήτημα απλά πολιτικό, αλλά βαθύτερο, πολιτισμικού χαρακτήρα, με την έννοια του πολιτικού πολιτισμού. Πώς σχηματίζουμε τις πολιτικές πεποιθήσεις μας, πώς τις μεταβάλλουμε και με ποιες αιτίες και αφορμές; Τι μας κινεί προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση, τι και πώς μας επηρεάζει;
Κοιτάξτε, σας μίλησα πιο πάνω για την κρίση της πολιτικής και του πολιτικού λόγου. Οι προοδευτικές πολιτικές ιδέες έχουν αποχωρήσει από το προσκήνιο και κυριαρχεί ο εγωισμός, η τάση για πλουτισμό και ο ναρκισσισμός. Και, δυστυχώς, μιλάμε για παγκόσμιο φαινόμενο. Όλα έχουν μεταφερθεί στο κινητό τηλέφωνο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στη διασκέδαση που εισπράττουμε από διάφορες εφαρμογές τους. Έτσι, όμως, δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια για τη διαμόρφωση βαθύτητας στη σκέψη, δημοκρατικού ήθους και για την επικράτηση της αρχής της εντιμότητας. Νομίζω ότι όλα ξεκινούν από την εκπαίδευση και την παιδεία που μας προσφέρεται είτε από το κράτος, είτε αυτή που λαμβάνουμε στην πρώτη παιδική μας ηλικία. Όμως οι αξίες που επικρατούν είναι μόνο πώς θα διδαχθούμε αυτό που θα μας βοηθήσει να ενταχθούμε επαγγελματικά στο σύστημα της αγοράς. Είναι αρκετά δύσκολο να πετύχουμε μια θεσμική αλλαγή. Όμως, το ακόμη πιο δύσκολο είναι να αλλάξουν οι συνειδήσεις των ανθρώπων και να ξαναγίνει επίκαιρο το αίτημα της από κοινού διαμόρφωσης μιας προοδευτικής αλλαγής. Και αυτό σήμερα –αν δεν είναι ακατόρθωτο– είναι πάρα πολύ δύσκολο και μπορεί να γίνει μόνο σε μακροχρόνια προοπτική. Παρότι θα το ήθελα, δεν είμαι αισιόδοξος, διότι δεν υπάρχουν εύκολες συνταγές ή μαγικές λύσεις. Ωστόσο, οφείλουμε όλοι και πάντα να προσπαθούμε να αλλάζουμε τα πράγματα. Μόνο έτσι αποκτάει νόημα η ζωή. Δεν πρέπει να πεθάνει η ελπίδα. Και δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι τα ωραία πράγματα είναι περισσότερο διεκδίκηση, παρά οριστική κατάκτηση.
Τζέλα Αλιπράντη, Μπάμπης Γεωργούλας
Η ΕΠΟΧΗ