Η κυβέρνηση, σε σχέση με τις κινητοποιήσεις των αγροτών, φαίνεται ότι βρίσκεται σε άμυνα. Εκτιμά ότι είναι αντιμέτωπη με ένα σοβαρό πρόβλημα;
Η κυβέρνηση είχε υποεκτιμήσει την κινητοποίηση των αγροτών. Θεωρούσε ότι δεν θα αντιδράσουν επί μακρόν και δεν θα συσπειρωθούν, γιατί μέχρι στιγμής χειριζόταν ικανοποιητικά το ζήτημα με τις προκαταβολές και τις υποσχέσεις. Όσο περνάει ο χρόνος τα προβλήματα συσσωρεύονται και αναδεικνύονται, ενώ, ταυτόχρονα, δημιουργείται και ένα ευρωπαϊκό κλίμα, το οποίο παρασύρει και τους έλληνες αγρότες, που συνειδητοποιούν ότι δεν μπορούν πλέον να μην αντιδρούν στις πιέσεις από το κόστος παραγωγής και τις χαμηλές τιμές που απειλούν τη βιωσιμότητα των εκμεταλλεύσεών τους. Πριν τις εκλογές, στις επαφές μου με τον αγροτικό κόσμο, εισέπραττα την δυσαρέσκεια και τις ανησυχίες τους, οι οποίες όμως δεν εκφράστηκαν εκλογικά. Δεν έπαψαν βέβαια να λένε ότι το μέλλον της γεωργίας και των δικών τους νοικοκυριών ήταν υπό αμφισβήτηση. Νομίζω ότι ο ξεσηκωμός των Θεσσαλών αγροτών συμπαρασύρει και τους υπόλοιπους αγρότες πλέον.
Ο πυρήνας του προβλήματος ποιος είναι;
Έχουμε δύο προβλήματα στην Ελλάδα. Το ένα είναι ειδικό, η Θεσσαλία, και το άλλο είναι το γενικότερο πρόβλημα της ελληνικής γεωργίας, που συγκροτεί ένα «νέο αγροτικό ζήτημα», αφού η βιωσιμότητά της αμφισβητείται αφενός, λόγω του διαρκώς αυξανόμενου κόστους παραγωγής και συμπίεσης των τιμών παραγωγού και αφετέρου λόγω της νέας ευρωπαϊκής αγροτικής πολιτικής, η οποία προκαλεί μεγάλη αναστάτωση στον αγροτικό κόσμο λόγω της ελλιπούς ενημέρωσης και των δυσκολιών κατανόησής της, με ευθύνη της κυβέρνησης που δεν φρόντισε, ούτε να διαβουλευτεί με τους αγρότες το Στρατηγικό Σχέδιο της χώρας για την νέα ΚΑΠ, ούτε να τους ενημερώσει πριν την εφαρμογή του. Επιπλέον, πιστεύω ότι η κυβέρνηση αντιλαμβάνεται πως στενεύουν πλέον τα περιθώρια να «παραμυθιάζει» τους αγρότες, επικαλούμενη διαρκώς τις υψηλές προκαταβολές που έχει δώσει στη Θεσσαλία και τα όσα έχει κάνει για τον αγροτικό κόσμο τα περασμένα χρόνια διακυβέρνησής της, χωρίς να παρουσιάζει ένα δεσμευτικό προγραμματισμό και χρονοδιάγραμμα για την αντιμετώπιση των βασικών προβλημάτων του αγροτικού κόσμου, όπως το κόστος παραγωγής, τιμές παραγωγής, αθέμιτες εμπορικές πρακτικές που εκτοξεύουν την αισχροκέρδεια των ενδιάμεσων και πλήττουν τόσο τον παραγωγό όσο και τον καταναλωτή. Στην περίπτωση της Θεσσαλίας αυτά συνδέονται με τις αποζημιώσεις (το ύψος και το χρονοδιάγραμμα) την αποκατάσταση των ζημιών και το σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης της περιοχής.
Η κυβέρνηση επιμένει στην κατεύθυνση των επιχορηγήσεων και των επιδομάτων…
Ναι, αλλά αποκαλύπτεται πλέον ότι στα επείγοντα προβλήματα που προανέφερα εμφανίζει μια αδυναμία διαχειριστικής πολιτικής επάρκειας, αφού δεν απαντά με πρωτοβουλίες και παρεμβάσεις, αλλά με αναφορές στο παρελθόν και υποσχέσεις για το μέλλον, χωρίς, στην περίπτωση της Θεσσαλίας πχ., να δίνει σαφές χρονοδιάγραμμα του ύψους των αποζημιώσεων και της αποκατάστασης των ζημιών. Ο αγρότης αυτή τη στιγμή παίρνει μια προκαταβολή, χωρίς να ξέρει ποια θα είναι η τελική του αποζημίωση και πότε θα την εισπράξει. Πώς θα προγραμματίσει την επόμενη καλλιεργητική χρονιά; Παράλληλα, θυμίζω, αυτή τη χρονιά εφαρμογής της νέας ΚΑΠ εισέπραξε χαμηλότερες ενισχύσεις με προβληματικές πληρωμές, δεν γνωρίζει γιατί, και δεν γνωρίζει και ποιο είναι το σχέδιο της κυβέρνησης για την επίλυση των συσσωρευόμενων προβλημάτων.
Ο πρωθυπουργός στη συνέντευξή του στο ΣΚΑΪ άφησε ακάλυπτο τον υπουργό του για τις καθυστερήσεις. Εκτός των άλλων, υπάρχει και διαχειριστικό πρόβλημα;
Υπάρχει, και συνδέεται με τον τρόπο που οργανώθηκε η καταβολή των ενισχύσεων στο σύνολο των αγροτών και ειδικότερα στη Θεσσαλία. Είχαμε πει από τότε, ότι η ταχύτητα, η ποιότητα και το εύρος της στήριξης θα είναι καθοριστικής σημασίας παράγοντες για τη βιωσιμότητα της γεωργίας στη Θεσσαλία. Η κυβέρνηση έχει πρόβλημα διαχειριστικό, αλλά το πιο κρίσιμο είναι ότι έχει και πρόβλημα στρατηγικής στην διαχείριση και σχεδιασμό της επόμενης μέρας της ελληνικής γεωργίας και της ανασυγκρότησης της γεωργίας στην Θεσσαλία.
Οι κινητοποιήσεις, πάντως, παίρνουν τη μορφή χιονοστιβάδας και αποκτούν πανελλαδική εμβέλεια. Είναι έτσι;
Βεβαίως, γιατί αντιλαμβάνονται οι αγρότες ότι πλέον δεν μπορούν να περιμένουν πολλά για την ουσιαστική επίλυση των προβλημάτων τους με τον τρόπο που τα διαχειρίζεται η κυβέρνηση και άρχισαν να κινητοποιούνται και οργανώνονται πανελλαδικά. Το ενδιαφέρον είναι ότι αρχίζει και συσπειρώνεται ο αγροτικός κόσμος και διεκδικεί, πέρα από την γνωστή παλιά διεκδίκηση του «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά», απαιτώντας όχι απλώς την στήριξη αλλά και τον ανασχεδιασμό των πολιτικών που, με τις απαιτήσεις και την γραφειοκρατία τους απειλούν την βιωσιμότητά τους. Συνειδητοποιούν ότι με αυτό το κόστος παραγωγής δεν μπορούν να επιβιώσουν, ούτε με τις τιμές που τους καταβάλλονται, ενώ παράλληλα νιώθουν ότι ούτε συμβουλευτική στήριξη έχουν από την πολιτεία, ούτε ισχυρά κίνητρα και κατάλληλα εργαλεία πολιτικής, ούτε πρόσβαση στην χρηματοδότηση. Συνειδητοποιούν ακόμα ότι -και με δική τους ευθύνη- δεν έχουν συλλογικά σχήματα να πάρουν στην πλάτη την εκπροσώπησή τους, την οργάνωση και τη διαπραγμάτευσή τους και ότι αν δεν αντιδράσουν το μέλλον τους θα έχει πολλή ξηρασία. Παρακολουθώ με ενδιαφέρον ότι σιγά-σιγά κατεβαίνουν στους δρόμους ακόμα και γνωστοί αγροτοσυνδικαλιστές από τον χώρο της κυβερνητικής παράταξης, οι οποίοι εμφανίζονται με δημόσιες δηλώσεις τους για τα προβλήματα του αγροτικού κόσμου και τις διεκδικήσεις του.
Αναφέρθηκες και στις πανευρωπαϊκές αγροτικές κινητοποιήσεις. Πώς τίθεται το ζήτημα και τι οξύτητα έχει;
Στην Ευρώπη το πρόβλημα διαφοροποιείται από χώρα σε χώρα, αλλά στην καρδιά των προβλημάτων βρίσκεται αφενός ο τρόπος που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχεδίασε και διαχειρίζεται τη νέα ΚΑΠ (κυρίως τα περιβαλλοντικά μέτρα) και αφετέρου πώς η πανδημική κρίση και ο πόλεμος στην Ουκρανία έχουν επηρεάσει τις εξελίξεις
Στο επίπεδο της νέας ΚΑΠ, το βάρος του προβλήματος πέφτει στα μέτρα που συνδέονται με την «ενισχυμένη περιβαλλοντική αιρεσιμότητα» (με νέο μέτρο αυτό των οικολογικών σχημάτων), που υποστηρίζουν στρατηγικές της Πράσινης Συμφωνίας όπως αυτές της «βιοποικιλότητας» και της «στρατηγικής από το χωράφι στο πιάτο» με στόχο μια κλιματικά ουδέτερη Ευρώπη μέχρι το 2050. Ενδεικτικά αναφέρω τη μείωση των φυτοφαρμάκων ως το 2030 κατά 50%, των λιπασμάτων κατά 20%, των αντιμικροβιακών κατά 50%, την αύξηση της βιολογικής καλλιέργειας κατά 25% των συνολικών καλλιεργούμενων εκτάσεων. Πρόκειται για μέτρα πολιτικής που εκτιμάται ότι θα οδηγήσουν στη μείωση της παραγωγικότητας και του γεωργικού εισοδήματος μεταξύ 10-20% και που αποφάσισε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, χωρίς, κατά την άποψη ορισμένων φορέων του αγροδιατροφικού συστήματος, να έχει αξιόπιστες μελέτες επιπτώσεων.
Ταυτόχρονα, υπάρχουν χώρες μέσα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι οποίες πλήττονται πολύ σοβαρά από την ουκρανική κρίση και την απόφαση της Επιτροπής να επιτρέψει την αδασμολόγητη εισαγωγή ουκρανικών αγροτικών προϊόντων, τα οποία έχουν πλημμυρίσει τις αγορές της Πολωνίας, της Σλοβακίας, της Ουγγαρίας, της Ρουμανίας αλλά και άλλων χωρών όπως η Γαλλία έχοντας οδηγήσει σε πτώση τις τιμές των ντόπιων παραγωγών. Το αποτέλεσμα είναι να έχουν ξεσηκωθεί οι αγρότες, οι οποίοι πιέζουν τις κυβερνήσεις τους και την ΕΕ να απαγορεύσει αυτές τις εισαγωγές και να τους αποζημιώσει για τις απώλειες.
Το τρίτο πρόβλημα αφορά την αντίθεση της Ιρλανδίας και της Γαλλίας στη συμφωνία ελεύθερου εμπορίου Mercosur που είναι έτοιμη να υπογράψει η ΕΕ με χώρες όπως η Βραζιλία, η Αργεντινή, η Ουρουγουάη και η Παραγουάη, η οποία φοβίζει, τους Γάλλους αγρότες κυρίως, ότι θα πλημμυρίσει την Ευρώπη με φτηνά γεωργικά προϊόντα των χωρών αυτών. Αυτό ανάγκασε τον Μακρόν να ζητήσει από την Φον ντερ Λάιεν να μην προχωρήσει στην υπογραφή αυτής της εμπορικής συμφωνίας που είχε προγραμματιστεί για τέλη Φλεβάρη, αν δεν έχει τη δέσμευση ότι οι χώρες Mercosur θα υιοθετήσουν όλες τις περιβαλλοντικές απαιτήσεις της νέας ΚΑΠ.
Τίθεται μια αντίφαση. Από τη μία θέλουμε να προλάβουμε να αντιστρέψουμε την κλιματική κρίση και, από την άλλη, διακυβεύεται η διατροφική ικανότητα της Ευρώπης. Πώς το λύνουμε αυτό;
Πιστεύω ότι αυτή τη στιγμή η ευρωπαϊκή αγροτική πολιτική είναι σε vertigo, που επιδεινώνεται ακόμα περισσότερο μετά την ουκρανική κρίση που έθεσε νέες προτεραιότητες (όπως η επισιτιστική ασφάλεια), οι οποίες δεν έχουν ενσωματωθεί ικανοποιητικά στις νέες πολιτικές. Γνωρίζουμε παράλληλα, ότι μέχρι το 2050 η παγκόσμια ζήτηση για αγροτικά προϊόντα θα εκτιναχθεί πάνω από 80% και η ΕΕ, με πλεόνασμα άνω των 50 δις στο εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων το 2023, δεν θα ήθελε να χάσει αυτή την πλεονεκτική θέση. Για να αρθεί η αντίφαση χρειαζόμαστε νέους πόρους, νέα σκευάσματα χαμηλού κινδύνου στην αγορά (για να αντικαταστήσουμε τα χημικά σκευάσματα) σε ικανοποιητικές ποσότητες και τιμές για τον παραγωγό και μεγαλύτερες επενδύσεις και διάχυση της γνώσης, καινοτομίας και ψηφιοποίησης για να αυξηθεί η παραγωγικότητα.
Πάμε σε κρίση, λοιπόν.
Οι πρόσφατες κρίσεις οδήγησαν σε γεωπολιτικές αναταράξεις και ανέδειξαν τη σημασία μιας ενισχυμένης επισιτιστικής αυτονομίας για την Ευρώπη. Πλέον αναδύεται μία σύγκρουση μεταξύ αυτών που δίνουν προτεραιότητα στην παραγωγή και την διασφάλιση της επισιτιστικής ασφάλειας, και αυτών που δίνουν προτεραιότητα στο περιβάλλον και το κλίμα. Αυτή η σύγκρουση έχει αποκτήσει πολιτικές προεκτάσεις τελευταία που μεταφέρονται στα θεσμικά όργανα της ΕΕ αλλά και των κρατών-μελών, θα αποτελέσει δε πεδίο οξείας αντιπαράθεσης και στις επικείμενες ευρωεκλογές ενισχύοντας, εκτιμώ, τις δυνάμεις της άκρας δεξιάς. Δεν είναι τυχαίο ότι η ευρωπαϊκή πολιτική ελίτ προσπαθεί να αποσυμπιέσει την κατάσταση ανακοινώνοντας έναν «νέο στρατηγικό διάλογο για την γεωργία», «προσωρινή επιβράδυνση» περιβαλλοντικών μέτρων κ.ο.κ. Σε αυτή τη νέα κατάσταση, η ευρωπαϊκή πολιτική θα ασκείται με αντιφάσεις και πισωγυρίσματα, μέχρι το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, που θα κρίνει πώς θα διαμορφωθεί η νέα κατάσταση.
Η ελληνική πολιτική αδυνατεί να προσαρμοστεί και στα σημερινά δεδομένα. Οι αγρότες ζητούν αποζημιώσεις για λόγους κλιματικής κρίσης, μία συζήτηση ενεργή εδώ και πολλά χρόνια, που όμως φαίνεται ότι δεν άγγιξε την εγχώρια πολιτική. Τι επείγει να γίνει;
Η ακαρπία, ο περονόσπορος, πχ., που πράγματι έχουν αρχίσει και επηρεάζουν σημαντικά την παραγωγή, είναι συνέπειες της κλιματικής κρίσης. Μέχρι σήμερα, όμως, ο κανονισμός του ΕΛΓΑ δεν προέβλεπε αποζημιώσεις για την ακαρπία. Αυτό δείχνει ότι χρειαζόμαστε νέα εργαλεία διαχείρισης κινδύνου, που θα αντιμετωπίζουν τα προβλήματα της κλιματικής κρίσης, και μια σειρά συμπληρωματικά μέτρα από τα προγράμματα του αγροτικού τομέα, ώστε να καλύπτονται αυτές οι επιπτώσεις. Είναι αναγκαίος ένας στρατηγικός ανασχεδιασμός της πολιτικής μας, με μέτρα που θα προστατεύουν τον αγρότη και από τις συνέπειες της κλιματικής κρίσης. Ήδη όλο και περισσότεροι άνθρωποι εγκαταλείπουν τη γεωργία, ενώ παρατηρούνται πολύ σοβαρές ανακατατάξεις και στο σύστημα της αγροδιατροφής. Διεισδύουν επενδυτές εκτός γεωργίας, οι οποίοι έχουν τους πόρους να εξαγοράσουν γη, να εισάγουν τεχνολογία και καινοτομία, να γίνουν πολύ πιο ανταγωνιστικοί και να θέσουν τους όρους για μια νέα τάξη πραγμάτων στο αγροδιατροφικό σύστημα. Όσον αφορά την κυβερνητική πολιτική, αυτή, φοβάμαι, θα συνεχίσει να χαρακτηρίζεται από ερασιτεχνισμό, ανύπαρκτο σχέδιο στρατηγικής για την ανασυγκρότηση της γεωργίας, και πελατειακές λογικές. Αν και οι ίδιοι οι αγρότες, που έχουν σοβαρό πρόβλημα εκπροσώπησης, δεν συσπειρωθούν, δεν δημιουργήσουν συλλογικές μορφές οργάνωσης, δεν θα μπορέσουν να συμβάλουν στην αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων τους. Πρέπει άμεσα να απαντηθεί το ερώτημα «τι γεωργία θέλουμε;» για να χαράξουμε τη στρατηγική.
Σχηματικά, πώς απαντάς σε αυτό το ερώτημα; Τι γεωργία θέλουμε;
Απαιτείται ένας ανασχεδιασμός της πολιτικής που θα δώσει μεγαλύτερο βάρος στην επισιτιστική μας ασφάλεια (με όρους ποσότητας και ποιότητας) ιεραρχώντας τις ανάγκες της χώρας και υιοθετώντας τα κατάλληλα εργαλεία πολιτικής, που θα συμβάλλουν αφενός στην αύξηση της διαθεσιμότητας των προϊόντων και την ενίσχυση της προσβασιμότητας σε αυτά, και αφετέρου στην μείωση της εξάρτησης από τις εισαγόμενες εισροές ενέργειας και εφοδίων. Η Ελλάδα μπορεί να δημιουργήσει μια γεωργία -επιτρέψτε μου τον όρο- «μπουτίκ»: ποιότητας, ταυτότητας, οργανικής γεωργίας των προϊόντων της, με βραχείες αλυσίδες αξίας, χαμηλό περιβαλλοντικό αποτύπωμα, με λειτουργικές διακλαδικές συνδέσεις και προέκταση μέχρι την γαστρονομία. Παράλληλα και το ίδιο το μοντέλο της μαζικής παραγωγής εμπορεύσιμων αγροτικών προϊόντων στη χώρα μας θα πρέπει να αναβαθμιστεί τόσο ποιοτικά όσο και περιβαλλοντικά. Αυτή η στρατηγική είναι εφικτή, δεν απέχει πολύ από το μοντέλο γεωργίας που ούτως ή άλλως έχουμε, ενώ είναι σε μεγάλο βαθμό εναρμονισμένη και με τους διακηρυγμένους στόχους της ευρωπαϊκής πολιτικής. Δείτε, την ετήσια αξιολόγηση της επισιτιστικής ασφάλειας των χωρών του κόσμου από τον Economist. Η Ελλάδα είναι πολύ ψηλά στον δείκτη για την ασφάλεια και την ποιότητα των τροφίμων της, που σημαίνει ότι μπορούμε να έχουμε το κατάλληλο προϊόν, με την κατάλληλη ποιότητα και ασφάλεια για τον καταναλωτή. Αυτό θα έπρεπε να ήταν η σημαία της ελληνικής αγροτικής πολιτικής.
Παύλος Κλαυδιανός