Ουδέν κακόν αμιγές καλού. Ο διαλυτικός κατήφορος στον οποίο έχει παρασυρθεί ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, έχει προκαλέσει δεύτερες σκέψεις για τη σκοπιμότητα της πολυδιαφημισμένης καινοτομίας, που εισήγαγε την εκλογή προέδρου πολιτικών κομμάτων από ένα ακαθόριστο εκλογικό σώμα, η σύνθεση του οποίου μπορεί να αλλάζει συχνότερα και αιφνιδιαστικότερα από την αλλαγή της φοράς των ανέμων.
Έμπρακτη αυτοκριτική
Το ουσιαστικότερο επιχείρημα που αναδεικνύεται στη δημόσια πια συζήτηση που έχει ανοίξει, είναι πως αυτός ο τρόπος εκλογής δεν έχει την παραμικρή σχέση με τη δημοκρατικότητα που υπόσχεται. Καταλήγει να καταργεί τα εχέγγυα μιας στοιχειώδους συλλογικής λειτουργίας, πριμοδοτεί την αρχηγική αυταρχία και υποβαθμίζει την υποτιθέμενη κυρίαρχη κομματική βάση σε εκλογικό σώμα μιας χρήσης, που χρησιμεύει απλά για να νομιμοποιεί την απόλυτη εξουσία του αρχηγού.
Το θέμα προφανώς συζητιέται, έστω ψιθυριστά, και στην Κουμουνδούρου. Το κόμμα, ωστόσο, βρίσκεται τυπικά σε προσυνεδριακή φάση, γεγονός που θα επέτρεπε μια ανοιχτή και σοβαρή συζήτηση, η οποία θα δικαιολογούσε πολιτικά και την απόφαση της κεντρικής επιτροπής να αποκλείσει την υποψηφιότητα Κασσελάκη. Δεν θα του δινόταν έτσι η ευκαιρία να παρουσιάζει την απόφαση αυτή σαν στέρηση δημοκρατικού δικαιώματος και να εμφανίζεται σαν αδικημένος, ενώ ήδη ενεργοποιεί το σχέδιο βήτα, τη δημιουργία του «δικού του ΣΥΡΙΖΑ».
Στον αντίποδα, η Νέα Αριστερά, που βρίσκεται και εκείνη στην πορεία προς το ιδρυτικό συνέδριό της, τολμά να κάνει −και για λογαριασμό του κόσμου που κάποτε εμπνεύστηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ− το βήμα της (αυτο)κριτικής αποτίμησης και να αποποιηθεί το μεταπολιτικό εύρημα, αν κρίνει κανείς από το σχέδιο καταστατικού που καταθέτει για συζήτηση: το σώμα που εκλέγει τα ανώτερα μονοπρόσωπα και συλλογικά όργανα είναι το συνέδριο.
Ακόμα δύο βήματα μπροστά
Παρότι αυτό μπορεί να λοιδορηθεί σαν ένα βήμα πίσω, στην πραγματικότητα μας θυμίζει την ανάγκη που υπήρχε και υπάρχει να γίνουν δύο ακόμη βήματα μπροστά. Όταν είχε έρθει στον ΣΥΡΙΖΑ η πρόταση για το μεταπολιτικό τρόπο εκλογής του προέδρου, υπήρξαν και αντίθετες γνώμες. Δεν υποστηρίχθηκαν, όμως, με επιμονή και μέχρι τέλους. Μέσα σε ένα κλίμα υποτίμησης των απόψεων που δεν συγκεντρώνουν μια δεδομένη χρονική στιγμή την πλειοψηφία, θεωρήθηκαν σαν εμπόδια στον εκσυγχρονισμό της λειτουργίας και η στάση αυτή προκάλεσε ίσως και ένα αίσθημα μειονεξίας στους υποστηρικτές της αντίθετης άποψης, με αποτέλεσμα να μην επιμείνουν μέχρι τέλους στην υποστήριξή της.
Μετά από όσα έχουν μεσολαβήσει, βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα ότι σύγχρονη και δημοκρατική λειτουργία σε ένα κόμμα της Αριστεράς δεν μπορεί να νοηθεί, αν ο τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας του δεν εξασφαλίζει την πλήρη ισοτιμία των απόψεων που κατατίθενται προς ψήφιση. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν ισχύει πρακτικά η αρχή της πλειοψηφίας. Αυτή καθορίζει την πολιτική γραμμή κάθε δεδομένη στιγμή. Ισοτιμία για τις απόψεις που μειοψηφούν σημαίνει όχι μόνο ότι δεν καταδικάζονται ως απαράδεκτες ες αεί, αλλά ότι, αντίθετα, θεωρούνται σαν αποθεματικό πολιτικό κεφάλαιο, εξαιρετικά χρήσιμο για τη στιγμή που οι εξελίξεις ενδέχεται να υποδείξουν την ανάγκη αναθεώρησης της μέχρι τότε πλειοψηφούσας άποψης, που όλοι υπηρέτησαν ως ορθή και συλλογικά αποφασισμένη.
Αν ίσχυε αυτός ο κανόνας στον ΣΥΡΙΖΑ, θα μπορούσαν να δουν πολύ νωρίτερα τους κινδύνους που παραμόνευαν, να πάρουν μέτρα προφύλαξης και να τολμήσουν να επανεξετάσουν τις συλλογικές αποφάσεις τους πολύ πριν οδηγηθούν στο διαλυτικό κατήφορο παρακολουθώντας άπραγοι τις εξελίξεις. Αντί γι’ αυτό, ούτε όσοι είχαν αντίθετη από την πλειοψηφήσασα άποψη υπερασπίστηκαν με σθένος τη δική τους, ούτε η πλειοψηφία εκείνης της συγκυρίας είχε την πρόνοια να σκεφτεί σοβαρά τις ενστάσεις της αντίθετης άποψης. Η έγνοια της ήταν να μην τρωθεί το κύρος του αρχηγού, που είχε ήδη πάρει την απόφασή του.
Αντίβαρα στον τυχοδιωκτισμό
Αυτό είναι το ένα βήμα μπροστά που χρειαζόταν και χρειάζεται να κατοχυρωθεί στην πράξη. Υπάρχει, όμως, κι ένα δεύτερο. Η ενίσχυση του αρχηγικού χαρακτήρα του κόμματος, που πάει πακέτο με το μεταπολιτικό τρόπο εκλογής της ηγεσίας, συνεπάγεται και τη συκοφάντηση της θεσμικής κατοχύρωσης των τάσεων και των ρευμάτων. Είναι πέδικλα που μπαίνουν στα πόδια του, είναι τα βαρίδια που το γυρίζουν στο 3%…
Στην πραγματικότητα το αντίθετο ακριβώς συνέβη και συμβαίνει. Η θεσμική κατοχύρωσή τους διευκόλυνε τη συσπείρωση δυνάμεων σε ένα κόμμα που μπορούσε να απευθυνθεί σε πολύ ευρύτερα λαϊκά ακροατήρια και να εισακουστεί από αυτά. Και να παίξει έτσι πολύ πιο αποτελεσματικά τον ρόλο του κόμματος που μπορεί να γίνει ο ισχυρός πόλος στη διαδικασία συγκρότησης του αναγκαίου συνασπισμού κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, που είναι απαραίτητος για κάθε είδους σημαντική αλλαγή του υπάρχοντος.
Αν αυτός ο κανόνας δεν είχε από καιρό υπονομευτεί, θα είχε πάρει, άραγε, αυτή η διαλυτική κατρακύλα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ τα απεχθή χαρακτηριστικά της κυριαρχίας των προσωπικών στρατηγικών, των συμφωνιών χωρίς αρχές για την εξασφάλιση τεχνητών πλειοψηφιών, της πριμοδότησης τυχοδιωκτικών σχεδίων, του εξευτελισμού που κινδυνεύει να πέσει στο κεφάλι ολόκληρης της Αριστεράς; Οτιδήποτε άλλο να είχε συμβεί, χειρότερο από αυτό που παρακολουθούμε δεν θα ήταν κατά κανένα τρόπο. Όρος για τη διατήρηση σε αξιοπρεπή και παραγωγικά πλαίσια και της οξύτερης πολιτικής αντιπαράθεσης είναι η εξασφάλιση της απαραίτητης σαφήνειας των υπαρκτών πολιτικών διαφορών, ώστε να γίνεται σε όλους ορατό τι μπορεί να συντεθεί και τι όχι στη δεδομένη συγκυρία. Κι αυτό δεν μπορεί να γίνει στο τικ-τοκ, ούτε σε ψηφοφορίες μ’ ένα δίφραγκο.
Χαράλαμπος Γεωργούλας