Το προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού για το 2026 δεν είναι μια λογιστική αποτύπωση εσόδων και δαπανών του κράτους. Είναι ένα πολιτικό κείμενο που καθορίζει ποιος πληρώνει, ποιος ωφελείται, ποιος αποκλείεται. Πίσω από τους αριθμούς του πλεονάσματος και της ανάπτυξης, κρύβεται μια στρατηγική πειθαρχίας: με λίγα λόγια περιλαμβάνει, την εσωτερίκευση των ευρωπαϊκών περιορισμών, ως «εθνική επιλογή», την αποδοχή της λιτότητας ως «κανονικότητας» και την αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων ως τεχνική αναγκαιότητα. Η μέριμνα και οι προτεραιότητες των προϋπολογισμών, των νικητών και των ηττημένων, δηλαδή, της λιτότητας, δεν αλλάζει, όλη την περίοδο που κυβερνά η ΝΔ.
Κριτική από τα μέσα
Λίγους μήνες πριν, τον Αύγουστο 2025, στην ομιλία του στο Ρίμινι, ο Μάριο Ντράγκι –πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ και πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας– έκανε μια αποτίμηση του ευρωπαϊκού κοινωνικού και οικονομικού μοντέλου. Τόνισε ότι: Η λιτότητα ως εργαλείο δημοσιονομικής πειθαρχίας είναι πλέον ξεπερασμένη. Οι ελαστικές μορφές εργασίας δεν ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα, αλλά υπονομεύουν την κοινωνική συνοχή. Η Ευρώπη χρειάζεται νέο κοινωνικό συμβόλαιο, με έμφαση στην ποιοτική εργασία, την καινοτομία και τη στρατηγική αυτονομία.
Η παρέμβαση αυτή έχει ιδιαίτερη αξία, καθώς προέρχεται από έναν τεχνοκράτη που υπήρξε αρχιτέκτονας της ευρωπαϊκής δημοσιονομικής πειθαρχίας. Μόνο που στη χώρα μας οι υπουργοί δεν διαβάζουν Ντράγκι, ενδεχομένως τον θεωρούν «αριστεριστή»
Μια παλιά συνταγή
Την ίδια στιγμή, το προσχέδιο προϋπολογισμού του 2026 που κατατέθηκε:
• Προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 2,1% του ΑΕΠ και οικονομική μεγέθυνση 2,4%, διατηρώντας τη λογική της δημοσιονομικής «υπευθυνότητας», ενώ αποσιωπά ότι ο ρυθμός της μεγέθυνσης εξαρτάται από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και ότι, μετά το πέρας, τέλος του 2026, η λεγόμενη «ανάπτυξη» δεν θα ξεπεράσει το 1% του ΑΕΠ.
• Δεν ενισχύει ουσιαστικά τις δημόσιες επενδύσεις, παρά τις ανάγκες για πράσινη μετάβαση, στέγαση και κοινωνική υποδομή.
• Ενισχύει, μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης, τις παραδοσιακές δραστηριότητες σε βάρος της πράσινης/ψηφιακής μετάβασης και τα σύγχρονα διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά, υψηλής προστιθέμενης αξίας. Το Ταμείο έχει μετατραπεί σε δεκανίκι του προϋπολογισμού. Διαρκώς περισσότερες κοινωνικές πολιτικές, που σε κάθε ευρωπαϊκό κράτος χρηματοδοτούνται από τον κρατικό προϋπολογισμό, εδώ, χρηματοδοτούνται από τους επενδυτικούς πόρους του ΤΑΑ.
• Διατηρεί την εργασιακή επισφάλεια ως δομικό στοιχείο της αγοράς εργασίας, την πάει μάλιστα παραπέρα με το 13ωρο.
• Δεν αγγίζει τη φορολογική ασυλία του μεγάλου πλούτου, ούτε προτείνει αναδιανεμητικά μέτρα.
Πίσω από τους αριθμούς
Ωστόσο, η προσεκτικότερη ανάλυση των οικονομικών δεικτών αποκαλύπτει ότι η ελληνική οικονομία και κοινωνία αντιμετωπίζουν σοβαρά δομικά προβλήματα, όπως, πρωτίστως, το υψηλό ποσοστό ανεργίας, ο υψηλός πληθωρισμός και η ακρίβεια, ιδιαίτερα στα τρόφιμα και την ενέργεια, η στεγαστική κρίση και οι οριακές αυξήσεις σε μισθούς που υστερούν μόνιμα του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή. Οι συντάξεις διαχρονικά είναι «παγωμένες» και το μεγάλο έλλειμμα στο Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών μειώνεται χάρις στο τουριστικό συνάλλαγμα. Συνοπτικά, η ελληνική οικονομία βραδυπορεί και το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης υποβαθμίζεται (πάνω από το 70% των εργαζόμενων έχει πρόβλημα αξιοπρεπούς διαβίωσης).
Ένα άδικο φορολογικό σύστημα
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Εισηγητικής Έκθεσης, τα συνολικά φορολογικά έσοδα το 2025, θα ανέλθουν σε 69,2 δισ. ευρώ, σε σχέση με 66,7 δισ. ευρώ το 2024. Το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης θα προέλθει από την έμμεση φορολογία (από 36,4 δισ. σε 38,1 δισ.) η οποία επιβαρύνει δυσανάλογα τα λαϊκά στρώματα. Ειδικότερα, τα έσοδα από ΦΠΑ θα αυξηθούν από 25,3 δισ., σε 26,6 δισ. ευρώ. Από την άλλη, οι φόροι εισοδήματος αυξάνονται από 24,2 δισ. σε 25,2 δισ. Κι εδώ το μεγαλύτερο μέρος καλύπτεται από φόρους εισοδήματος φυσικών προσώπων που, κατά κύριο λόγο, προέρχονται από μισθωτούς και συνταξιούχους. Αντίθετα, οι φόροι εισοδήματος «νομικών προσώπων» που αφορούν κυρίως τη φορολογία κερδών αυξάνονται οριακά, από 7,8 δισ. σε 7,9 δισ.
Η παρουσίαση του προϋπολογισμού γίνεται με όρους αριθμών. Όμως πίσω από τους αριθμούς κρύβεται η σιωπή για τις κοινωνικές επιπτώσεις. Η τεχνοκρατική γλώσσα δεν είναι ουδέτερη. Είναι εργαλείο αποπολιτικοποίησης. Αποκλείει τη δυνατότητα εναλλακτικής σκέψης, μετατρέπει την πολιτική σε διαχείριση και τη διαχείριση σε πειθαρχία.
Οι κοινωνικές δαπάνες στο υπόγειο, τα εξοπλιστικά στο ρετιρέ
Ο προϋπολογισμός του 2026 προβλέπει μέτρα στήριξης ύψους 1,76 δισ. ευρώ και αύξηση των δαπανών για την υγεία κατά 237 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, η αύξηση αυτή αφορά κυρίως την κάλυψη ληξιπρόθεσμων οφειλών και φαρμακευτικών υποχρεώσεων, όχι την ενίσχυση των δημόσιων δομών ή την αναβάθμιση της φροντίδας, ενώ, την ίδια ώρα, το ΕΣΥ καταρρέει και ο ιδιωτικός τομέας της Υγείας τρίβει τα χέρια του.
Η Ελλάδα παραμένει κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε δαπάνες για υγεία, παιδεία, πρόνοια και φροντίδα. Οι γυναίκες, ως εργαζόμενες στον τομέα της υγείας και ως εργαζόμενες στη φροντίδα στον ιδιωτικό πεδίο, λαμβάνουν χαμηλούς μισθούς και βιώνουν επισφαλείς συνθήκες και εξουθενωτικά ωράρια. Η φροντίδα των παιδιών, των ηλικιωμένων και των ατόμων με αναπηρία παραμένει αμειβόμενη ελάχιστα ή καθόλου και δεν εντάσσεται στις δημοσιονομικές προτεραιότητες.
Την ίδια στιγμή, οι εξοπλιστικές δαπάνες παραμένουν σταθερά υψηλές, υπερβαίνοντας τα 3 δισ. ευρώ ετησίως. Το προσχέδιο του προϋπολογισμού επικαλείται «διεθνή αβεβαιότητα» (Ουκρανία, Μέση Ανατολή) ως πλαίσιο νομιμοποίησης για συνεχή αύξηση των στρατιωτικών δαπανών. Δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για κοινωνική λογοδοσία ή αξιολόγηση κόστους-οφέλους των εξοπλιστικών σε σχέση με τις κοινωνικές ανάγκες.
Η σύγκριση είναι αποκαλυπτική: τα κοινωνικά δικαιώματα υποτιμούνται, η στρατιωτική ισχύς υπερτιμάται.
Η Πολιτική Οικονομία της φροντίδας
Ο προϋπολογισμός δεν είναι ουδέτερος, είναι ένα πολιτικό κείμενο που καθορίζει ποιοι θα στηριχθούν και ποιοι θα αποκλειστούν, ποιες μορφές εργασίας θα αναγνωριστούν και ποιες θα παραμείνουν αόρατες, ποια σώματα θα θεωρηθούν παραγωγικά και ποια περιττά.
Σε αυτό το πλαίσιο, η κριτική αποκαλύπτει μια δεύτερη αορατότητα: την έμφυλη. Ο προϋπολογισμός 2026 δεν ενσωματώνει κανένα εργαλείο, καμία πρόβλεψη για την έμφυλη διάσταση των δαπανών. Η εργασία φροντίδας, η αναπαραγωγική εργασία, η γυναικεία επισφάλεια παραμένουν αόρατες. Η φροντίδα δεν θεωρείται «ανάγκη», δεν κοστολογείται, δεν ενισχύεται. Η δημοσιονομική ουδετερότητα είναι ψευδεπίγραφη: αναπαράγει τις κοινωνικές σχέσεις φύλου, τάξης και εξουσίας.
Η πολιτική μορφή του προϋπολογισμού
Ο κρατικός προϋπολογισμός του 2026 δεν απευθύνεται στην κοινωνία. Δεν διαλέγεται με τις ανάγκες της, δεν ενσωματώνει τις φωνές της, δεν αντανακλά τις αγωνίες της. Αντιθέτως, απευθύνεται στους θεσμούς της αγοράς, στους επενδυτές, στους διεθνείς οίκους αξιολόγησης. Η διαδικασία κατάρτισής του είναι κλειστή, αδιαφανής, τεχνοκρατική. Η πολιτική αποξενώνεται από την κοινωνία. Η διαδικασία δεν περιλαμβάνει ουσιαστική κοινωνική διαβούλευση με συνδικάτα, αγροτικούς συνεταιρισμούς, κοινωνικούς φορείς, γυναικείες οργανώσεις, με εκπροσώπους δηλαδή της κοινωνίας των πολιτών. Ούτε ενσωματώνει δείκτες ισότητας, φροντίδας και αναπαραγωγικής εργασίας. Οι εισηγητές του προϋπολογισμού, δεοντολογικά, θα έπρεπε να αναλύουν τον έμφυλο αντίκτυπο μιας πρότασης, λαμβάνοντας υπόψη εάν θα βελτιώσει ή θα αυξήσει την ανισότητα, εάν αντιμετωπίζουν επαρκώς τα κονδύλια του προϋπολογισμού τις διαφορές μεταξύ των φύλων; Ακόμα δεν δημοσιοποιείται σε μορφή κατανοητή για τους πολίτες, ούτε προσφέρεται δυνατότητα παρέμβασης πριν την ψήφισή του. Η απουσία διαβούλευσης σημαίνει ότι, οι μισθωτοί, οι συνταξιούχοι, οι αγρότες, οι εργαζόμενες στην φροντίδα, οι επισφαλείς εργαζόμενοι, οι αποκλεισμένες κοινότητες δεν έχουν φωνή στη διανομή των πόρων.
Η αριστερή στρατηγική βρίσκεται απέναντι από αυτή τη λογική, με αυτή την έννοια δεν μπορεί να περιοριστεί σε τεχνικές βελτιώσεις. Οφείλει να αναμετρηθεί με τον ορισμό της «ανάγκης», να συγκροτήσει έναν προϋπολογισμό που δεν ισορροπεί λογιστικά, αλλά αναδιανέμει πολιτικά. Που δεν υπηρετεί την «αξιοπιστία», αλλά τη δικαιοσύνη. Που δεν αναπαράγει την αορατότητα, αλλά την αποκαλύπτει.