Στις τριάντα ημέρες που προηγήθηκαν των πρώτων εθνικών εκλογών του 2023, ο τότε πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Αλέξης Τσίπρας, αναφέρθηκε στο Facebook 215 φορές στη μεσαία τάξη. Η εν λόγω επιλογή συμβαδίζει με τη διεθνή τάση σημαντικής υποχώρησης του ενδιαφέροντος πολιτικών κομμάτων, ακαδημαϊκών και δημοσιογράφων για την εργατική τάξη και αυξημένης απόδοσης σημασίας στα μεσαία κοινωνικά στρώματα1. Μολονότι στην πρόσφατη έρευνα του ΕΝΑ δεν καταγράφεται η ταξική θέση των συμμετεχόντων, η ανάγνωση των δεδομένων στη βάση των μεταβλητών του εισοδήματος και του μορφωτικού επιπέδου αναδεικνύει δυο προκλήσεις στις οποίες η Αριστερά οφείλει να ανταποκριθεί:
Οι πολιτισμικές στάσεις και αντιλήψεις όσων διαθέτουν χαμηλό εισόδημα βρίσκονται ιδιαίτερα κοντά στις θέσεις της Ακροδεξιάς σε ό,τι αφορά τα θέματα της μετανάστευσης, του διαχωρισμού κράτους-εκκλησίας και των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ+ ανθρώπων, καταδεικνύοντας ότι τα κόμματα του συγκεκριμένου φάσματος διεκδικούν να εκπροσωπήσουν τα λαϊκά στρώματα στο πολιτικό τοπίο.
Παρά το γεγονός ότι η τάση συνεχούς όξυνσης των ανισοτήτων της περιόδου των μνημονίων αντιστράφηκε το διάστημα 2015-2019, μόνο το 18% όσων διαθέτουν ετήσιο εισόδημα έως 7.000 ευρώ, 20% της εισοδηματικής κατηγορίας 7.001–16.000 και μόλις 16% όσων δεν διαθέτουν πανεπιστημιακή μόρφωση αξιολογούν τη διακυβέρνηση της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ θετικά.
Με άλλα λόγια, στον πολιτισμικό άξονα τα λαϊκά στρώματα διατηρούν μεγάλες αποστάσεις από τα κόμματα του αριστερού ημισφαιρίου. Ενώ στον άξονα της οικονομίας, όπου υπάρχει σημαντικά μεγαλύτερη εγγύτητα με τις θέσεις της Αριστεράς, τα πεπραγμένα των κυβερνήσεων Τσίπρα δεν επαρκούν για να θεμελιώσουν μια προνομιακή σχέση πολιτικής εκπροσώπησης. Ως εκ τούτου, είναι αμφίβολο εάν οι δηλώσεις υπερηφάνειας για τα επιτεύγματα της διακυβέρνησης της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ εξυπηρετούν τον επιδιωκόμενο (και) από στελέχη της Νέας Αριστεράς στόχο πολιτικής εκπροσώπησης της εργατικής τάξης.
Η στροφή του κόσμου της εργασίας προς τα κόμματα της Ακροδεξιάς δεν συνιστά ελληνική πρωτοτυπία. Αντιθέτως, η μελέτη έξι χωρών της Δυτικής Ευρώπης όπου τα κόμματα της Ακροδεξιάς σε εκλογικές αναμετρήσεις έχουν συγκεντρώσει τουλάχιστον 12% αναδεικνύει ότι η εργατική τάξη είναι καθοριστική δεξαμενή ψήφων για την Ακροδεξιά, εφόσον περίπου το 50% των ψηφοφόρων τους ανήκουν στην εργατική τάξη. Το 31% των βιομηχανικών εργατών/τριών και το 23% των τμημάτων της εργατικής τάξης που απασχολούνται στον τομέα των υπηρεσιών ψήφισε κόμματα της Ακροδεξιάς, ενώ ένα ακόμα 23% όσων απείχαν από τις εκλογές είναι μέλη της εργατικής τάξης.2
Αντιμέτωπες με λαϊκά στρώματα με το αξιακό φορτίο της Ακροδεξιάς (τουλάχιστον στον πολιτισμικό άξονα), ορισμένες προερχόμενες από την Αριστερά δυνάμεις, όπως το κόμμα της Σάρα Βαγκενκνέχτ, έχουν επιχειρήσει να γεφυρώσουν το χάσμα, υποχωρώντας από βασικές διεκδικήσεις στο επίπεδο της έμφυλης ισότητας, αλλά και του αντιρατσισμού. Κατά την άποψη μας, η περαιτέρω κανονικοποιήση του συντηρητισμού και της μισαλλοδοξίας τροφοδοτεί περαιτέρω τον ακροδεξιό κίνδυνο.
Αντ’ αυτού πρέπει να αναζητηθούν νέες πολιτικές πρωτοβουλίες και να δημιουργηθούν οργανωτικές προϋποθέσεις επαναπροσέγγισης της εργατικής τάξης –όχι ως δεξαμενής ψήφων, αλλά ως πρωταγωνιστικής δύναμης διεκδίκησης και διαμόρφωσης πολιτικής.
Σημειώσεις:
1. Oesch Daniel (2022), Contemporary Class Analysis, 2022, 1-27.
2. Oesch, Daniel & Rennwald, Line. (2018). Electoral competition in Europe’s new tripolar political space: Class voting for the left, centre-right and radical right. European Journal of Political Research.
Η Χάρις Τριανταφυλλίδου είναι πολιτική επιστήμονας