Macro

Χαράλαμπος Γεωργούλας: Ουδέν καλόν αμιγές κακού, στον κόσμο αυτό που ζούμε

Όσα ακολουθούν, είναι μερικές σκέψεις που γεννήθηκαν από ένα πρόσφατο κείμενο του αγαπητού σύντροφου Κώστα Δουζίνα, στο οποίο, κατά τη γνώμη μου, η δικαιολογημένη εκτίμησή του για την άμεση δημοκρατία δεν ευνόησε μια πιο σφαιρική θεώρηση ενός σύνθετου ζητήματος, που απασχολεί τον ΣΥΡΙΖΑ.

Η εκλογή οργάνων, σε κάθε περίπτωση, είναι κατ’ εξοχήν διαδικασία εκπροσώπησης* της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, όχι της άμεσης. Ακόμα κι όταν η εκλογή τους γίνεται χωρίς οποιαδήποτε παρεμβολή ανάμεσα στο όργανο και το εκλογικό σώμα. Δεν πρέπει να ταυτίζουμε την καθολική ψηφοφορία με την άμεση δημοκρατία. Η πρώτη είναι προϋπόθεση της δεύτερης, αλλά δεν καταλήγει απαραίτητα σ’ αυτήν.

Ακόμα και στην πιο σαφή ιστορικά μορφή τους, οι θεσμοί άμεσης δημοκρατίας δεν είχαν αποκλειστικό χαρακτήρα. Συνδυάζονταν με αντιπροσωπευτικές μορφές. Όσοι επινόησαν τους δημοκρατικούς θεσμούς, προφανώς είχαν πιο πρακτικό τρόπο σκέψης από τον δικό μας. Στην αθηναϊκή δημοκρατία, δίπλα στην εκκλησία του δήμου υπήρχε η βουλή ως βουλευόμενο όργανο, το οποίο είχε καθαρά αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα, και μάλιστα «ταξικής» θα λέγαμε εκπροσώπησης. Η βουλή προετοίμαζε τα ερωτήματα που όφειλε να απαντήσει η εκκλησία του δήμου. Και γνωρίζουμε καλά ότι παίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο ο τρόπος με τον οποίο τίθεται κάθε ερώτημα.

Ο θεσμός του δημοψηφίσματος ως αμεσοδημοκρατικός θεσμός, μπορεί να έχει χιλιάδες πλεονεκτήματα, αλλά δεν είναι φάρμακο για πάσα νόσο. Για παράδειγμα, αν δεν υπάρχει πρόνοια να λειανθεί ο διλημματικός χαρακτήρας του, τότε το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας είναι λιγότερο αντιπροσωπευτικό από το αποτέλεσμα των ψηφοφοριών στο πλαίσιο των αντιπροσωπευτικών δημοκρατικών θεσμών. Η εκκλησία του δήμου, στην ιδανική μορφή της τουλάχιστον, δεν ψηφίζει απλώς, ακούει ισότιμα τους πάντες με βάση την ισηγορία, βουλεύεται πριν ψηφίσει. Αυτή ακριβώς είναι και η διαφορά της από τις διαδικασίες που απαιτούν απόφαση με ένα «ναι» ή ένα «όχι». Υπάρχει, όμως, και μια σημαντικότερη διαφορά ανάμεσα στις αποφάσεις μέσω δημοψηφίσματος και τις αποφάσεις με διαδικασίες αντιπροσωπευτικού χαρακτήρα. Ο διλημματικός χαρακτήρας του δημοψηφίσματος αποκλείει την πολιτική εκπροσώπηση ενδιάμεσων απόψεων ή διαφορετικών, που δεν υπάρχει τρόπος να καταγραφούν πολιτικά ως μειοψηφικές στο τελικό αποτέλεσμα. Οι οποίες μπορεί τώρα να είναι μειοψηφικές, αλλά αύριο μπορεί να πλειοψηφήσουν. Γι’ αυτό και χρειάζεται πάντοτε να εκπροσωπούνται θεσμικά, ακόμα και στα καταγραμμένα αποτελέσματα. Υπάρχει, άλλωστε, και το τρίλημμα και το τετράλημμα εκτός από το δίλημμα –στη γλώσσα μας και στις επιλογές μας.

Εδώ ανακύπτει και ένα ζήτημα συγκριτικού πλεονεκτήματος των αντιπροσωπευτικών μορφών, το οποίο οφείλουμε ως αριστεροί να λάβουμε υπόψη κατά την εφαρμογή αμεσοδημοκρατικών μορφών. Στις αντιπροσωπευτικές μορφές προβλέπονται διαδικασίες συγκρότησης των διαφορετικών απόψεων (και ταξικών συμφερόντων) σε «κόμματα», δηλαδή σε τμήματα του όλου, και, κατά συνεπαγωγή, αναλογικά συστήματα εκπροσώπησης. Οι μειοψηφίες δεν παύουν να υπάρχουν θεσμικά μετά την απομάκρυνση από την οποιαδήποτε κάλπη. Παραμένουν οργανικά στοιχεία του συστήματος. Σε συστήματα σχετικά ανόθευτης αναλογικής εκπροσώπησης, μάλιστα, αποτελούν συχνά απαραίτητο στοιχείο της τελικής σύνθεσης μιας πολιτικά αναγκαίας πλειοψηφίας. Γι’ αυτό ως αριστεροί είμαστε αξιακά κατά των πλειοψηφικών συστημάτων και των ενιαίων ψηφοδελτίων, που καταλήγουν σε αριστοκρατικά αποτελέσματα. Ο, έστω μεταφορικός, ισχυρισμός ότι με την άμεση εκλογή από τα μέλη «η ΚΕ αποτελεί ένα πραγματικό κοινοβούλιο του κόμματος και όχι πυραμιδικό αποτύπωμα των τάσεων» είναι προβληματικός. Πρώτον, γιατί η εκλογή ενός «κοινοβουλίου» είναι κατ’ εξοχήν διαδικασία αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, και, δεύτερον και κυριότερο, γιατί τα πάσης φύσεως κοινοβούλια έχουν ως καταστατική προϋπόθεση την ύπαρξη θεσμικά οργανωμένων τμημάτων του όλου. Έχουν πτέρυγες, αλλιώς είναι καρικατούρες. Κατ’ αναλογία, τα δημοκρατικά κόμματα –και της Αριστεράς, ακόμα και τα πιο επαναστατικά– έχουν τάσεις. Όταν το ομολογούν και το θεσμοθετούν, γίνονται ακόμα πιο δημοκρατικά. Αλλιώς, ούτε άμεσα, ούτε έμμεσα ασκούν δημοκρατία.

Μπορούν οι αμεσοδημοκρατικές μορφές να οικειοποιηθούν ένα τέτοιο συγκριτικό πλεονέκτημα; Είναι βέβαιο όσο και αναγκαίο, αν υπάρχει σχετική βούληση. Αρκεί να θυμόμαστε, ακόμα και τις στιγμές της πιο κάθετης αντιπαράθεσης, ότι ο διαλεκτικός τρόπος σκέψης μας ταιριάζει, όχι ο διλημματικός. Το ίδιο και η πολιτική πρακτική που απορρέει από αυτόν. Όχι μόνο σε καθεστώς ταξικής κοινωνίας, αλλά ες αεί, ως αξιακό στοιχείο. Όσο αναγκαίο είναι στην πολιτική να κάνεις διαρκώς επιλογές και απορρίψεις, να θέτεις διλήμματα, άλλο τόσο στοιχειώδες είναι να διατηρείς θεσμικά και λειτουργικά ζωντανό τον πλούτο των διαφορετικών προσεγγίσεων. Όχι μόνο στα βουλευόμενα όργανα, στην αντιπροσωπευτική σύνθεσή τους, στον τρόπο που συζητούν και αποφασίζουν, αλλά κυρίως στο μυαλό των ανθρώπων. Το σχήμα θέση–αντίθεση–σύνθεση δεν είναι μόνο για τις φιλοσοφικές συζητήσεις, είναι ψωμάκι και τυρί για την καθημερινή μας πρακτική. Όχι μόνο όσον αφορά τον τρόπο εκλογής οργάνων στον ΣΥΡΙΖΑ, όπου θα μπορούσαν να αναζητηθούν συνθέσεις, αν αποκρουστεί η πρωτοφανής για τη δική μας Αριστερά τάση οπαδοποίησης –και χουλιγκανισμού ορισμένες φορές. Αλλά κυρίως στην αντιμετώπιση της αντίθετης άποψης ως κριτήριο και μέτρο ελέγχου της πληρότητας της δικής μας θέσης.

ΥΓ.: Άσχετο καταφανώς με τον σύντροφο Δουζίνα, απαραίτητο, όμως, για τα ήθη της εποχής (ξέρει ο Ευκλείδης). Να διευκρινίσω ότι ο πατέρας μου ήταν χωροφύλακας και η μάνα μου δασκάλα. Τα δε πρώτα χρόνια του εξαετούς γυμνασίου φοίτησα σε ιδιωτικό σχολείο. Αυτά, για να μπορεί να συνυπολογιστεί η ταξική καταγωγή κατά την αποτίμηση της ορθότητας των ισχυρισμών μας απ’ όσους απεχθάνονται το αριστερόμετρο, αλλά παίζουν στα δάχτυλα το ταξικόμετρο.

Χαράλαμπος Γεωργούλας

Πηγή: Η Εποχή