Η στοχοποίηση του βουλευτή του ΠΑΣΟΚ Π. Χρηστίδη από φανατικό ρασοφόρο φέρνει για πολλοστή φορά στην επιφάνεια ένα σημαντικό πολιτικό και κοινωνικό ζήτημα που τείνουμε να το ξεχνάμε, όταν το γεγονός περνά στη χώρα της λήθης. Αυτό το ζήτημα της στοχοποίησης που γίνεται με χαρακτηριστική ευκολία από τον ακροδεξιό συρφετό είτε αυτός φορά ράσα, είτε όχι, δεν είναι κάτι παροδικό ούτε μπορεί να αφήνεται ασχολίαστο, αλλά και ατιμώρητο από τη δικαιοσύνη. Δυστυχώς, όμως, στην Ελλάδα η δικαιοσύνη έχει βιονικά αυτιά για όσους τολμήσουν να κάνουν χιούμορ με τον Παΐσιο, αλλά παραμένει κουφή και τυφλή σε ό,τι αφορά σε ρατσιστικές και φασιστικές κραυγές θεσμικών ή απλών πολιτών εναντίον όσων υπερασπίζονται τα αυτονόητα.
Όλο το προηγούμενο διάστημα η εκκλησία, η επίσημη και η παραθρησκευτική, έδωσε σκληρό αγώνα για την τρομοκράτηση και τον εκβιασμό των βουλευτών της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, κυρίως, έτσι ώστε να καταψηφίσουν ή να απέχουν από την ψήφιση του νομοσχεδίου για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών. Ο ακροδεξιός αρχιμανδρίτης Αγίας Μαρίνας-Ηλιούπολης πήρε τη σκυτάλη σαν έτοιμος από καιρό και σε ένα κρεσέντο μισανθρωπισμού και ατόφιου μίσους στοχοποίησε τον Π. Χρηστίδη και την οικογένεια του ως αποσυνάγωγους της κοινωνίας και της εκκλησίας που χρήζουν άμεσης τιμωρίας. Έδωσε έτσι ένα μάθημα χριστιανικής αγάπης και κοινωνικής συμπερίληψης σαν αυτά που δίνονται από τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών Ιερώνυμο έως τον τελευταίο καντηλανάφτη όταν αναφέρονται σε ανθρώπους που υπερασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα. Θα ήταν μονότονο να αναφερθούμε πάλι στον ακραίο σκοταδισμό που από καιρού εις καιρόν η εκκλησία της Ελλάδας αρέσκεται να βουτά. Δεν είναι, όμως, καθόλου μονότονο να τονίζουμε πως αυτές οι πρακτικές πέρα από καθαρά ακροδεξιές ή φασιστικές, ενέχουν κι έναν βαθμό παρανομίας, καθώς ωθούν πολίτες προς την έμπρακτη αποκήρυξη όσων έχουν διαφορετικές απόψεις. Η έμπρακτη αποκήρυξη μπορεί να αποβεί βίαιη όχι μόνο με λέξεις, αλλά και με πράξεις.
Προσωπικά, έχοντας υπάρξει για μεγάλο διάστημα στόχος των μακεδονομάχων την περίοδο της ψήφισης της Συμφωνίας των Πρεσπών, θέλω να θυμίσω πως τα τάγματα εφόδου δεν ήταν αποκλειστική πρακτική των ναζί της Χρυσής Αυγής. Εκείνη την περίοδο η ΝΔ, που προσδοκούσε να καρπωθεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερο πολιτικό όφελος, υποδαύλισε σε εγκληματικό βαθμό το πολιτικό μίσος, ώθησε λούμπεν στοιχεία, αλλά και σεσημασμένους ακροδεξιούς και φασίστες σε κυνήγι όλων όσων υποστήριζαν τη συμφωνία. Στελέχη της και ο τότε βουλευτής εδώ στη Δράμα ήταν πρωτεργάτες στην οργάνωση «αυθόρμητων» πορειών και αντισυγκεντρώσεων σε εκδηλώσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Πολίτες που αγνοούσαν παντελώς το κείμενο της Συμφωνίας των Πρεσπών έβρισκαν το θράσος από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα και τη σθεναρή στήριξη της ΝΔ να απειλήσουν ανοιχτά τη ζωή μου και τη ζωή της οικογένειας μου. Βέβαια όταν αργότερα συναντήθηκα με μερικούς από αυτούς ενώπιον των δικαστηρίων, δήλωναν με περισσή λύπη πως δεν είχαν κάτι εναντίον μου –τουναντίον με εκτιμούσαν, αλλά διαφωνούσαν με τη συμφωνία και το εξέφρασαν με ελαφρώς επιθετικό τρόπο. Εννοούσαν τα χαντάκια και το ξύλο που μου έταζαν σχεδόν σε καθημερινή βάση.
Τα επίχειρα αυτής της πολιτικής στρατηγικής της ΝΔ τα βλέπουμε μέχρι και σήμερα με τη διεύρυνση του ακροατηρίου των κομμάτων της Ακροδεξιάς και της μεταμφιεσμένης ναζιστικής γκρούπας που μπήκε στη βουλή, αλλά και με το οργανωμένο παραθρησκευτικό λουμπεναριό που κατεβαίνει στις πλατείες των πόλεων με σταυρούς και εικόνες, θυμίζοντας μας άλλες χώρες και άλλες εποχές.
Ο κοινωνικός στιγματισμός και ο επακόλουθος κοινωνικός εξοβελισμός που προκαλούν οι διχαστικές δηλώσεις των ακραίων, δεν είναι κάτι που μπορούμε εύκολα να παραβλέψουμε. Όταν, μάλιστα, αυτοί που καθυβρίζουν, απειλούν και υποκινούν σε βία εναντίον πολιτών ή πολιτικών είναι θεσμικά πρόσωπα της πολιτικής ή της εκκλησίας. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια αυτή η πολιτική πρακτική της στοχοποίησης που τόσο αγαπήθηκε και χρησιμοποιήθηκε από τους ναζί της ΧΑ, έχει εξαπλωθεί ευρύτερα στα πολιτικά κόμματα του δεξιού και ακροδεξιού φάσματος. Γεννά ομαδώσεις, υποβιβάζει την ανθρώπινη ιδιότητα των πολιτικών της αντιπάλων, οικοδομεί μια πολιτική ταυτότητα που εκπαιδεύεται στη λεκτική βία κι ενίοτε στην ενσώματη. Και να μην ξεχνάμε, βέβαια, πως η στοχοποίηση δεν υφίσταται μόνο στο πολιτικό πεδίο, υπάρχει και στο κοινωνικό και παίρνει δολοφονική τροπή, όπως έγινε με το δημόσιο λιντσάρισμα του/της Ζακ/Zackie. Η στοχοποίηση των γυναικών, της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, των απόκληρων, των Ρομά όλων όσων σε τελική ανάλυση δεν συμβαδίζουν με τα στερεότυπα των συντηρητικών, των ακροδεξιών, των ρατσιστών, είναι ένα καθημερινό φαινόμενο εξαιρετικά ανησυχητικό και δυστυχώς αιματηρό.
Κλείνω με την αυτονόητη συμπαράσταση μου στον Π. Χρηστίδη, θέλοντας όμως να του θυμίσω, πρώτον, πως την εποχή της Συμφωνίας των Πρεσπών ο πολιτικός του χώρος συνέβαλε στην εκτράχυνση της πολιτικής αντιπαράθεσης με τη συνηγορία στα εθνικιστικά επιχειρήματα που ακούγονταν και, δεύτερον, με τη σιωπή και την παγερή αδιαφορία του χώρου του σε όσα συνέβαιναν τότε στα στελέχη και στους/στις βουλευτές/ριες του ΣΥΡΙΖΑ.
Χρήστος Καραγιαννίδης