Τον Ιούνιο του 2009 στη Μαδρίτη συναντήσαμε με τον Ανταίο Χρυσοστομίδη τον Χαβιέρ Μαρίας, έναν από τους σπουδαιότερους συγγραφείς της Ισπανίας, από εκείνους που έχουν αφήσει σημάδια επάνω μου. Ο Μαρίας πέθανε την Κυριακή στα 70 του, από πνευμονία με επιπλοκές covid. Δυστυχώς δεν έχω προλάβει να διαβάσω το «Έτσι αρχίζει το κακό» που εκδόθηκε πρόσφατα (Πατάκης) σε μετάφραση της Έφης Γιαννοπούλου η οποία συλλαμβάνει πάντα την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα στα μυθιστορήματά του. Αναδημοσιεύω το σχόλιό μου στη στήλη «Λοξή Ματιά» που κρατούσα στα παλιά ΝΕΑ και στο παλιό «Βιβλιοδρόμιο» μέχρι το 2012. Είχε δημοσιευτεί στις 4-7-2009 και νομίζω πως ζωντανεύει ανάγλυφα τη στάση στη ζωή και στα γράμματα του Javier Marias. Ιδού λοιπόν ο Μαρίας πριν 13 χρόνια.
Πότε ένα μυθιστόρημα είναι πραγματικά «καλό»; Ποιο είναι το κριτήριο που κάνει τη διαφορά; Μια από τις πιο πειστικές απαντήσεις που έχω ακούσει, την έδωσε προχθές στη Μαδρίτη ο 58χρονος Χαβιέρ Μαρίας_ ο πιο σημαντικός ίσως συγγραφέας της σύγχρονης Ισπανίας, αναγνωρισμένος μάστορας στα θρίλερ ιδεών, με μεγάλη απήχηση στην διεθνή αγορά, και παράλληλα αρθρογράφος στην El Pais. Τα γνωστότερα _και στην Ελλάδα_ μυθιστορήματά του είναι τα: Καρδιά τόσο άσπρη, Αύριο στη μάχη να με σκεφτείς, και τώρα το κορυφαίο του τρίπτυχο Το πρόσωπό σου αύριο (Σέλας). Λέει λοιπόν ο Μαρίας, προχωρώντας πολύ πιο βαθιά από την πολυμεταχειρισμένη διάκριση των βιβλίων σε ποιοτικά-εμπορικά ή απαιτητικά-συμβατικά, ότι «υπάρχουν πολλά μυθιστορήματα με ενδιαφέρουσα πλοκή που σε κρατάει. Μόλις όμως τα τελειώσεις, τα ξεχνάς. Και πρώτα απ’ όλα ξεχνάς την πλοκή τους. Υπάρχουν και μερικά βιβλία που διαθέτουν κάτι επιπλέον, πέρα από την ιστορία τους ή την πλοκή: μια ατμόσφαιρα, έναν κόσμο, που σού εντυπώνεται και σού μένει, για λίγο έστω, μετά το διάβασμα. Υπάρχουν έπειτα εκείνα τα μυθιστορήματα που κάπου-κάπου σε κάνουν να σταματάς (στα άλλα δεν σταματάς γιατί θέλεις να δεις τι γίνεται παραπέρα), είτε γιατί είναι ωραίος ο λόγος τους είτε γιατί είναι ενδιαφέρουσες οι ιδέες που αναπτύσσουν. Και κάποιες φορές σού συμβαίνει κάτι σαν έκλαμψη, που σε πάει πέρα από την συγκεκριμένη ιστορία ή τους χαρακτήρες, και τότε σταματάς και λες: «Ναίαίαί! Αυτό είναι αλήθεια! Έχει δίκιο!» Διότι τότε αναγνωρίζεις κατά κάποιο τρόπο, κάτι που ήδη ήξερες αλλά δεν είχες συνειδητοποιήσει ότι το ξέρεις. Επειδή δεν μπορούσες να το διατυπώσεις. Και τότε είναι που αισθάνεσαι μια μεγάλη ευφορία. Έτσι τουλάχιστον νιώθω εγώ το ‘καλό’ βιβλίο. Γι’ αυτό και αντίθετα με εκείνους που ορίζουν το μυθιστόρημα ως μια μορφή γνώσης, εγώ λέω ότι το (καλό) μυθιστόρημα είναι μια μορφή αναγνώρισης».
Ο μεγαλύτερος συγγραφέας απ’ όλους, κατά τον Χαβιέρ Μαρίας, «είναι ο Σαίξπηρ»_ έχει άλλωστε δανειστεί απ’ αυτόν κάποιους τίτλους μυθιστορημάτων του. Αλλά ο πρώτος του «δάσκαλος», «ιδιαίτερα στο θέμα της διαχείρισης του χρόνου», ήταν ο αντισυμβατικός Λώρενς Στερν, πατέρας του «Τρίστραμ Σάντυ», έργου-σταθμού του 18ου αιώνα. Όλα αυτά μάς τα είπε με τον Ανταίο Χρυσοστομίδη, με αφορμή ένα ακόμα ντοκυμαντέρ στη σειρά «Κεραίες της εποχής μας» (ΕΤ 1, παραγωγή S.m. art). Το γραφείο του βρίσκεται σε ένα ιστορικό κτίριο στην πλατεία του παλιού Δημαρχείου της Μαδρίτης, και οι τοίχοι του είναι καλυμμένοι με βιβλία (διαβασμένα) από όλο το φάσμα της ευρωπαϊκής, αμερικανικής και λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας. Γύρω-γύρω όμως, παραταγμένοι στη σειρά, είναι δεκάδες μολυβένιοι στρατιώτες «που τους νιώθω να φυλάνε τη βιβλιοθήκη μου, αλλά και να παραπέμπουν στους λογοτεχνικούς χαρακτήρες όπως παραπέμπουν και στο ‘παιχνίδι’ της επινόησης και της συγγραφής». Πολύγλωσσος, βαθιά καλλιεργημένος, γιός φιλοσόφου που συκοφαντήθηκε, φυλακίστηκε και διώχθηκε αμείλικτα από το Φρανκικό καθεστώς, ο Χαβιέρ Μαρίας, στοχάζεται την εποχή του, όχι με θεωρητικά αλλά με λογοτεχνικά εργαλεία. Στο Πρόσωπό σου αύριο, ειδικότερα, φωτίζει την δυστοπία του καινούργιου (δυτικού) κόσμου που έχει ανατείλει με τον 21ο αιώνα, μέσα από αλληλοδιαπλεκόμενες ιστορίες που προχωρούν με την αγαπημένη του μέθοδο των παρεκβάσεων, προκαλώντας τον αναγνώστη να σταματά κάθε τόσο. Έτσι παρακολουθεί από την κρεβατοκάμαρα των πρώην ερωτευμένων ζευγαριών ως τα αδελφικά μαχαιρώματα τροτσκιστών-σταλινικών στον Ισπανικό Εμφύλιο, ή την μυστική δράση των πανεπιστημιακών της Οξφόρδης οι οποίοι συνεργάστηκαν με την βρετανική Αντικατασκοπία. Και εξερευνά τα ζητήματα της προδοσίας, της εξαπάτησης, της βολικής αποσιώπησης, της αποκάλυψης που έχει ολέθριες συνέπειες ή της χρήσης του παρελθόντος στο παρόν, για να φανερώσει τις κρυφές _ή μάλλον, τις εναλλακτικές_ πλευρές του ανθρώπινου ‘προσώπου’ που θα εκδηλωθούν ‘αύριο’, μόλις υπάρξουν οι κατάλληλες συνθήκες. Ο πρωταγωνιστής του και αφηγητής είναι ένας χωρισμένος 50άρης Ισπανός που προσλαμβάνεται από μια σκιώδη υπηρεσία στο Λονδίνο για να «διαβάζει» ανθρώπους και να αποκρυπτογραφεί πώς θα συμπεριφερθούν σε διάφορες καταστάσεις. Είναι η ανατριχιαστική μετεξέλιξη του Μεγάλου Αδελφού, αλλά παράλληλα, μια καίρια αλληγορία για την δουλειά του συγγραφέα.
«Είναι άλλο να είσαι συγγραφέας και άλλο να το παίζεις», διευκρίνισε ωστόσο ο Χαβιέρ Μαρίας. Και πηγαίνοντας κόντρα στην ευρωπαϊκή παράδοση των Ζολά και των Σαρτρ που θέλει τον συγγραφέα να έχει κοινωνικό ρόλο, μάς προκάλεσε μέσα από την κουβέντα να σταματήσουμε να τον εξιδανικεύουμε ως δημόσιο διανοούμενο. Ούτε ο Ρούσντι ούτε ο Παμούκ, είπε, διεκδίκησαν ποτέ τέτοιο ρόλο. «Γράφεις ό,τι γράφεις. Αν έχει κάποια απήχηση, καλώς έχει. Αν ασκεί κάποια επιρροή, ακόμα καλύτερα. Αν βοηθά τους ανθρώπους, υπέροχα. Αλλά δεν μπορείς να ξεκινάς λέγοντας ‘θα ανοίξω τα μυαλά τους’. Όταν παράγεις μανιφέστα όπως κάνουν αυτοί που υποδύονται τους διανοούμενους, τίποτα απ’ όσα λες δεν μετράει. Το ζητούμενο είναι ο συγγραφέας να έχει συνείδηση ότι θα ξοδέψει ένα μέρος της ζωής του εξερευνώντας πολύ οδυνηρά πράγματα και ότι αν καταφέρει να ‘φωτίσει’ τους αναγνώστες του, αυτό δεν θα κρατήσει παρά ελάχιστα. Σε μια εβδομάδα θα έχουν επιστρέψει στη ρουτίνα τους. Ένα βιβλίο μπορεί λοιπόν να σου αλλάξει τη ζωή, σε προσωπικό επίπεδο. Αλλά ο κόσμος δεν θα αλλάξει αν εκλείψουν οι συγγραφείς».
Μικέλα Χαρτουλάρη