Όταν ο κ. Μητσοτάκης αντιλήφθηκε ότι οι αποκαλύψεις στην υπόθεση ΟΠΕΚΕΠΕ δεν γίνεται να περιοριστούν σε ελεγχόμενα πλαίσια, επιχείρησε να κάνει αυτό που είχε μάθει πολύ καλά: να παραστήσει τον αποφασισμένο μεταρρυθμιστή, που μόλις εντοπίσει μια σοβαρή παθογένεια, αποφασίζει να παρέμβει ως μεγαλέξανδρος που κόβει τον γόρδιο δεσμό.
Όμως η επίκληση της «διαχρονικής παθογένειας» στη συγκεκριμένη περίπτωση λογικά είχε εντελώς αντίθετα αποτελέσματα. Εφόσον πρόκειται περί διαχρονικής κατάστασης, κάτι θα είχαν ακούσει οι κυβερνήσεις για όλα αυτά μισό αιώνα τώρα από τη μεταπολίτευση και δώθε. Ιδίως της ΝΔ, που ποσοτικά και ποιοτικά έχουν το σημαντικότερο μερίδιο στην άσκηση εξουσίας, αμιγώς ή με συμμετοχή σε συγκυβερνήσεις.
Ήξεραν, δεν χρειαζόταν να ρωτήσουν
Οι δύο κυβερνήσεις Μητσοτάκη δεν χρειάζονταν έξι ολόκληρα χρόνια και μια έρευνα από την ευρωπαία εισαγγελέα για να πέσουν από τα σύννεφα. Από την πρώτη στιγμή ήξεραν. Και οι αλλεπάλληλες αλλαγές υπουργών και διοικητών του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν δηλώνουν ενδιαφέρον για την κατάργηση του συστήματος, αλλά για τη διάσωσή του από την ολοκληρωτική καταστροφή.
Το ερώτημα δεν είναι αν γνώριζαν τι συμβαίνει, αλλά τι ήταν αυτό που συνέβαινε. Ένα κάποιο σκάνδαλο, μια οποιαδήποτε παθογένεια, μια περίπτωση δοκιμής με το δάχτυλο από το βάζο με το μέλι, μια εκδήλωση της κλεπτοκρατίας; Ένας μεροληπτικός τρόπος διαμοιρασμού κοινοτικού χρήματος, μια περίπτωση κατάχρησης πόρων προς ίδιον ή κομματικό όφελος; Αυτό που αποκαλύπτεται σε δημόσια θέα, είναι κάτι πολύ σημαντικότερο: ένας από τους πυλώνες του συστήματος αναπαραγωγής ενός καθεστώτος, ενός τρόπου άσκησης της εξουσίας.
Δεν είναι κάποιος μηχανισμός ελέγχου που έλειπε και χρειάζεται να θεσμοθετηθεί. Είναι θέμα έλλειψης πολιτικής βούλησης για αλλαγή ενός πολύ βολικού καθεστώτος.
Να δούμε όλο το παγόβουνο
Η πελατειακή σχέση είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Το ίδιο και η χρηματική συναλλαγή. Αν το αντικρίσουμε ολόκληρο, θα δούμε ότι πρόκειται για τη διαμόρφωση μιας συγκεκριμένης σχέσης του πολίτη με την πολιτική και το κράτος, που πάει πολύ μακρύτερα από την εξαγορά ψήφων. Πρόκειται για την καλλιέργεια μιας ιδεολογίας υπακοής και συνενοχής σε μια πρακτική διασφάλισης του ατομικού συμφέροντος σε βάρος των αναγκών του συνόλου της κοινωνίας. Μιας ιδεολογίας και ενός συστήματος που βάση τους αποτελεί η παραδοχή ότι οι λίγοι που καρπώνονται τον κοινωνικά παραγόμενο πλούτο, καλώς τον καρπώνονται και οι υπόλοιποι έχουν υποχρέωση να ακολουθούν αυτή την κανονικότητα, διατηρώντας απλώς το ατομικό δικαίωμα να διεκδικούν ό,τι πέφτει από το τραπέζι με το μεγάλο φαγοπότι. Είναι ακριβώς το σύστημα που παρέχει στη ΝΔ και σήμερα ακόμα μια εκλογική βάση της τάξης τουλάχιστον του 25% – για αρχή.
Εγγυητής αυτού του συστήματος είναι η ίδια η δεξιά, η μήτρα που γεννά κυβερνήσεις όπως του κ. Μητσοτάκη. Την αντικατέστησε για ένα διάστημα το ΠΑΣΟΚ με διαλυτικά για το ίδιο αποτελέσματα. Η «παρένθεση» της αριστεράς δεν απόκτησε πρόσβαση σ’ αυτό και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που ενίσχυαν το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο. Είναι δυνατόν να πιστέψουμε και οι πιο αφελείς ότι θα γκρεμίσουν με τα χέρια τους το οικοδόμημα που τους αναπαράγει;
Η απλή απάντηση είναι «όχι». Η αυλαία σηκώθηκε σε ακατάλληλη στιγμή και ο μηχανισμός αποκαλύφθηκε κυνικός, ωμός, προκλητικός, με τηλεφωνικούς διαλόγους βγαλμένους από ταινίες του Νονού. Οικογένειες, σόγια, φατρίες, κομματάρχες, τοπάρχες, μεσάζοντες… Ένας από τους συμμέτοχους περιέγραψε χαρακτηριστικά τον κίνδυνο για το καθεστώς, που προκύπτει από τις αποκαλύψεις: «Θα γίνει της π@τ@ν@ς!»
Θα γίνει «της π@τ@ν@ς»;
Θα έπρεπε, αλλά, αν κρίνουμε από την αντίδραση της αντιπολίτευσης, μάλλον δεν χρειάζεται να ανησυχούν. Το ΠΑΣΟΚ αντιδρά πολύ προσεκτικά, στη γραμμή της θεσμικής αντιπολίτευσης και με ένα κυβερνητικό παρελθόν που δεν επιτρέπει ανατρεπτικά συνθήματα και ανένδοτους αγώνες. Ο χώρος μεταξύ αυτού και της αριστεράς, καθώς και η άκρα δεξιά, δεν βλέπουν παρά μία ακόμα ευκαιρία για πλαγιοκόπηση της ΝΔ και άντληση δημοσκοπικού οφέλους από την ενδεχόμενη φθορά της.
Η αριστερά, που θα όφειλε να σηκώσει το βάρος μιας ανατρεπτικής αντιπολίτευσης, δεν νιώθει ικανή για τέτοια ευθύνη. Πιθανότατα, όμως, δεν εκτιμά με τον ίδιο τρόπο το βάθος και την έκταση της αποκάλυψης. Δεν θέτει ούτε κι αυτή το μείζον θέμα της ανατροπής ενός τρόπου άσκησης και αναπαραγωγής μιας πολιτικής εξουσίας. Προφανώς και γιατί νιώθει αδύναμη μέσα στον κατακερματισμό της. Το πιθανότερο μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση είναι να αναζωπυρωθούν οι γνωστές συζητήσεις για την αναζήτηση της αντίπαλης εναλλακτικής, που αναμένεται με τη «δευτέρα παρουσία» ενός μεσία.
Εκείνο που προέχει, ωστόσο, στη συγκεκριμένη συγκυρία, είναι η ορθή εκτίμηση του πολιτικού στόχου που χρειάζεται να τεθεί. Και η εικόνα που αποκαλύπτεται με αφορμή τον ΟΠΕΚΕΠΕ, δεν παραπέμπει σε μια απλή αλλαγή κυβέρνησης, αλλά σε μια ριζοσπαστική τομή στο σύστημα άσκησης της κυβερνητικής εξουσίας και στη σχέση των πολιτών με την πολιτική και το κράτος. Σε μια βαθιά δημοκρατική και κοινωνική τομή με στόχο την αποκατάσταση της αρχής της ισότητας, της ισοτιμίας των πολιτών, τη συμμετοχή τους στη λήψη των αποφάσεων, της κοινωνικής αλληλεγγύης, του κοινωνικού κράτους, των κοινωνικών δικαιωμάτων και των πολιτικών και ατομικών ελευθεριών. Σε μια νέα μεταπολίτευση, επέκταση και εμβάθυνση εκείνης που δεξιά, ακροδεξιά και ακροκεντρώοι διαλαλούν σε κάθε ευκαιρία τη λήξη της. Από μια αριστερά που έχει επίγνωση της σημασίας της πολιτικής συγκυρίας, θα μπορούσε κάποιος να περιμένει την ανάληψη μιας τέτοιας ιστορικής ευθύνης.