Macro

Χάρισον Στέτλερ: Γαλλία: Για τον Εμανουέλ Μακρόν η οδός διαφυγής φτάνει στο τέλος της

Οι Γάλλοι έχουν εξαντληθεί από ένα πολιτικό σύστημα που έχει φτάσει στα όρια του. Και έχουν βαρεθεί προ πολλού την ακαμψία του προέδρου Εμανουέλ Μακρόν που αντιμετωπίζει μια αυξανόμενη κρίση εξουσίας.

Μαζικές κινητοποιήσεις

Οι απογοητεύσεις πυροδότησαν τις κινητοποιήσεις στις 10 Σεπτεμβρίου. Οι διαδηλωτές είχαν κάποιο λόγο να γιορτάσουν, επειδή η ήττα του Μπαϊρού στην Εθνοσυνέλευση ήταν πάνω απ’ όλα μια οπισθοδρόμηση για τον Μακρόν, ο οποίος έδωσε πράσινο φως στην αποτυχημένη προσπάθεια του πρωθυπουργού του να αναγκάσει το κοινοβούλιο να αποδεχτεί έναν προϋπολογισμό του 2026 με περίπου 44 δισεκατομμύρια ευρώ περικοπών δαπανών. Κερδίζοντας έδαφος αυτό το καλοκαίρι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το κίνημα της 10ης Σεπτεμβρίου αποκρυστάλλωσε την ευρεία απόρριψη του σχεδίου λιτότητας. Δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι περίπου το ήμισυ της χώρας υποστηρίζει το κίνημα διαμαρτυρίας, που κυριαρχείται από την Αριστερά.

Όσοι θέλουν να δουν τις κινητοποιήσεις ως αναβίωση της εξέγερσης των Κίτρινων Γιλέκων του 2018 και του 2019, το κρίσιμο ερώτημα που θα χρειαστεί να απαντήσουν είναι αν το κίνημα θα μπορέσει να διατηρηθεί για πολύ. «Δεν θέλουμε να χάσουμε όλη μας την ενέργεια σε αυτή την πρώτη ημέρα δράσης», δήλωσε ένας απεργός γιατρός. «Στόχος μας είναι να οικοδομήσουμε μια πολύπλευρη και ανθεκτική αντιπολίτευση».

Τα εθνικά συνδικάτα της Γαλλίας κάλεσαν σε απεργίες και διαδηλώσεις την Πέμπτη (18 Σεπτεμβρίου) και πολλοί ελπίζουν ότι η αντίδραση θα αποκτήσει ακόμα μεγαλύτερη δυναμική.

Ίσως βοηθήσει το γεγονός ότι οι διαδηλωτές έχουν τώρα έναν νέο εχθρό. Ο Mακρόν αντικατέστησε τον Μπαϊρού με τον Σεμπαστιέν Λεκορνύ, έναν μακροχρόνιο σύμμαχο που διετέλεσε υπουργός Άμυνας. Η νέα επιλογή του Mακρόν έχει καταγγελθεί ως «πρόκληση» τόσο από τους διαδηλωτές, όσο και από τους πολιτικούς της αντιπολίτευσης, καθώς ο πρόεδρος ενεργοποιεί συνεχώς τον στενό του κύκλο στις υψηλές κυβερνητικές θέσεις.

Ωστόσο, δεν είναι καθόλου σαφές αν ο Λεκορνύ θα καταφέρει να πετύχει εκεί που απέτυχε ο Μπαϊρού. Ο νέος πρωθυπουργός υπαινίχθηκε την ανάγκη για «αλλαγή μεθόδου» κατά τη μεταβίβαση της εξουσίας, η οποία συνέβη καθώς πλήθη διαδηλωτών σε πολλά σημεία της πρωτεύουσας αντιμετώπιζαν δακρυγόνα και επιθέσεις της αστυνομίας.

«Θα χρειαστεί να υπάρξουν κάποιες σοβαρές ρήξεις», φάνηκε να παραδέχεται ο Λεκορνύ, αναφερόμενος σε μια μετατόπιση όχι μόνο στη «μορφή», αλλά και στο «περιεχόμενο».

Η πρόκληση του νέου πρωθυπουργού

Αυτή είναι εν ολίγοις η κύρια πρόκληση του νέου πρωθυπουργού: η σύνταξη ενός προϋπολογισμού για το 2026 που θα μπορούσε να περάσει στη διχασμένη Εθνοσυνέλευση. Εάν αποτύχει και γίνει ο τρίτος πρωθυπουργός του Μακρόν που αναγκαστεί να εγκαταλείψει το αξίωμά του πριν τις πρόωρες εκλογές, ο πρόεδρος θα βρεθεί ακόμη πιο αδύναμος. Ο Μακρόν ήδη καταπραΰνει τις εκκλήσεις για διάλυση του κοινοβουλίου, κάτι που θα μπορούσε να αποδειχθεί καταστροφικό για το πολιτικό του μπλοκ, καθώς η δημοτικότητά του φτάνει σε ιστορικά χαμηλά. Πρόσφατη δημοσκόπηση δίνει στον πρόεδρο 17% ποσοστό αποδοχής, ενώ υπάρχουν αυξανόμενες εκκλήσεις για παραίτηση του.

Το επίκεντρο της επερχόμενης διαμάχης του Λεκορνύ αναμένεται να είναι οι κεντροαριστεροί Σοσιαλιστές (PS), οι οποίοι το πολύ θα συμφωνούσαν σε μια σιωπηρή συμφωνία μη μομφής για να επιτρέψουν στην κυβέρνηση μειοψηφίας να ψηφίσει έναν προϋπολογισμό. Σε αντάλλαγμα για ένα μικρότερο πακέτο περικοπών δαπανών, οι Σοσιαλιστές απαιτούν αυξημένη φορολογία στους υπερπλούσιους και αναθεωρήσεις στην απεχθή αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης του Μακρόν για το 2023.

Ωστόσο, αυτά τα ρήγματα είναι πανομοιότυπα με αυτά που ήδη χώριζαν τους Σοσιαλιστές από τον Μπαϊρού, ο διάδοχος του οποίου θα μπορεί να φτάσει μόνο μέχρι ένα σημείο σε μια προσπάθεια να κερδίσει την εύνοια της Κεντροαριστεράς. Ο πρόεδρος και οι σύμμαχοί του είναι σθεναρά αφοσιωμένοι στην προστασία των φορολογικών περικοπών υπέρ των επιχειρήσεων που θεσπίστηκαν από τότε που ο Μακρόν κέρδισε για πρώτη φορά την προεδρία το 2017, περικοπές που ευθύνονται εν μέρει για την επιδείνωση της δημοσιονομικής κρίσης της Γαλλίας. Οτιδήποτε δώσει ο Λεκορνύ στους Σοσιαλιστές θα επιδεινώσει τους δεσμούς με τη δεξιά πτέρυγα του συνασπισμού του, δηλαδή τους συντηρητικούς Ρεπουμπλικάνους που κατείχαν την πρωθυπουργία υπό τη σύντομη θητεία του Μισέλ Μπαρνιέ το περασμένο φθινόπωρο. Ήδη ο οίκος αξιολόγησης Fitch υποβάθμισε το γαλλικό χρέος σε A+, κάτι που πιθανότατα θα πυροδοτήσει το ήδη εκρηκτικό σκηνικό.

Ο ακροδεξιός κίνδυνος

Εάν αποτύχει η όποια μακροπρόθεσμη προσέγγιση με τους Σοσιαλιστές , η τελευταία εναλλακτική λύση είναι η Ακροδεξιά. Για τον Μακρόν, ένα πλεονέκτημα της επιλογής Λεκορνύ είναι ότι έχει μια αποδεδειγμένη σχέση με τη Μαρίν Λεπέν, με την οποία έχει διατελέσει συνομιλητής στο παρελθόν. Το τίμημα του Εθνικού Συναγερμού σε αντάλλαγμα για οποιαδήποτε υποστήριξη θα είναι υψηλό, καθώς το κόμμα ρίχνει το βάρος του στην απαίτηση για νέα διάλυση του κοινοβουλίου και νέες εκλογές.

«Ο πρόεδρος έχει μόνο λίγα φυσίγγια, κλεισμένος στο καταφύγιό του με μια μικρή ομάδα πιστών», είχε γράψει η Λεπέν στο X, απαντώντας στην υποψηφιότητα του νυν πρωθυπουργού. «Μετά τις αναπόφευκτες μελλοντικές βουλευτικές εκλογές, ο πρωθυπουργός θα είναι ο Τζορντάν Μπαρντελά». Ο επίσημος πρόεδρος του κόμματός της, ο 30χρονος Μπαρντελά, ήταν ο πιθανότερος υποψήφιος πρωθυπουργός στις εκλογές του καλοκαιριού του 2024. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η Ακροδεξιά θα αναδειχθεί πρώτη θέση στην επόμενη προσφυγή στις κάλπες.

Το πόσο μακριά θα φτάσουν η κεντροαριστερή και η ακροδεξιά αντιπολίτευση συνεργαζόμενη με το Λεκορνύ, εξαρτάται εν μέρει από τη δεκτικότητα της κοινής γνώμης και την πίεση που θα γίνει αισθητή στους δρόμους τις επόμενες εβδομάδες.

Αν αναγκαστεί να διαλύσει το κοινοβούλιο, ο Μακρόν μπορεί να βρει κάποια παρηγοριά στη διχασμένη κατάσταση της αριστερής αντιπολίτευσης. Το αυξανόμενο κενό εξουσίας όχι μόνο έχει επιδεινώσει τις εντάσεις μεταξύ των Σοσιαλιστών και της Ανυπότακτης Γαλλίας (LFI), με επικεφαλής τον Ζαν-Λυκ Μελανσόν, τους δύο βασικούς πυλώνες της συμμαχίας Νέου Λαϊκού Μετώπου του 2024.

Το LFI έχει ήδη καταδικάσει τη νέα προσέγγιση του PS στο κέντρο ως προδοσία. Ωστόσο, η επιμονή του να παραιτηθεί ο Μακρόν, προκαλώντας νέες προεδρικές εκλογές, είναι εν μέρει μια προσπάθεια να ενισχυθεί η θέση της μελανσονικής πλευράς ως κυρίαρχου κόμματος στην Αριστερά. Τόσο το LFI, όσο και το PS έχουν αποκλείσει μια πλήρη επανεκκίνηση της συμμαχίας του 2024, την ώρα που οι συνδικαλιστές αγωνίζονται να ξεπεράσουν την οξύτητα μεταξύ Κεντροαριστεράς και Αριστεράς.

Ίσως τελικά οι νέες εκλογές αποδειχτούν η μόνη διέξοδος για όλους.Μετάφραση από The Nation: Ο. Α

Οι κινητοποιήσεις σε αριθμούς

Οκτώ ημέρες μετά το «Μπλοκάρουμε τα πάντα», ήταν η σειρά των συνδικάτων να καλέσουν την Πέμπτη σε γενική απεργία και κινητοποίηση.

Η συμμετοχή ήταν σημαντικά υψηλότερη από αυτήν στις 10 Σεπτεμβρίου και συγκρίσιμη με εκείνη κατά της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος το 2023. Η Γενική Συνομοσπονδία Εργαζομένων (CGT) ανακοίνωσε την παρουσία περισσότερων από ενός εκατομμυρίου διαδηλωτών σε όλη τη Γαλλία, το υπουργείο Εσωτερικών ανακοίνωσε περισσότερους από 500.000 ανθρώπους σε όλη τη χώρα, με συνολικά 700 διαδηλώσεις εκτός της πρωτεύουσας.

Πληροφορίες αναφέρουν ότι μέχρι τις 6 το απόγευμα της Πέμπτης, 181 άτομα είχαν συλληφθεί σε όλη τη Γαλλία. Στο Παρίσι, η αστυνομική περιφέρεια ανακοίνωσε την παρουσία 55.000 διαδηλωτών και ανέφερε 31 συλλήψεις. Σύμφωνα με αυτήν την αναφορά, 10 διαδηλωτές και ένας δημοσιογράφος τραυματίστηκαν. Έντεκα αστυνομικοί υπέστησαν ελαφρά τραύματα.

Πολλές γραμμές συγκοινωνιών ακινητοποιήθηκαν στην πρωτεύουσα, παρουσιάστηκαν προβλήματα σε ηλεκτροδότηση και υδροδότηση σε ορισμένες περιοχές, ενώ στα δημοτικά, γυμνάσια και λύκεια, το 17% των εκπαιδευτικών απήργησαν, με τους περισσότερους στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, σύμφωνα με στοιχεία του γαλλικού υπουργείου Παιδείας. Επιπλέον, πάνω από 2.000 εργαζόμενοι στον πολιτισμό συμμετείχαν οργανωμένα στις διαδηλώσεις, ενώ περισσότερα από 30 πολιτιστικά ιδρύματα έμειναν κλειστά, όπως η εμβληματική Όπερα του Παρισιού.

*Τα στοιχεία από την εφημερίδα Libération

Η ΕΠΟΧΗ