Η συζήτηση στη Βουλή για τον προϋπολογισμό του 2022 είχε από πολλές πλευρές ενδιαφέρον. Εκείνο, όμως, που μπορεί να σημαδέψει τις εξελίξεις, είναι το γεγονός ότι Αλ. Τσίπρας, ως επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης, έκλεισε την ομιλία του ζητώντας άμεσα εκλογές. Όχι με τον έμμεσο τρόπο που το έκανε τον τελευταίο καιρό.
Δεν το είχε πράξει δυόμισι χρόνια τώρα, παρά τους συχνά πολεμικούς τόνους της αντιπολιτευτικής τακτικής. Ο κ. Μητσοτάκης βιάστηκε στη δική του ομιλία να δώσει μια εξήγηση που δεν έκρυβε την αμηχανία του, καθώς η μόνιμη αλαζονική απάντησή του ήταν «γιατί δεν ζητάτε εκλογές;». Τώρα που η αξιωματική αντιπολίτευση τις ζήτησε, κατέφυγε σε μια φθηνή ερμηνεία: ο ΣΥΡΙΖΑ βιάζεται για τις εκλογές, γιατί φοβάται πως, αν αργήσουν, θα έρθει τρίτος μετά το ΚΙΝΑΛ.
Εκλογές ζητάς για να τις κερδίσεις
Ήταν μια εξήγηση φιλόδοξη από επικοινωνιακή άποψη –έμοιαζε με καλή ατάκα– αλλά πολιτικά πολλαπλά άστοχη. Δεν υπάρχει κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης που να ζητάει να γίνουν πρόωρες εκλογές, πιστεύοντας ή προσδοκώντας ότι θα τις χάσει και να ενδιαφέρεται για τη διατήρηση της δεύτερης θέσης σαν το μικρότερο κακό. Στην πραγματικότητα, στον ΣΥΡΙΖΑ έχουν βάσιμους λόγους να εκτιμούν ότι η κυβέρνηση περνάει τις χειρότερες ως τώρα μέρες της και το μέλλον της δεν προδιαγράφεται ρόδινο. Θα βρίσκεται για μεγάλο διάστημα σε αμυντική θέση.
Δεν είναι μόνο οι «ατυχίες» της κυβερνητικής πολιτικής που πολλαπλασιάζονται. Είναι και οι μεγάλες προσδοκίες που οραματίζονταν ένα ΚΙΝΑΛ εργαλείο ενίσχυσης του συντηρητικού στρατοπέδου και αποδυνάμωσης του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίες δεν επιβεβαιώνονται. Η σκανδαλώδης πριμοδότηση του κ. Λοβέρδου δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Οι εξελίξεις και οι πρώτες δημοσκοπικές ενδείξεις μαρτυρούν ότι προδιαγράφονται αρκετά διαφορετικά τα πράγματα. Οι απώλειες που διακινδυνεύει η πλευρά της ΝΔ με τη διεκδίκηση ισχυρότερου ρόλου από το ΚΙΝΑΛ, είναι εξίσου σημαντικές, ίσως και σημαντικότερες από του ΣΥΡΙΖΑ. Πολιτικά, μάλιστα, μπορεί να κριθούν αποφασιστικής σημασίας, καθώς απομακρύνουν με ταχύτητα τη ΝΔ από τον στόχο της να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση, πετυχαίνοντας ποσοστό κοντά στο 40% (γεγονός που θα την πιέζει να αναθεωρήσει την εκλογική στρατηγική της, χωρίς να έχει ιδιαίτερα περιθώρια για κάτι τέτοιο). Το ζωτικό ενδιαφέρον για την ανάκτηση του κέντρου απομακρύνει και το ενδεχόμενο στήριξης μιας συντηρητικής κυβέρνησης από το ΚΙΝΑΛ, καθώς ακόμα και μια ασάφεια προς αυτή την κατεύθυνση θα μπορούσε να θεωρηθεί αυτή την ώρα αυτοκτονική.
Μπορούν να συναντηθούν οι επί μέρους επιδιώξεις;
Αυτά τα δεδομένα είναι που κάνουν την αξιωματική αντιπολίτευση να πιστεύει βάσιμα ότι η απαίτηση «εκλογές τώρα» μπορεί να μην ικανοποιηθεί από την κυβέρνηση, αλλά δρομολογεί εξελίξεις, βάζοντας τις πολιτικές δυνάμεις αν όχι σε προεκλογική εγρήγορση, οπωσδήποτε μπροστά στην υποχρέωση να αποσαφηνίσουν με την απαραίτητη ευκρίνεια τη στάση τους έναντι της ΝΔ, αλλά και έναντι των προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ. Από την άλλη, κάνει πιο θεμιτή έναντι των πιθανών συμμάχων και πιο κατανοητή στο εκλογικό σώμα την επιδίωξή του να είναι εκείνος το πρώτο κόμμα στην επόμενη ή τις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις, ώστε να λάβει την εντολή αντί της ΝΔ. Δεν είναι μόνο η πιο λογική εκλογική επιδίωξη, είναι και η πιο θεμιτή, που μπορεί να αποδειχθεί και πιο ρεαλιστική με την προοπτική της «προοδευτικής κυβέρνησης» συνεργασίας.
Απέναντι σε μια τέτοια δυνατότητα θα χρειαστεί αργά ή γρήγορα να τοποθετηθούν τα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, ακόμα και αυτά που φαίνεται απίθανο σήμερα να μεταβάλουν την ως τώρα τοποθέτησή τους (η πρόσκληση Βαρουφάκη προς τον ΣΥΡΙΖΑ να καταθέσει πρόταση δυσπιστίας προς την κυβέρνηση, δεν ερμηνεύεται μόνο ως πρόκληση). Πρωτίστως ισχύει αυτό για το ΚΙΝΑΛ, καθώς δεν το ευνοεί η παρατεινόμενη ασάφεια σ’ αυτό το θέμα, ιδίως όταν θα τίθενται κρίσιμα διλήμματα. Η ανατροπή του σκηνικού προς όφελός του που επιδιώκει, δεν μπορεί να παραπέμπει στο αόρατο μέλλον. Σε εκλογικές αναμετρήσεις σαν αυτή που επίκειται, δεν γίνεται να παίζεις χωρίς κόστος με το πρόσημο της κυβέρνησης που ενδέχεται να σχηματιστεί, αλλά και για τη δική σου συμβολή σε μια τέτοια προοπτική.
Η κοινωνική παράμετρος
Η δυνατότητα διαμόρφωσης ενός τέτοιου σκηνικού καθώς βαδίζουμε προς εκλογές, δεν θα κριθεί μόνο από τις διαθέσεις των κομματικών επιτελείων. Θα κριθεί και από τη δυνατότητα να αναστραφεί σ’ αυτό το διάστημα η μετατόπιση των διαθέσεων της ίδιας της κοινωνίας προς το συντηρητικότερο, μετά την περίοδο της ριζοσπαστικοποίησης 2010–2015, ως αποτέλεσμα του επώδυνου συμβιβασμού και της υποχώρησης του λαϊκού κινήματος, και να μεταφραστεί σε μια νέα ελπίδα εκφρασμένη σε ένα πολιτικό σχέδιο ανατροπής του νεοφιλελεύθερου δόγματος.
Το ανοδικό κύμα ριζοσπαστικοποίησης της κοινωνίας στα τέλη της δεκαετίας 2000 και στις αρχές της δεκαετίας 2010, που έδωσε τη νικητήρια ώθηση τότε στον ΣΥΡΙΖΑ, αποκλείοντας άλλες συντηρητικές ή αντιδραστικές εναλλακτικές, δεν είναι δεδομένο σήμερα. Χρειάζεται με συγκεκριμένες πολιτικές πρωτοβουλίες να ευνοηθεί η ανάκαμψή του, για να επιταχυνθούν οι πολιτικές εξελίξεις και η κοινωνική μεταστροφή να διευκολύνει την πολιτική ανατροπή. Κι αυτό είναι ίσως το πιο απαιτητικό στοιχείο ενός σχεδίου απαλλαγής από τη λαίλαπα του μητσοτακικού νεοφιλελευθερισμού και αλλαγής κατεύθυνσης για τη χώρα. Δεν αποκλείεται αυτό να υπονοούσε και η ακροτελεύτια αναφορά του Αλ. Τσίπρα στην ανάγκη να αντισταθεί η κοινωνία και να διεκδικήσει το δικαίωμά της να αποκτήσει μια άλλη κυβέρνηση, στον αντίποδα της σημερινής.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή