Macro

Χάρις Τριανταφυλλίδου: Το κενό, το Λαϊκό Μέτωπο και μια Αριστερά που δεν χρειάζεται κανείς

Τα στελέχη που αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ και στη συνέχεια συγκρότησαν τη Νέα Αριστερά αιτιολόγησαν τη διάσπαση με την επίκληση ενός κενού εκπροσώπησης, το οποίο –κατά τη γνώμη τους– όφειλε να καλύψει η Αριστερά. Λιγότερο από 18 μήνες μετά, η Νέα Αριστερά παραμένει εγκλωβισμένη σε ένα στρατηγικό αδιέξοδο, το οποίο επιχείρησε να υπερβεί αντλώντας έμπνευση από την εκλογική επιτυχία του Νέου Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία.

Ωστόσο, η διαρκής επίκληση της στρατηγικής συγκρότησης ενός Λαϊκού Μετώπου –το οποίο κάποιοι ερμηνεύουν ως προοπτική εκλογικής και κοινοβουλευτικής συνεργασίας της Νέας Αριστεράς με το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ– δεν επαρκεί για να καλύψει τις βαθιά αντικρουόμενες αντιλήψεις ως προς τα χαρακτηριστικά του κενού εκπροσώπησης και τον τρόπο υπέρβασής του.

Κρίση εκπροσώπησης και σενάρια συνεργασιών

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Prorata, το 45% των πολιτών συμφωνούν ή μάλλον συμφωνούν πως η χώρα χρειάζεται εναλλακτική προοδευτική λύση διακυβέρνησης. Τα εν λόγω δεδομένα συχνά ερμηνεύονται ως λαϊκή εντολή συνεννόησης της πασοκογενούς με τη συριζογενή Σοσιαλδημοκρατία με σκοπό το σχηματισμό κυβέρνησης.

Πρόκειται, ωστόσο, για μια επιλεκτική ανάγνωση της κοινωνικής πραγματικότητας. Παραβλέπει τη μαζική αποχή της πλειοψηφίας των εκλογέων από τις ευρωεκλογές, καθώς και το γεγονός ότι τα παραδοσιακά κόμματα κατέγραψαν ιστορικά χαμηλές επιδόσεις σε απόλυτους αριθμούς ψήφων. Την ίδια στιγμή, ανάμεσα στα κόμματα που εξασφάλισαν έδρες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τα μόνα που αύξησαν τις ψήφους τους σε σύγκριση με τις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου 2023 ήταν η Ελληνική Λύση και η Φωνή Λογικής.1

Αγνοεί, επίσης, την αρνητική αποτίμηση των κομμάτων της αντιπολίτευσης, όπως αυτή καταγράφεται σε έρευνες που εστιάζουν στα αιτήματα, τις θέσεις και την ιδεολογική τοποθέτηση των πολιτών που συμμετέχουν στις κινητοποιήσεις για το ζήτημα των Τεμπών. Επιπλέον, δεν λαμβάνει υπόψη ότι, μεταξύ όσων υποστηρίζουν την ανάγκη συνεργασίας των «προοδευτικών» δυνάμεων, το κόμμα της Ζωής Κωνσταντοπούλου, η Πλεύση Ελευθερίας, εμφανίζεται ως η προτιμώμενη επιλογή για την πλειοψηφία (54%).

Το γεγονός ότι η δημοκοπική πτώση όλων των κομμάτων του «προοδευτικού» χώρου συνδέεται με μια άνευ προηγούμενου λαϊκή διαθεσιμότητα και πρωτοφανή απαξίωση της κυβέρνησης και του έργου της, αναδεικνύει την τρομακτική απόσταση του πολιτικού δυναμικού του «προοδευτικού» χώρου από τη βιωμένη πραγματικότητα των λαϊκών μαζών. Μια απόσταση, την οποία η Νέα Αριστερά δεν έχει κατορθώσει να υπερβεί, γιατί δεν προσπάθησε ποτέ να την υπερβεί. Η οργανωτική διάρθρωση του κόμματος αποτελεί –με εξαίρεση τον τρόπο εκλογής των καθοδηγητικών οργάνων– πιστό αντίγραφο του ΣΥΡΙΖΑ και οι δραστηριότητες εκτός Κοινοβουλίου περιορίζονται σε μοιράσματα φυλλαδίων και εκδηλώσεις στις οποίες η ηγεσία μιλάει από το βήμα στο κοινό. Λίγους μήνες μετά το ιδρυτικό της συνέδριο, η Νέα Αριστερά εξακολουθεί να μην κάνει και να μην προτείνει τίποτα νέο.

Το γεγονός ότι η Νέα Αριστερά δεν έχει καταφέρει να καλύψει το κενό εκπροσώπησης δεν σημαίνει ότι το κενό αυτό δεν υπάρχει. Αντιθέτως, αναδεικνύεται ότι ο τρόπος άσκησης πολιτικής και οι προγραμματικές αιχμές του κόμματος είναι ανεπαρκείς.

Η Νέα Αριστερά φαίνεται να αντιλαμβάνεται την πολιτική αποκλειστικά μέσα από το πρίσμα του κομματικού ανταγωνισμού. Η σχέση εκπροσώπησης, ωστόσο, αναφέρεται σε σημαντικά πιο σύνθετες διαδικασίες, η κατανόηση των οποίων είναι καθοριστική για την αντιμετώπιση του ακροδεξιού κινδύνου. Αναφέρεται στη σχέση αλληλεπίδρασης μεταξύ κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων, αφενός, και πολιτικών κομμάτων, αφετέρου, και διαθέτει ιδεολογικές, πολιτισμικές και πολιτικές διαστάσεις. Καθοριστικής σημασίας για τη σημαντική άνοδο της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη υπήρξε η διάρρηξη της σχέσης εκπροσώπησης ανάμεσα στην εργατική τάξη και τα κόμματα της Σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και της Αριστεράς.

Μελέτη2 χωρών της Δυτικής Ευρώπης όπου τα κόμματα της άκρας Δεξιάς σε εκλογικές αναμετρήσεις έχουν συγκεντρώσει τουλάχιστον 12% αναδεικνύει ότι η εργατική τάξη αποτελεί καθοριστική δεξαμενή ψήφων για την άκρα Δεξιά, εφόσον περίπου το 50% των ψηφοφόρων της ανήκουν στην εργατική τάξη. Η πολιτική στήριξη της εργατικής τάξης σε κόμματα της (άκρας) Δεξιάς, με οικονομικά νεοφιλελεύθερες θέσεις που βρίσκονται σε αντίθεση με το οικονομικό συμφέρον της, χαρακτηρίζεται συχνά ως «αφύσικη» πολιτική συμπεριφορά. Η εν λόγω ερμηνεία εκκινεί από την πρόσληψη των κομμουνιστικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων ως την αυτονόητη πολιτική επιλογή της εργατικής τάξης και της οικονομικής κατάστασης των ανθρώπων ως καθοριστική παράμετρος για την εκλογική συμπεριφορά. Ωστόσο, όπως προκύπτει από πληθώρα μελετών η προτίμησή αυτή συνδέεται με τον πολιτισμικό συντηρητισμό της εργατικής τάξης, ο οποίος από την πλευρά του είναι αποτέλεσμα του περιορισμένου μορφωτικού επιπέδου και πολιτισμικού κεφαλαίου της.

Στο πλαίσιο αυτό, η ανοικοδόμηση της σχέσης εκπροσώπησης της εργατικής τάξης με την Αριστερά συνιστά δύσκολη αλλά απαραίτητη προϋπόθεση για την ανακοπή της ανόδου της άκρας Δεξιάς.

Do it like PTB & Die Linke

Έχοντας ήδη αναφερθεί εκτενώς, σε άλλο κείμενο, στο παράδειγμα του Die Linke στη Γερμανία, αξίζει να εστιάσουμε και σε ένα άλλο επιτυχημένο παράδειγμα σύγχρονης Αριστεράς με σαφές ταξικό πρόσημο, το Εργατικό Κόμμα του Βελγίου (PTB).

Στις ευρωεκλογές του 2024, το PTB σχεδόν διπλασίασε το ποσοστό του στη φλαμανδική περιφέρεια της χώρας, ανεβαίνοντας από το 4,9% του 2019 στο 8,1%. Στις γαλλόφωνες περιοχές κατέγραψε άνοδο κατά περίπου μία ποσοστιαία μονάδα, φτάνοντας το 15,4%, και ανέβηκε από την τέταρτη θέση (το 2019) στην τρίτη.

Η επιτυχία του PTB αποδίδεται στη στόχευσή του σε κοινωνικοοικονομικά ζητήματα που απασχολούν ευρύτερα στρώματα της κοινωνίας, όπως η δωρεάν υγειονομική περίθαλψη, η αύξηση των κατώτατων συντάξεων, η προστασία από τον πληθωρισμό και η φορολόγηση των εκατομμυριούχων. Το κόμμα δεν περιορίζεται στη διακήρυξη αυτών των στόχων, αλλά επιδιώκει την ουσιαστική τους υλοποίηση μέσα από πολύμηνες εκστρατείες, με συλλογή υπογραφών, διαδηλώσεις, εκδόσεις και συνέδρια.

Παράλληλα, το PTB ασκεί έντονη κριτική στα προνόμια των κομμάτων και των πολιτικών, αξιοποιώντας τη διάχυτη κρίση εμπιστοσύνης προς το πολιτικό σύστημα. Οι βουλευτές του παραιτούνται από το μεγαλύτερο μέρος των αποζημιώσεών τους και κατευθύνουν τους πόρους αυτούς σε κοινωνικές δράσεις, όπως τα «ιατρεία για το λαό». Το κόμμα είναι ιδιαίτερα δραστήριο στα πανεπιστημιακά ιδρύματα και έχει προσαρμόσει το μήνυμά του, ώστε να απευθύνεται ειδικά σε νεανικά ακροατήρια. Παράλληλα, διατηρεί ξεκάθαρα στάση σε ζητήματα δικαιωμάτων και ελευθεριών, με έμφαση στην καταπολέμηση των διακρίσεων, το φεμινισμό και τα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας.

Αυτή η μορφή πολιτικής απεύθυνσης έχει οδηγήσει σε σημαντική στήριξη του κόμματος από την εργατική τάξη και τα χαμηλότερα μεσαία στρώματα, κυρίως στη Βαλλονία και στις Βρυξέλλες. Το γεγονός αυτό επιβεβαιωνόταν από τη μετεκλογική μελέτη του 2019 για τις ευρωεκλογές: σε εθνικό επίπεδο, το 19% των ερωτηθέντων από την εργατική τάξη είχε δηλώσει ότι ψήφισε ή συμμεριζόταν τις θέσεις του PTB, όπως επίσης το 33% των ανέργων, το 18% των ατόμων με το χαμηλότερο και το 28% με το δεύτερο χαμηλότερο επίπεδο διαβίωσης. Επιπλέον, το PTB συγκέντρωνε ποσοστό 14% μεταξύ όσων είχαν χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και 15% μεταξύ εκείνων με μεσαίο μορφωτικό τίτλο σπουδών.

Το λαϊκό μέτωπο

Η συγκρότηση του Νέου Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία δεν αποτέλεσε μια γενική προσπάθεια πολιτικής αντιπαράθεσης με τον νεοφιλελεύθερο Μακρόν. Πραγματοποιήθηκε υπό την πολιτική ηγεμονία της ριζοσπαστικής Αριστεράς, με βασικό στόχο την αποτροπή μιας εξαιρετικά πιθανής εκλογικής νίκης της άκρας Δεξιάς. Η κατά τόπους συνεργασία του Λαϊκού Μετώπου με φιλελεύθερες δυνάμεις περιορίστηκε στο δεύτερο γύρο, σε εκλογικές περιφέρειες όπου υπήρχε κίνδυνος επικράτησης της άκρας Δεξιάς.

Η υιοθέτηση του εγχειρήματος του Λαϊκού Μετώπου από τη Νέα Αριστερά δεν συνδέθηκε με μια στρατηγική για την ιδεολογική και οργανωτική επικράτηση της Αριστεράς στο μη δεξιό χώρο, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται σήμερα ως πρόταση για την εκλογική συμμαχία πολιτικών δυνάμεων του «προοδευτικού» τόξου που δεν διαφέρει σε τίποτα από την αποτυχημένη πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία κρίθηκε στις εθνικές εκλογές του 2023.

Στο πλαίσιο αυτό, η συνεχής αναφορά στο Λαϊκό Μέτωπο είναι κομμάτι του προβλήματος και όχι της λύσης. Όσο δεν διαμορφώνεται καμία στρατηγική για τη συστηματική ανοικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης και εκπροσώπησης με την εργατική τάξη και τους συμμάχους της, όσο απουσιάζει κάθε ενδιαφέρον για όσα διακυβεύονται στο κοινωνικό πεδίο –πέρα από τα όρια του κομματικού ανταγωνισμού– η Νέα Αριστερά θα παραμένει μια Αριστερά που δεν χρειάζεται κανείς.

1 Σεριάτος, Ά. (2024, 28 Ιουνίου). Πολιτική και εκλογική ανάλυση των Ευρωεκλογών του 2024: Συνέχειες & ασυνέχειες. Νομαρχία. https://nomarchia.gr/…/A.-%CE%A3%CE%95%CE%A1%CE%99%CE…

2 Oesch, D. & Rennwald, L. (2018). Electoral competition in Europe’s new tripolar political space: Class voting for the left, centre-right and radical right. European Journal of Political Research.

Η ΕΠΟΧΗ