Macro

Χαράλαμπος Γεωργούλας: Παυσίπονα για βαριές εργασιακές παθογένειες

«Πάρε ντεπόν κι έλα για δουλειά». Η φράση που έγινε βάιραλ, δεν είναι απλά ένα δείγμα εργοδοτικής αυθαιρεσίας και ασυδοσίας. Αποκαλύπτει την απουσία θεσμικού πλαισίου ικανού να προστατέψει τους μισθωτούς, ιδίως σε έκτακτες συνθήκες όπως της πανδημίας. Και την απροθυμία μιας νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης να κάνει κάτι γι’ αυτό.

Οι χώροι δουλειάς μακριά από τα φώτα

Με την επέλαση της πανδημίας η κυβέρνηση υποχρεώθηκε, βέβαια, να πάρει μέτρα όσο διαρκούσε το λοκντάουν: αποζημίωση 530 ευρώ τον μήνα και απαγόρευση των απολύσεων για τους μισθωτούς που βρίσκονταν σε καθεστώς αναστολής εργασίας. Μέτρα που αφορούσαν ένα μέρος της μισθωτής εργασίας, κυρίως στον χώρο της εστίασης, του τουρισμού, του πολιτισμού, της εκπαίδευσης…
Το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής δραστηριότητας, όμως, που έμενε μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, όπως η μεταποίηση, η βιομηχανία ενέργειας, το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο, το εμπόριο τροφίμων, το ηλεκτρονικό εμπόριο και το χονδρεμπόριο, οι μεταφορές, καθώς και σημαντικότατο τμήμα παροχής δημόσιων και ιδιωτικών υπηρεσιών, συνέχισε να λειτουργεί, και μάλιστα με εντατικότερους ρυθμούς σε ορισμένους τομείς, όπως οι μεταφορές και η διανομή, για παράδειγμα. Εκεί, πέρα από κάποια υγειονομικά πρωτόκολλα που θεσπίστηκαν –και κανείς δεν γνωρίζει σε ποιο βαθμό τηρούνται– κανένα άλλο μέτρο δεν κρίθηκε απαραίτητο. Για παράδειγμα, η υποχρέωση εγκατάστασης καθαριστών αέρα. Ή η καθιέρωση προσωπικού αναπλήρωσης των κενών, που προφανώς υπήρξαν λόγω νόσησης ή καραντίνας, ώστε ούτε οι νοσούντες και οι αποκλεισμένοι να πιέζονται να συντομεύουν, ούτε το υπόλοιπο προσωπικό να αναγκάζεται να καλύπτει με υπερεργασία, απλήρωτη, τις μεγαλύτερες ανάγκες. Ούτε να παραβιάζεται η νομοθεσία περί άδειας για λόγους υγείας, που κι αυτή θα όφειλε θετικά να αναπροσαρμοστεί.

Ανοιχτή οικονομία στις πλάτες των μισθωτών

Καμιά ειδική πρόνοια για όσους με κόστος κρατούσαν «ανοιχτή την οικονομία». Η περιοχή κρατήθηκε στο σκοτάδι ή στο έντεχνο ημίφως, με γενικό κανόνα «μη θίγετε τα κακώς κείμενα». Αλλά ανάλογη μεταχείριση είχαν οι μισθωτοί και σε τομείς όπου τα φώτα της δημοσιότητας έπεφταν αναγκαστικά, όπως της υγείας. Δεν δόθηκαν στη δημοσιότητα τελικά στοιχεία σχετικά με την αναπλήρωση των κενών από την αναστολή εργασίας των ανεμβολίαστων. Και τα αρχικά κενά, όπως και τα νεοδημιουργούμενα με την εξάπλωση της πανδημίας και στο νοσηλευτικό και ιατρικό προσωπικό, φαίνεται πως καλύπτονται στην πλάτη όσων απομένουν κάθε φορά. Και όταν η κυβέρνηση αποφασίζει να δράσει, μειώνει την καραντίνα σε πέντε μέρες και κάνει τόσο περίπλοκα αντεργατική και κοστοβόρα την πιστοποίηση της νόσησης, ώστε να προτιμά κι ο εργαζόμενος να την κρύψει με ντεπόν.
Με λίγα λόγια, οι συνθήκες και οι όροι δουλειάς των μισθωτών στη διάρκεια της πανδημίας δεν προστατεύτηκαν με αποτελεσματικά και ελέγξιμα μέτρα. Αντίθετα, σημειώθηκε επιδείνωση. Πολύ περισσότερο που η ιατρική εργασίας τείνει να είναι σχεδόν άγνωστη ειδικότητα στη χώρα μας.
Ενδεικτικό της γενικότερης κατάστασης είναι ότι μέχρι στιγμής δεν ξέρουμε αν έχουν υπάρξει εκθέσεις, πάντως απ’ όσο γνωρίζουμε δεν έχουν δοθεί στη δημοσιότητα για τη μεταδοτικότητα της νόσου στους χώρους εργασίας κατά κατηγορία και τα ποσοστά νόσησης, για την απόδοση των όποιων μέτρων έχουν ληφθεί, καθώς και για την αποτελεσματικότητά τους. Το ίδιο ισχύει και για τα δημόσια μέσα μεταφοράς, που κατά κύριο λόγο από μισθωτούς και γενικότερα εργαζόμενους χρησιμοποιούνται. Για όλους αυτούς τους χώρους θεωρείται πως δεν χρειάζεται και πολλή κουβέντα, γιατί «η οικονομία δεν μπορεί να κλείσει». Μόνο που την οικονομία την κρατούν ανοιχτή άνθρωποι, που μπορεί ο νεοφιλελευθερισμός να τους βλέπει σαν αναλώσιμο στοιχείο του κόστους, αλλά δεν παύουν να έχουν ανθρώπινες ανάγκες και απαιτήσεις.

Ανικανότητα και ιδεολογία

Το ερώτημα είναι γιατί βρισκόμαστε σ’ αυτό το σημείο. Η ανικανότητα διαχείρισης μιας κρίσιμης κατάστασης είναι προφανής, αλλά το δευτερογενές ερώτημα είναι σε τι οφείλεται αυτή. Οφείλεται στο γεγονός ότι κύρια έγνοια τους δεν ήταν πώς θα προστατέψουν τους μισθωτούς, αλλά πώς δεν θα πληγεί η οικονομία. Κι όταν λένε οικονομία, εννοούν τα κέρδη των δικών τους ανθρώπων. Γι’ αυτό με κάθε τρόπο αποφεύγουν να πάρουν μέτρα με διάρκεια, που θα μείνουν και μετά την πανδημία, είτε αυτά επιβαρύνουν το μη μισθολογικό κόστος, είτε δημιουργούν θεσμικά εμπόδια στην ασυδοσία, είτε ενισχύουν με μόνιμο τρόπο το κοινωνικό κράτος και το κράτος πρόνοιας. Τα βήματα που έγιναν επί ΣΥΡΙΖΑ για την ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών του ΣΕΠΕ, σβήστηκαν με το καλημέρα. Για έναν νεοφιλελεύθερο αυτά είναι πολυτέλειες και πεταμένα λεφτά, που θα λειτουργούν σαν βαρίδια μετά το τόσες φορές προαναγγελθέν –στον τρίτο χρόνο μπήκαμε– τέλος της πανδημίας.
Ακόμα και αυτή την «αστοχία», στην πρόβλεψη του τέλους της, μια ταξική εμμονή την προκαλεί. Επιθυμούν –και κάνουν την επιθυμία τους πραγματικότητα– να τελειώνουν με την πανδημία, για να επιστρέψουμε σε μια κανονικότητα όπως την ξέραμε –και χειρότερη. Για τον πολύ κόσμο, που ζει στο πετσί του την κατάσταση, η πανδημία είναι μια κακή ευκαιρία να λυθούν προβλήματα που χρονίζουν, καθώς πιέζει για τη λύση τους η ζοφερή πραγματικότητα. Για τους νεοφιλελεύθερους αυτός είναι ο πραγματικός κίνδυνος. Αντίθετα, την πανδημία την έχουν ήδη αξιοποιήσει σαν ευκαιρία για να περάσουν ένα σωρό δυσμενείς ανατροπές σε βάρος της μισθωτής εργασίας.
Όσο περισσότεροι πεισθούμε γι’ αυτή τη θεμελιώδη διαφορά, που θα καθιστούσε αποτελεσματικότερη ακόμα και μια λιγότερο ικανή διαχειριστικά κυβέρνηση στα αριστερά της σημερινής, τόσο γρηγορότερα θα απαλλαγούμε από αυτούς.

Χαράλαμπος Γεωργούλας

Πηγή: Η Εποχή