Macro

Χαράλαμπος Γεωργούλας: Υπάρχουν ακόμα δικαστές στην Αθήνα;

Το σκηνικό είχε στηθεί από την πρώτη στιγμή που εισέβαλε το σκάνδαλο των υποκλοπών στο προσκήνιο. Ήταν έτοιμο να φιλοξενήσει την παράσταση του έργου με τίτλο «Συγκάλυψη». Τι κι αν ο υπότιτλος ήταν «όλα στο φως!», σε κάθε βήμα έπεφτε πηχτό σκοτάδι: με τη γελοία επίκληση του απόρρητου, με τη στανική σύσταση της εξεταστικής επιτροπής, στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας, με τη χοντρόπετση πενταπλή άρνηση του πρωθυπουργού να απαντήσει στις ερωτήσεις του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης…
 
 
Περισσότερο σκοτάδι με τον νέο νόμο
 
Αναμενόμενο ήταν να συνεχιστεί το έργο και να ολοκληρωθεί με την ψήφιση στη Βουλή του νομοσχεδίου για τη θεραπεία, υποτίθεται, των αδυναμιών του υφιστάμενου νομικού πλαισίου λειτουργίας της ΕΥΠ. Και με τι θράσος! Παρουσιάζοντας το μαύρο άσπρο, την ακόμα μεγαλύτερη θωράκιση του άβατου και της ομερτά σαν εξισορρόπηση μεταξύ της προστασίας του εθνικού συμφέροντος και της προστασίας του απορρήτου των επικοινωνιών.
 
Η συνέχεια του έργου στο πλαίσιο της νομοθετικής εργασίας υπήρξε, επιπλέον, και μια επίδειξη του κυνισμού με τον οποίο μια αυταρχική νεοφιλελεύθερη Δεξιά μετατρέπει την κρίση σε ευκαιρία. Αξιοποίησαν εν ψυχρώ το σκάνδαλο των υποκλοπών, για να νομοθετήσουν ένα πιο στεγανό, πιο αδιάφανο, πιο αντιδημοκρατικό πλαίσιο λειτουργίας της ΕΥΠ, αδιαφορώντας για την αντίδραση του συνόλου σχεδόν του νομικού και πολιτικού κόσμου.
 
Επιστέγασμα αυτής της αλαζονικής αδιαφορίας ήταν και η προκλητική άρνηση του κ. Μητσοτάκη να απαντήσει στο επίμονο ερώτημα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης αν υπήρξαν παρακολουθήσεις και άλλων πολιτικών από την πλευρά της ΕΥΠ, με ένα «ναι», ένα «όχι» ή και με ένα «δεν γνωρίζω». Κήρυξε μόνος του τη συζήτηση λήξασα και αποχώρησε άρον-άρον από την αίθουσα της ολομέλειας. Και λεκτικά και με τη γλώσσα του σώματος, μας δήλωσε ότι δεν πρόκειται να πάρουμε οποιαδήποτε απάντηση, όσο περνάει από το χέρι του. Εκείνο που τον ενδιαφέρει, είναι να διατηρηθεί το σκοτάδι ως τις εκλογές. Μετά έχει ο θεός.
 
 
Στεγανό και στη δικαιοσύνη;
 
Δεν είναι απλά θράσος αυτό που τον χαρακτηρίζει, είναι θρασυδειλία. Γιατί την ώρα που ο ίδιος απεκδύεται πάσης ευθύνης, προσθέτει εκείνο το υποκριτικό και κοινότοπο «έχω εμπιστοσύνη στην ελληνική δικαιοσύνη», μεταθέτοντας τη δική του ευθύνη στην πλάτη της δικαστικής εξουσίας. Αφού έχει κάνει ήδη ό,τι μπορεί για να δυσκολέψει το έργο της. Άλλωστε, δεν χρειαζόταν μεγάλη προσπάθεια. Με τη γνωστή βραδύτητα που χαρακτηρίζει την απόδοση δικαιοσύνης διαχρονικά, για την αντιμετώπιση της οποίας η εκτελεστική και νομοθετική εξουσία τίποτα αποτελεσματικό δεν πράττει, ο κ. Μητσοτάκης πιστεύει ότι μπορεί να κοιμάται ήσυχος ως τις εκλογές.
 
Παριστάνοντας τον αμερόληπτο, προσπαθεί να διαμορφώσει μια στρεβλή εικόνα της δικαστικής εξουσίας: δεν είναι μία από τις τρεις διακριτές, αλλά όχι ασύμπτωτες, εξουσίες που προβλέπει η συνταγματική αρχή της διάκρισης των εξουσιών, αλλά ένα ακόμα στεγανό, στο οποίο δεν πρέπει να έχει πρόσβαση κανένας. Εξού και οι κραυγές που συνόδεψαν την επίσκεψη του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλ. Τσίπρα στον κ. Ντογιάκο (και στην ΑΔΑΕ). Μερικοί βασιλικότεροι του βασιλέως μίλησαν για επέμβαση στο έργο της δικαστικής εξουσίας. Δυστυχώς, όμως, για όλους αυτούς, το σύστημα δικαίου που έχουν κατακτήσει οι ευρωπαϊκοί λαοί με αιματηρούς αγώνες, προβλέπει ακόμα και για τους απλούς πολίτες το δικαίωμα αναφοράς, προσφυγής στα όργανά της, ακόμα και δημόσιας υπόδειξης, ώστε να προβούν σε νόμιμες πράξεις ή παραλείψεις, προκειμένου να εξασφαλιστεί η απόδοση δικαιοσύνης.
 
 
Μεγάλη η ευθύνη των δικαστών
 
Αυτά ως προς τους «από κάτω». Παρεμβάσεις νόμιμες, όμως, προβλέπονται και από τους προϊστάμενους των δικαστικών οργάνων. Για την καλύτερη και αποτελεσματικότερη οργάνωση των δικαστικών διαδικασιών και της δράσης των δικαστικών οργάνων, για την επίσπευση διαδικασιών, για τη διάθεση προσωπικού, για την ανάθεση συγγενών υποθέσεων στην ευθύνη ενιαίου κέντρου με επικεφαλής ανώτατο δικαστικό. Για την αξιολόγηση και ιεράρχηση της εκκαθάρισης των υποθέσεων ανάλογα με τη σοβαρότητά τους ή ανάλογα με τον κίνδυνο να υπερβούν το όριο της τυπικής ή και της ουσιαστικής παραγραφής. Ειδικά δε για υποθέσεις όπως αυτή στην οποία αναφερόμαστε, δεν υπάρχει μόνο δικαίωμα υποδείξεων, υπάρχει η υποχρέωση αυτεπάγγελτης εμπλοκής και επίσπευσης εκ μέρους των οργάνων της δικαστικής εξουσίας. Αν δεν πάει τώρα δικαστικός στους πάροχους υπηρεσιών τηλεπικοινωνίας για έλεγχο των αρχείων τους, ποιος και πότε θα πάει; Αν δεν πάει τώρα δικαστικός στην ΕΥΠ να δει τις εντολές παρακολούθησης, αν συμπίπτουν με τις καταγγελίες ή όχι, ποιος και πότε θα πάει;
 
Τα λέμε όλα αυτά, γιατί, όπως εξελίσσονται τα πράγματα, η δικαστική εξουσία δεν καλείται να παίξει έναν, κατά κάποιο τρόπο, διεκπεραιωτικό ρόλο, υποβοηθητικό μιας εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας, που ενεργούν με στόχο τη διαλεύκανση μιας σοβαρότατης υπόθεσης. Καλείται να σηκώσει το ουσιαστικό βάρος της προστασίας των προσβαλλόμενων αγαθών και των φορέων τους, έχοντας ουσιαστικά απέναντί της τις άλλες δύο εξουσίες στη συγκεκριμένη συγκυρία. Αυτό μας επιβεβαίωσε η διήμερη παρουσία της κυβερνητικής πλειοψηφίας και της κυβέρνησης στη Βουλή.
 
Δύσκολο έργο θα πείτε. Η ιστορική εμπειρία μάς έχει δείξει ότι δεν είναι αδύνατο να ακουστεί και στις μέρες μας πως «υπάρχουν ακόμα δικαστές στην Αθήνα». Αν δεν υπάρξουν, τόσο το χειρότερο για κάθε Αθήνα.

Χαράλαμπος Γεωργούλας