Η πραγματοποίηση ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, σε συνδυασμό με την παρουσία ισχυρών αστυνομικών δυνάμεων στα κατά τόπους Ειρηνοδικεία, τις συμπλοκές με αλληλέγγυους, ακόμη και με ρίψη χημικών σε κλειστό χώρο στο Ειρηνοδικείο της Αθήνας, έφερε με βίαιο τρόπο στην επιφάνεια το κρίσιμο ζήτημα των πλειστηριασμών και της προστασίας της πρώτης κατοικίας.
Η πραγματικότητα είναι ότι η υποχρέωση άμεσης συμμόρφωσης της κυβέρνησης με μνημονιακές δεσμεύσεις ενόψει της τρίτης αξιολόγησης και ταυτόχρονα η παραπληροφόρηση από τα συστημικά μέσα και η αντιπολιτευτική πολεμική τακτική συγκεκριμένων πολιτικών χώρων δημιούργησαν κλίμα φόβου και αγωνίας στους υπερχρεωμένους οφειλέτες, στους ανθρώπους που νιώθουν να απειλούνται, δικαιολογημένα ή μη.
Η ιδιόκτητη κατοικία και η ακίνητη περιουσία γενικότερα αποτέλεσαν τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες χώρες του Νότου (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία) στρατηγικό στοιχείο οικονομικής ανάπτυξης για λόγους κοινωνικούς και ιστορικούς.
Στην Ελλάδα το γνωστό «να έχουμε ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μας» αποτέλεσε στόχο ζωής για τη γενιά των ανθρώπων που μετακινήθηκε μαζικά στις πόλεις, μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο, παράδοση που συνεχίστηκε και στις επόμενες γενιές και υποδαυλίστηκε από τη «φούσκα» της κτηματαγοράς, με την εκτεταμένη προώθηση του δανεισμού ως εργαλείου αναθέρμανσης της αγοράς.
Από την αρχή της κρίσης φάνηκε ότι στη λογική των δανειστών συνιστούσε σχήμα οξύμωρο το ύψος του ποσοστού ιδιοκατοίκησης σε σχέση με το υπερβολικά υψηλό δημόσιο χρέος. Υπήρξε, όμως, ισχυρό νομοθετικό πλαίσιο που απέτρεψε την υλοποίηση μαζικών πλειστηριασμών.
Μέχρι το τέλος του 2013, εκτός από τον νόμο Κατσέλη, που προέβλεπε ότι εάν ο οφειλέτης είχε κύρια κατοικία με αντικειμενική αξία ίση με το αφορολόγητο της πρώτης κατοικίας προσαυξημένο κατά 50% (350.000 ευρώ), μπορούσε, με δικαστική απόφαση, να «σώσει» την κύρια κατοικία του, υπήρχε και απαγόρευση πλειστηριασμών για οφειλή μέχρι 200.000 ευρώ πρώτης κατοικίας αντικειμενικής αξίας αντίστοιχης αυτής που προέβλεπε ο Ν. 3869/2010 (νόμος Κατσέλη), χωρίς να απαιτείται δικαστική απόφαση ρύθμισης.
Η μεταρρύθμιση που επέφερε ο νόμος Σταθάκη διεύρυνε την προστασία και για οφειλές προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία (με προϋπόθεση την ύπαρξη οφειλών προς τις τράπεζες), πρόσθεσε όμως περιορισμούς στις προϋποθέσεις ένταξης με κριτήρια που πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά και ένα επιπλέον κριτήριο ένταξης, αυτό του «συνεργάσιμου» δανειολήπτη.
Συγκεκριμένα ο νόμος προβλέπει δύο κατηγορίες προϋποθέσεων:
- Α. 1) η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας δεν υπερβαίνει τις 180.000 ευρώ για έναν ενήλικα (ποσό που προσαυξάνεται ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση του οφειλέτη σε 220.000 για ζευγάρι, 240.000 για οικογένεια με 1 τέκνο, 260.000 για οικογένεια με δύο τέκνα και 280.000 για οικογένεια με τρία τέκνα) και 2) το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα του οφειλέτη δεν υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης προσαυξημένες κατά 70%, δηλαδή κυμαίνεται μεταξύ 13.906 ευρώ και 40.800 ευρώ, ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση (άγαμος: 13.906 ευρώ, ζευγάρι: 23.659 ευρώ και κάθε παιδί: 5.714 ευρώ).
- Β. Το Δημόσιο πληρώνει μέρος της δόσης εφόσον: 1) η αντικειμενική αξία κύριας κατοικίας κυμαίνεται μεταξύ 120.000 και 220.000 ευρώ, προσαυξημένη ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση του οφειλέτη (άγαμος: 120.000 ευρώ, ζευγάρι: 160.000 ευρώ και 20.000 ανά τέκνο) και 2) το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα δεν υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, δηλαδή κυμαίνεται από 8.180 έως 24.000 ευρώ (άγαμος: 8.180 ευρώ, ζευγάρι: 13.917 ευρώ και κάθε παιδί: 3.361 ευρώ).
Στον νόμο εντάσσονται όσοι δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα, δηλαδή φυσικά πρόσωπα και ελεύθεροι επαγγελματίες, καθώς και μικρέμποροι.
Μολονότι, όμως, είναι σαφής και εκφρασμένη η πολιτική βούληση της κυβέρνησης να προστατευτεί η κύρια (πρώτη) κατοικία της πλειονότητας των μικρών και μεσαίων τμημάτων της κοινωνίας, εξακολουθούν να υπάρχουν προβληματικά σημεία, όπως:
- – Tο 40%-50% των αιτήσεων ένταξης απορρίπτονται στα κατά τόπους Ειρηνοδικεία, όπου η αντιδικία με τις τράπεζες είναι ιδιαίτερα σφοδρή.
- – Η ένταξη στον νόμο Κατσέλη είναι προβληματική για όσους έχουν μικρή οφειλή, καθώς κινδυνεύουν με ρευστοποίηση όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία πλην της κύριας κατοικίας.
- – Δεν υπάρχει δυνατότητα προστασίας της κύριας κατοικίας των εμπόρων, με την εξαίρεση βιώσιμων επιχειρήσεων που μπορούν να ενταχθούν στον εξωδικαστικό συμβιβασμό.
- – Δεν προστατεύεται με νομοθετική ρύθμιση η κύρια κατοικία για οφειλές στο Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία.
- – Η εφαρμογή του Κώδικα Δεοντολογίας έχει δείξει έως σήμερα ακαμψία από την πλευρά των τραπεζών, καθώς δύσκολα γίνεται δεκτή συμφωνία με τον δανειολήπτη με βάση τα πραγματικά του εισοδήματα και τη δυνατότητα αποπληρωμής των οφειλών του (εύλογες δαπάνες διαβίωσης).
- – Πρόβλημα υπάρχει για τους εγγυητές στην περίπτωση που δεν πληρούν οι ίδιοι τα κριτήρια ένταξης ή είναι έμποροι.
Θα πρέπει να εξεταστούν:
- – Η οριζόντια προστασία με σωρευτικά κριτήρια, ύψος οφειλής-αντικειμενική αξία περιουσίας (τουλάχιστον για μικρά ποσά).
- – Κρατικό εποπτικό όργανο ή διαμεσολάβηση δεν επιτρέπεται στη Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, με αποτέλεσμα οι τράπεζες να ερμηνεύουν κατά βούληση τον Κώδικα Δεοντολογίας.
- – Ισχυροποίηση μηχανισμού καταγγελιών και ελέγχου.
- – Πρωτοβουλίες ενημέρωσης και στήριξης των οφειλετών, μέσα από τις δομές αλληλεγγύης, τους φορείς της αυτοδιοίκησης και τους μαζικούς χώρους.
Στο σημερινό νομικό περιβάλλον ο κίνδυνος «ατυχήματος», μετά από μεγάλη περίοδο ύπαρξης περιοριστικών μέτρων, είναι υπαρκτός, ιδίως μετά το πρώτο διάστημα πραγματοποίησης πλειστηριασμών (ηλεκτρονικοί) και την εξάντληση περιπτώσεων μεγαλοοφειλετών.
Παραμένει αναγκαία η συγκρότηση ενός ευρύτατου μετώπου αλληλεγγύης, ενημέρωσης και συλλογικών δράσεων που θα ενισχύουν τη συμμετοχή των ίδιων των οφειλετών, θα απομονώνουν ακροδεξιά-φασιστικά στοιχεία όπου εμφανίζονται και θα στηρίζουν ουσιαστικά το δικαίωμα στην κατοικία των υπερχρεωμένων ανθρώπων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ποτέ δεν υποστήριξε τις συλλήβδην ακυρώσεις των πλειστηριασμών, που οδηγούν στη μετατροπή μιας ακτιβιστικής πρωτοβουλίας αλληλεγγύης σε πολιτικό εργαλείο αντιπολίτευσης.
Απάντηση, όμως, δεν είναι η αύξηση της καταστολής και η αντιμετώπιση της παρουσίας αλληλέγγυων με την επιβολή ποινικών κυρώσεων.
Το δίκαιο, κατά τον νομοθέτη, δεν είναι πάντα και δίκαιο για την κοινωνία. Οι νόμοι είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένων πολιτικών και ιδεολογικών συσχετισμών σε όλους τους καιρούς, πόσο μάλλον σε περιόδους μνημονίων και επιτροπείας.
Η προστασία των δικαιωμάτων των ανθρώπων που έγιναν φτωχοί στα χρόνια της κρίσης, ανθρώπων που συνέθλιψαν οι επιλογές του νεοφιλελευθερισμού και η εφαρμογή σκληρών πολιτικών λιτότητας, ήταν και παραμένει προτεραιότητά μας. Δεν δεσμευτήκαμε ότι θα γίνουμε καλύτεροι διαχειριστές του συστήματος, δεσμευτήκαμε να κρατήσουμε την κοινωνία όρθια.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα και η κυβέρνηση, οφείλουμε να επεξεργαστούμε άμεσα από κοινού συνολική πρόταση διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους στην προοπτική της εξόδου από τα μνημόνια και την επιτροπεία, εξόδου που πρέπει να αποτελέσει αφετηρία αλλαγών με κριτήριο τις ανάγκες και τις προσδοκίες της πλειονότητας της κοινωνίας.
Η Κατερίνα Κνήτου είναι δικηγόρος, μέλος Π.Γ. ΣΥΡΙΖΑ, ασχολείται συστηματικά με το θέμα των πλειστηριασμών και των «κόκκινων» δανείων από το 2012 και υπήρξε μέλος της Αλληλεγγύης για Ολους και άλλων κινηματικών συλλογικοτήτων
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών