Βλέποντας τη ΝΔ να κάνει αντιπολίτευση στην αξιωματική αντιπολίτευση, κάθε φορά που κάποιος της ασκούσε κριτική, πιστεύαμε ότι ακολουθεί μια εύκολη τακτική μεταβίβασης της ευθύνης. Κοινή αίσθηση ήταν ότι δεν μπορεί με αυτή την τακτική να πάει μακριά, καθώς, στη συνείδηση της συντριπτικής πλειονότητας, τελικά η ευθύνη βαραίνει αυτούς που κυβερνούν.
Φαίνεται ότι η συγκεκριμένη τακτική είχε μεγαλύτερο βάθος. Η κυβέρνηση της ΝΔ κοντεύει να κλείσει τριετία, έχουμε περάσει ουσιαστικά σε απροσδιόριστης διάρκειας προεκλογική περίοδο και όμως αυτή η συμπεριφορά της απέναντι στην αξιωματική αντιπολίτευση δεν αλλάζει. Παρά το γεγονός ότι δεν φαίνεται ικανή να σταματήσει την έκδηλη φθορά.
Ο διπλός στόχος και η αστοχία μιας στρατηγικής
Μάλλον εντάσσεται σε ένα γενικότερο σχέδιό της να συντηρήσει το αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύμα με διττό στόχο: να εμποδίσει μετακινήσεις εκλογικού πληθυσμού προς έναν απαξιωμένο από τις επιθέσεις αντίπαλο πολιτικό χώρο και να διαμορφώσει συνθήκες αποκλεισμού οποιασδήποτε σύγκλισης άλλων πολιτικών δυνάμεων της αντιπολίτευσης με αυτόν. Αυτό που χρειάζεται εξήγηση, είναι γιατί επιμένει, παρά το γεγονός ότι δεν φαίνεται να έχει μέλλον.
Η αξιωματική αντιπολίτευση, παρά τη γενικευμένη επίθεση που δέχτηκε και παρά τις δικές της αβελτηρίες, καταφέρνει να διατηρήσει τη θέση του κύριου αντίπαλου της κυβέρνησης και της πολιτικής της. Και να ανακτά κάποιες θέσεις στον ιδιόμορφο πόλεμο των δημοσκοπήσεων, όχι στον βαθμό που θα επιθυμούσε και θα μπορούσε.
Η προσπάθεια της ΝΔ να ορθώσει, στη βάση του αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύματος, εμπόδια σε διαρροές από τον δικό της χώρο προς τον χώρο του υπό ανασυγκρότηση Κέντρου και, αντίθετα, να ευνοήσει, στην ίδια βάση, ανατρεπτικές του συσχετισμού διαρροές από τον ΣΥΡΙΖΑ προς το Κέντρο, δεν φαίνεται να ευδοκιμεί. Δεν είναι ανησυχητικό πια γι’ αυτήν μόνο το γεγονός ότι οι απώλειές της προς το Κέντρο προδιαγράφονται σημαντικότερες πολιτικά από τις απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι η δική της πολιτική, το ανάπτυγμα του σκληρού νεοφιλελεύθερου δόγματος, υποχρεώνει το ΚΙΝΑΛ να παίρνει όλο και πιο σαφείς αποστάσεις από την κυβέρνηση, που δεν γίνεται να είναι πια «ίσες». Υποχρεώνεται, λοιπόν, να του επιτίθεται, εκδηλώνοντας έτσι μια εγγενή αντίφαση: για να αποτρέψει αυτή την αντικειμενική προσέγγιση δυνάμεων της αντιπολίτευσης, αποδυναμώνει το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο. Βρίσκει έτσι απέναντί της σε ανταγωνιστική θέση μια πολιτική δύναμη, που θα την ήθελε ανάχωμα για τον ΣΥΡΙΖΑ και σύμμαχο σε ώρα ανάγκης.
Από το αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύμα στο αντιδεξιό σύνδρομο;
Με λίγα λόγια, το σχέδιο της ΝΔ υπάρχει ο κίνδυνος να στραφεί εναντίον της. Στα τρέχοντα και τα επόμενα βήματά της δεν μπορεί να υπολογίζει σε κανέναν συμπαραστάτη. Το δημοσκοπικό πλεονέκτημά της έχει ήδη δεχτεί το πρώτο σημαντικό πλήγμα: η αλαζονική διεκδίκηση της αυτοδυναμίας μοιάζει απίθανη και με τα δύο υπάρχοντα εκλογικά συστήματα. Γι’ αυτό και αναζητείται, σοβαρά και όχι στα δημοσιογραφικά γραφεία μόνο, τρίτο σύστημα κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της. Μόνο που η απελπισία τής αναζήτησης εκλομαγειρικών λύσεων από τη Δεξιά, στο παρελθόν τουλάχιστον, έχει οδηγήσει σε δυσάρεστες γι’ αυτήν εκπλήξεις.
Αυτού του είδους οι εξελίξεις τείνουν να διαμορφώσουν συνθήκες ενός αντιδεξιού ρεύματος. Με βάση όχι μόνο την αντίθεση στην κυβερνητική πολιτική, αλλά και την επιδίωξη της ΝΔ να κυριαρχήσει με τεχνητά μέσα στον εκλογικό ανταγωνισμό. Γεγονός που φέρνει στην επιφάνεια μνήμες από διαθέσεις και πρακτικές μονοπωλιακής διαχείρισης της εξουσίας εκ μέρους της Δεξιάς, όχι μόνο στην Αριστερά, αλλά και στο Κέντρο. Και μπορεί να ενεργοποιήσει αντιδεξιά σύνδρομα. Όχι μόνο στο πεδίο των πολιτικών δυνάμεων, αλλά και στο εκλογικό σώμα, πράγμα πιο επικίνδυνο.
Το ενδεχόμενο αυτό ενισχύεται από μια οικονομική και κοινωνική συγκυρία αρνητική για την κυβέρνηση, που καθιστά πιο εύφορο το έδαφος για αντικυβερνητικές διαθέσεις. Και καθώς η σημερινή ηγεσία της ΝΔ δεν φαίνεται διατεθειμένη να αλλάξει τον πυρήνα της κυβερνητικής πολιτικής ή έστω και για περιφερειακές αλλαγές, εδραιώνεται η πεποίθηση ότι βελτίωση της κατάστασης για τους πολλούς μόνο σε μετωπική αντίθεση μαζί της μπορεί να αναζητηθεί.
Αναγκαίες ανατοποθετήσεις στην αντιπολίτευση
Σε αυτό το κλίμα, παρά την επίσημη γραμμή τής «αυτόνομης πορείας», στον χώρο του Κέντρου δεν αλλάζουν μόνο οι αντικειμενικές πολιτικές συνθήκες που απομακρύνουν το ΚΙΝΑΛ από τη ΝΔ. Διατυπώνονται πια και δημόσια θέσεις για τη δυνατότητα κυβερνητικής συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ και για προοπτικές ανάπτυξης του ΚΙΝΑΛ όχι σε ανταγωνισμό με αυτόν.
Στον ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο, επίσημη πρακτική παραμένει η μετάθεση στον μετεκλογικό χρόνο της όποιας συζήτησης περί συμμαχικής κυβέρνησης, καθώς θεωρείται ότι μέχρι τις εκλογές το ΚΙΝΑΛ είναι η κύρια ανταγωνιστική δύναμη στην άντληση από την ίδια «δεξαμενή ψήφων» του Κέντρου. Πράγμα αναμενόμενο ως ένα βαθμό, καθώς η αναπτέρωση των ελπίδων στο ΚΙΝΑΛ θα βρει και στην κάλπη κάποιο αντίκρισμα. Με τη διαφορά ότι στην Κουμουνδούρου φαίνεται να υποτιμούν το γεγονός ότι από την ίδρυση ήδη του ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει στη σύνθεσή του και στο εκλογικό κοινό του η σοσιαλδημοκρατική συνιστώσα, για να το πούμε σχηματικά. Και οι δεσμοί της με αυτόν έχουν επιβεβαιωθεί σε αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις, αν δεν έχουν παγιωθεί.
Αν όντως το ΚΙΝΑΛ, όπως του προσάπτει επιτιμητικά ο κ. Μητσοτάκης, έχει την τάση να μοιάσει με τον ΣΥΡΙΖΑ, τότε ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να βρει τρόπους να διαφοροποιηθεί και όχι να του μοιάσει. Τόσο έναντι των ψηφοφόρων που το ΚΙΝΑΛ διεκδικεί, στους οποίους οφείλει να κάνει εμφανείς τις διαφορές του και να τους πείσει για την αναγκαιότητα αυτών των διαφορών, όσο και έναντι πολλών άλλων, που επιφυλάσσονται περιμένοντας από τον ΣΥΡΙΖΑ πιο αριστερή φυσιογνωμία, πιο ριζοσπαστική πολιτική.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή