Σε αντιδιαστολή με το κυρίαρχο αφήγημα περί διαφθοράς, η τελευταία δεν αποτελεί πρωτίστως νομικό ζήτημα, αλλά πολιτικό, καθώς επιδρά θεμελιωδώς στους όρους οργάνωσης ηγεμονίας σε συνθήκες αστικής δημοκρατίας.
Λίγες ημέρες μετά την ολοκλήρωση της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, τα δημοσκοπικά δεδομένα καταδεικνύουν ότι ούτε η παρουσία του Πρωθυπουργού ούτε οι προγραμματικές προτεραιότητες των εκπροσώπων της ευρύτερης προοδευτικής αντιπολίτευσης ήταν αρκετές για να αντιστρέψουν το κλίμα πολιτικής δυσαρέσκειας που επικρατεί στο εκλογικό σώμα. Την ίδια στιγμή, η ομιλία του πρώην Πρωθυπουργού στο συνέδριο του Economist αναζωπύρωσε τις φήμες για τη δημιουργία ενός νέου, κεντρώου πολιτικού κόμματος από τον Αλέξη Τσίπρα στο προσεχές διάστημα.
Στο πλαίσιο της συζήτησης για την επιστροφή του πρώην Πρωθυπουργού και την αδυναμία της Αριστεράς και των προοδευτικών δυνάμεων να αρθρώσουν μια εναλλακτική πολιτική πρόταση ικανή να ενεργοποιήσει το απόθεμα ψηφοφόρων του ευρύτερου αριστερού χώρου, το ζήτημα τίθεται σχεδόν αποκλειστικά με όρους συνάθροισης ποσοστών και κυβερνησιμότητας. Η εν λόγω προσέγγιση παραγνωρίζει ότι η εκλογική συμπεριφορά αποτελεί μονάχα ένα –αν και σημαντικό– τμήμα της πολιτικής συμπεριφοράς, η οποία διαμορφώνεται από στάσεις, αντιλήψεις και συναισθήματα. Προκειμένου να κατανοήσουμε τη συνολική κοινωνική κίνηση, οφείλουμε να εντάξουμε στην ανάλυσή μας στοιχεία που μας επιτρέπουν να αντιληφθούμε τις συνθήκες εντός των οποίων η εκλογική συμπεριφορά διαμορφώνεται. Εν προκειμένω, η πρόσφατη έρευνα του ΕΝΑ για την ποιότητα ζωής στην Ελλάδα και το Ευρωβαρόμετρο για τη Διαφθορά αποτελούν χρήσιμα εργαλεία για να κατανοήσουμε της συγκυρία εντός της οποίας εξελίσσεται ο κομματικός ανταγωνισμός και τις προοπτικές μετατόπισης ή ανατροπής των υφιστάμενων συσχετισμών δύναμης.
Συγκρίνοντας την πιο πρόσφατη έρευνα για την ποιότητα της ζωής στην Ελλάδα με την αντίστοιχη του 2024, διαπιστώνουμε ότι τα κυρίαρχα συναισθήματα στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό παραμένουν και το 2025 η απογοήτευση και ο θυμός (απογοήτευση: 52% το 2025 έναντι 50% το 2024· θυμός: 36% το 2025 έναντι 38% το 2024). Μολονότι στον γενικό πληθυσμό της χώρας ο καταμερισμός των ήδη από το 2022 κυρίαρχων συναισθημάτων παραμένει σχετικά σταθερός, μεταξύ 2024 και 2025 παρατηρείται μια αξιοσημείωτη αύξηση του αισθήματος του θυμού από 36% σε 49% σε όσους/ες με έως 7.000 ευρώ έχουν ιδιαίτερα χαμηλό εισόδημα.
Για να περιγράψει το ιδιαίτερο μείγμα αυτών των δύο συναισθημάτων, που από τις αρχές της δεκαετίας του 2010 είναι κυρίαρχο σε λευκούς άνδρες της εργατικής τάξης και των μεσαίων στρωμάτων στις ΗΠΑ, ο Αμερικανός κοινωνιολόγος Μ. Κίμελ εισάγει, στο βιβλίο του Angry White Men (2013), την έννοια του «θιγμένου δικαιώματος» (aggrieved entitlement). Η έννοια αυτή αναφέρεται στο αίσθημα οργισμένης αδικίας, το οποίο προκύπτει από τη διάσταση ανάμεσα στη βιωμένη πραγματικότητα και στις συνθήκες ζωής που τα υποκείμενα αντιλαμβάνονται ως δίκαιες και επιθυμητές. Στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου, που κυκλοφόρησε το 2017, ο μελετητής διαπιστώνει πως, μολονότι την περίοδο διεξαγωγής της ποιοτικής έρευνάς του δεν το είχε συνειδητοποιήσει, το βιβλίο αποδείχθηκε ανάλυση της εκλογικής βάσης του Ντ. Τραμπ προτού ακόμα εκείνη συναντηθεί με το πολιτικό πρόσωπο που την εκπροσώπησε στο πεδίο του κομματικού ανταγωνισμού.
Η εν λόγω διαπίστωση μας επιτρέπει να αναπτύξουμε μια διαφορετική ματιά στα δεδομένα για την ποιότητα ζωής στη Ελλάδα, όπως αποτυπώνονται στην έρευνα του ΕΝΑ, στην οποία μπορούμε να διακρίνουμε μια μεγάλη απόσταση μεταξύ ιδεατού και πραγματικού βιώματος: το 30% του γενικού πληθυσμού αντιλαμβάνεται το επίπεδο ζωή τους ως υποβαθμισμένο, ενώ το 19% ακόμα και ως ελλειμματικό και μόλις το 15% ως ανεκτό. Την ίδια στιγμή, αντιλαμβάνεται την ευημερία και την ευζωία ως απουσία οικονομικών ανησυχιών και ως συνθήκη ζωής με πρόσβαση σε ποιοτικά αγαθά και υπηρεσίες. Η εξασφάλιση των επιθυμητών συνθηκών που επιτρέπουν στους πολίτες να ζουν ευτυχισμένοι θεωρείται από τη συντριπτική πλειοψηφία (89%) υποχρέωση του κράτους. Παρά το γεγονός ότι η καθημερινότητα των πολιτών είναι επιβαρυμένη με ποικίλες προκλήσεις και προβλήματα, οι προσδοκίες τους ως προς τα χαρακτηριστικά μιας άνετης και ποιοτικής ζωής δεν φαίνεται να αναπροσαρμόζονται προς τα κάτω. Οι πολίτες εξακολουθούν να είναι σε θέση να περιγράψουν και να φανταστούν μια ζωή απαλλαγμένη από οικονομικό άγχος, ενώ το 70% δηλώνει ότι θα επιθυμούσε να απολαμβάνει προσωπική ελευθερία και αυτονομία. Η επίτευξη αυτών των συνθηκών δεν θεωρείται ότι εξαρτάται αποκλειστικά από τις ατομικές προσπάθειες, αλλά αποδίδεται σε ευρύτερους κοινωνικούς και θεσμικούς παράγοντες, οι οποίοι καλούνται να εξασφαλίσουν τις προϋποθέσεις που επιτρέπουν την ευημερία και την ευτυχία των ανθρώπων. Με άλλα λόγια, η αποτυπωμένη στα δεδομένα της έρευνας έλλειψη πίστης στην προοπτική βελτίωσης των συνθηκών ζωής των πολιτών δεν ερμηνεύεται ως φυσική κατάσταση των πραγμάτων.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η μεγάλη σημασία που αποδίδουν οι πολίτες στο πρόβλημα της διαφθοράς και της έλλειψης διαφάνειας. Σε αντιδιαστολή με το κυρίαρχο αφήγημα περί διαφθοράς, η τελευταία δεν αποτελεί πρωτίστως νομικό ζήτημα, αλλά πολιτικό, καθώς επιδρά θεμελιωδώς στους όρους οργάνωσης ηγεμονίας σε συνθήκες αστικής δημοκρατίας. Ο όρος «ηγεμονία» παραπέμπει στο γεγονός ότι οι υφιστάμενες εντός ενός κοινωνικού σχηματισμού σχέσεις εξουσίας δεν δύναται να επιβάλλονται (κυρίως) με κατασταλτικά μέσα στις υποτελείς κοινωνικές ομάδες, αλλά οφείλουν εμφανίζονται ως νομιμοποιημένες, ακόμα και δίκαιες. Οι εγγεγραμμένες σε όλους τους κοινωνικούς σχηματισμούς αντιφάσεις και αδικίες δεν οδηγούν τελεολογικά στην κατάρρευση του εν λόγω συστήματος εξουσίας. Η επιβίωσή του εξαρτάται ουσιωδώς από τη δυνατότητα της κυρίαρχης τάξης να περιλάβει τα συμφέροντα άλλων ομάδων στο σχεδιασμό τους. Η εκπόνηση ενός αποτελεσματικού σχεδίου ηγεμονίας και οι όροι ένταξης και δέσμευσης μεγάλων τμημάτων του κοινωνικού συνόλου σε αυτούς, είναι πρωταρχική υποχρέωση των θεσμών του δημοκρατικού πολιτεύματος, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και τα πολιτικά κόμματα.
«Διαφθορά σημαίνει ότι οι διοικητικές ή πολιτικές αποφάσεις των κυβερνητικών αρχών εξαγοράζονται αντί να λαμβάνονται βάσει της νομιμότητας των διαδικασιών που προβλέπονται επίσημα για το σκοπό αυτό. Η διαφθορά ακολουθεί τους ανεπίσημους νόμους της αγοράς, παρακάμπτοντας έτσι το κράτος δικαίου»[1]. Όταν βασικοί πυλώνες της λειτουργίας των θεσμών και του κράτους γίνονται αντιληπτοί ως διεφθαρμένοι, αποδυναμώνεται η νομιμοποίησή τους και περιορίζεται η ικανότητά τους να λειτουργήσουν ως οργανωτές και εγγυητές ενός δικαιοφανούς συμβιβασμού συμφερόντων και αναγκών.
Οι ανησυχητικές διαστάσεις που έχει η εν λόγω αντίληψη στη χώρα μας αποτυπώνονται στο Ευρωβαρόμετρο για τη διαφθορά το οποίο δημοσιεύθηκε τον Ιούλιο του 2025. Κατατάσσοντας την Ελλάδα για ακόμη μια φορά στην πρώτη θέση μεταξύ των 27 χωρών-μελών της ΕΕ, 97% των Ελλήνων πολιτών θεωρούν ότι η διαφθορά είναι διαδεδομένη, υπερβαίνοντας σημαντικά τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ανέρχεται σε 69%. Τη στιγμή που ο μέσος ευρωπαϊκός όρος των πολιτών που δηλώνουν πως η ζωή τους επηρεάζεται άμεσα από τη διαφθορά ανέρχεται σε 30%, στη χώρα μας το 66% του πληθυσμού δηλώνει άμεσα επηρεασμένο. Ως κύριες εστίες διαφθοράς κατονομάζονται στη χώρα μας τα πολιτικά κόμματα (69%), το πολιτικό προσωπικό σε εθνικό, περιφερειακό και αυτοδιοικητικό επίπεδο (70%) και το σύστημα υγείας (89%).
Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στην τελευταία πανελλαδική εκλογική αναμέτρηση η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος επέλεξε την αποχή, αναδεικνύουν τη βαθιά κρίση εκπροσώπησης και, σε κάποιον βαθμό, εξηγούν τους λόγους για τους οποίους οι δυνάμεις της προοδευτικής αντιπολίτευσης αδυνατούν να πείσουν ότι αποτελούν πραγματική εναλλακτική λύση. Σε μια συγκυρία όπου δύο πρωθυπουργοί της μνημονιακής περιόδου εμφανίζονται να επιδιώκουν ρόλο επιταχυντών των πολιτικών εξελίξεων, για την πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών η πρώτη επιλογή παραμένει –ακόμη και σε άμεση σύγκριση με τους κυρίους Σαμαρά και Τσίπρα– ο «κανένας»[2].
Στο πλαίσιο αυτό, οι πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς οφείλουν να κατανοήσουν τις συνέπειες που μπορεί να έχει η θεσμική δυσπιστία, σε συνδυασμό με το οργισμένο αίσθημα αδικίας που διακρίνει μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, και την επίδραση που ασκούν στην εκλογική συμπεριφορά. Αυτό προϋποθέτει την εγκατάλειψη της εμμονικής ενασχόλησης με την αριθμητική δυνατότητα συγκρότησης κυβέρνησης χωρίς τη Νέα Δημοκρατία και τη στροφή στην εκπόνηση μιας συνεκτικής στρατηγικής με σαφές ταξικό πρόσημο, η οποία θα εμπλέκει ενεργά τα λαϊκά στρώματα και θα τα δεσμεύει σε ένα νέο μοντέλο άσκησης πολιτικής. Οι αντιδραστικές και ακροδεξιές δυνάμεις, εντός και εκτός του κυβερνώντος κόμματος, κινούνται ήδη σε αυτή την κατεύθυνση, με στόχο, αν όχι το 2027, τότε σε μια επόμενη εκλογική αναμέτρηση να γίνουν ο «κανένας» που τα παίρνει όλα.
[1] Peters, Anne (2015): Corruption and Human Rights, Basel Institute of Governance, Working paper series No. 20, σ. 9.
[2] Ποια από τα παρακάτω πολιτικά πρόσωπα θα εμπιστευόσασταν περισσότερο για Πρωθυπουργό της χώρας; Κυριάκος Μητσοτάκης 25%, Αλέξης Τσίπρας 11%, Κυριάκος Βελόπουλος 6%, Νίκος Ανδρουλάκης 6%, Δημήτρης Κουτσούμπας 5%, Αντώνης Σαμαράς 4%, Σωκράτης Φάμελλος 3%, Αφροδίτη Λατινοπούλου 3%, Ζωή Κωνσταντοπούλου 3%, Αλέξης Χαρίτσης 2%, Στέφανος Κασσελάκης 2%, Δημήτρης Νατσιός 1%, ενώ «κανέναν από τους παραπάνω / δεν ξέρω, δεν απαντώ» δήλωσε το 29%. Πηγή: PRORATA (2025), Σφυγμός. Πανελλαδική έρευνα στάσεων και αντιλήψεων, Σεπτέμβριος 2025.