Ο πάπας στη Ρώμη, το αλάθητο στο Μαξίμου
Όταν ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης όρισε με δική του απόφαση την 25η Αυγούστου σαν μέρα συζήτησης στη Βουλή για τις καταστροφικές πυρκαγιές, ήταν ζήτημα αν είχε καεί η μισή έκταση δασών από εκείνη που τελικά καταγράφηκε αυτόν το μαύρο μήνα του 2021. Τα μεγέθη ήταν ήδη τραγικά και ανησυχητικά, αλλά δεν απεικόνιζαν εκείνη τη θηριώδη αύξηση κατά 550% σε σύγκριση με το μέσο όρο της δωδεκαετίας 2008-2020. Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς ότι ο πρωθυπουργός θα τηρούσε στη διάρκεια αυτής της συζήτησης μια ουσιαστικά διαφορετική στάση από εκείνη που είχε επιλέξει τόσο στην έναρξη της ατέρμονης σειράς καταστροφικών πυρκαγιών, όσο και κατά τη συνέντευξη τύπου που παραχώρησε στη μέση σχεδόν του δράματος της απανθράκωσης 1,3 εκατομμυρίων στρεμμάτων τουλάχιστον, που όλη η χώρα έζησε, είτε στο πετσί της είτε σε ζωντανή μετάδοση.
Ιδια λόγια ν’ αγαπιόμαστε
Αυτή η μάταια ζητούμενη και μη ευρισκόμενη διαφορά δεν καταγράφηκε σε κανένα σημείο των τριών παρεμβάσεων του κ. Μητσοτάκη. Από την άποψη της πολιτικής τακτικής αυτό σημαίνει εμμονή σε μια προεπιλεγμένη γραμμή, όχι μόνο επικοινωνιακού χαρακτήρα, σύμφωνα με την οποία δεν επιτρέπεται η παραμικρή παραδοχή της ύπαρξης οποιασδήποτε ευθύνης για ένα τόσο εξόφθαλμα καταστροφικό αποτέλεσμα. Ακόμα κι όταν αναγκάζεται ένας πρωθυπουργός να ζητήσει υποκριτικά μια τυπική συγγνώμη (συγγνώμη για ποια αστοχία;)
Αυτό το συμπέρασμα απέχει πολύ από το να αποτελεί μια αυθαίρετη εκτίμηση. Υποστηρίζεται από δεκάδες ρητές αναφορές στις τρεις ομιλίες του κ. Μητσοτάκη. Από την πιο αναμενόμενη – «κάναμε ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν» – ως την πιο…επεξεργασμένη – «το φαινόμενο ξεπέρασε την προετοιμασία που είχαμε κάνει»! Προφανώς, την ευθύνη έχει το φαινόμενο. Με τον τρόπο αυτό σε ένα ακραίο φαινόμενο, όπως συνηθίζεται να λέμε, αποδίδονται υπερφυσικές ιδιότητες, με τις οποίες είναι ανθρωπίνως αδύνατο να αναμετρηθούν οι θνητοί. Με αποτέλεσμα όλη αυτή η φτηνή φιλολογία των προηγούμενων ημερών περί «τυχόν αστοχιών» και «όποιων λαθών», να αποδειχθεί σκόπιμη καλλιέργεια προσδοκιών, που δεν υπήρχε πρόθεση να εκπληρωθούν ποτέ.
Το τεκμήριο της κυβερνητικής αθωότητας
Δεν υπάρχει ισχυρότερη απόδειξη για την αλήθεια αυτού του ισχυρισμού από την αποστροφή εκείνη του λόγου του κ. Μητσοτάκη, με την οποία ζητούσε από την αντιπολίτευση, ιδίως την αξιωματική: «υποδείξτε μας πού έγιναν λάθη»! Ο ίδιος δεν μπόρεσε είκοσι μέρες μετά να βρει κανένα και πουθενά. Γι’ αυτό και ήταν αναμενόμενο, τελικά, να αποδώσει σε υπερφυσικές δυνάμεις την καταστροφή θωρακίζοντας έτσι τον ίδιο και την κυβέρνησή του με την ιδιότητα των ανεύθυνων αρχόντων, που δεν νοείται να αναλάβουν οποιαδήποτε ευθύνη έναντι των πολιτών μετά την απομάκρυνση των τελευταίων από το «ταμείο» της κάλπης. Ενας τέτοιου τύπου «απολογισμός» θα ήταν απλά κωμικός, αν δεν καθιέρωνε ένα τραγικά επικίνδυνο «δεδικασμένο». Δηλαδή την αποδοχή μιας στάσης απέναντι στα πράγματα, η οποία απαλλάσσει τους πολιτικά υπεύθυνους από την οποιαδήποτε αναζήτηση και αναγνώριση λαθών τα οποία χρειάζεται να διορθωθούν. Αν όχι από τους ίδιους, τουλάχιστον από εκείνους που θα τους διαδεχτούν.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το μόνο «λάθος» που τόλμησε να ξεστομίσει ο κ. Μητσοτάκης σε, συνολικά, δύο ωρών ομιλία, ήταν η παραδοχή ότι «αναγκαστήκαμε να πάρουμε εναέρια μέσα από τη Βόρεια Εύβοια για την αντιμετώπιση της αναζωπύρωσης στην Αττική» – που δεν μπορεί να καταγραφεί στα λάθη, αφού ήδη χαρακτηρίστηκε ως ανάγκη. Και είναι ακόμα πιο χαρακτηριστικό ότι σε όλες τις μεγάλες και καταστροφικές πυρκαγιές στο παρελθόν, όλες οι κυβερνήσεις, προσπαθούσαν, άλλοτε με επιτυχία άλλοτε όχι, να προχωρήσουν σε ανασχεδιασμό της δράσης τους, σε λήψη μέτρων λιγότερο ή περισσότερο αποτελεσματικών, έστω και για να κρατήσουν τα προσχήματα. Χθές στη Βουλή δεν διακρίναμε την παραμικρή αίσθηση ανάγκης για κάτι τέτοιο. Αντίθετα, η αίθουσα της ολομέλειας ξεχείλισε από μια αλαζονική επίδειξη πλήρους επάρκειας και ικανοποίησης τόσο για την προετοιμασία όσο και για το αποτέλεσμα. Μιας επίδειξης που κατέληγε σε λοιδορία για τους αδαείς πολίτες, που απαιτούν «να έχουν ένα ελικόπτερο πάνω από κάθε χωριό».
Γιατί, όμως, σπεύδει ένας πρωθυπουργός να λοιδορήσει μια τέτοιου τύπου προσέγγιση, όταν ο ίδιος παραδέχεται πως «η πρώτη επέμβαση είναι κρίσιμη» στην αντιμετώπιση μιας δασικής πυρκαγιάς; Γιατί απορρίπτει τόσο απόλυτα και βιαστικά την ουσία της απαίτησης, που είναι η ιδέα της οργάνωσης της προφύλαξης, της πρόληψης και της αντιμετώπισης της πυρκαγιάς σε τοπική βάση με τη διάθεση τοπικών τεχνικών μέσων και ανθρώπινου δυναμικού ικανών να αντιμετωπίσουν στη γένεσή της την καταστροφική απειλή; Διότι ένας τέτοιος προσανατολισμός «απειλεί», σύμφωνα με το νεοφιλελεύθερο ιδεολόγημα, τον δημόσιο προϋπολογισμό με μια μόνιμη όσο και αναγκαία δημόσια δαπάνη για μια από τη φύση της δημόσια υπηρεσία. Αντί για μια τέτοια «απειλή», ένας νεοφιλελεύθερος προκρίνει την ιδέα της ιδιωτικής ασφάλισης, που στην πραγματικότητα μπορεί να στοιχίσει πολύ περισσότερο σε ατομικό για τον κάθε πολίτη και συνολικό για την κοινωνία κόστος. Η διαφορά είναι ότι η λύση της ιδιωτικής ασφάλισης προσκομίζει και εξασφαλίζει ιδιωτικά κέρδη στις ασφαλιστικές εταιρίες, αξιοποιεί δηλαδή «αδρανή» ως προς την κερδοφορία κεφάλαια. Χωρίς να υποχρεώνει, στην πράξη, σε πραγματική και εγγυημένη αποζημίωση.
Ανεύθυνοι άρχοντες
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι μια τέτοια αντίληψη είναι που κάνει τον κ. Μητσοτάκη να συμπεριφέρεται συχνά με αλαζονεία, που ταιριάζει σε ανεύθυνους βασιλιάδες και όχι σε υπόλογους κοινοβουλευτικούς πρωθυπουργούς. Ο αποκλεισμός οποιουδήποτε πιθανού λάθους, η αδυναμία εντοπισμού του παραμικρού σφάλματος είναι χαρακτηριστικό άλλου τύπου καθεστώτων, ελέω θεού ή ολοκληρωτικών. Δεν είναι, συνεπώς, ότι δεν αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει γύρω του. Δεν θέλει να αφήσει την παραμικρή υπόνοια ότι μπορεί να σφάλλει. Κι αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό της ολοκληρωτικής ψυχής του νεοφιλελεύθερου ιδεολογήματος, το οποίο αναθέτει στον υπέρτατο νόμο της μεγιστοποίησης του ιδιωτικού κέρδους, ως φυσικού νόμου, να ρυθμίζει τα πάντα – και θεωρεί ιεροσυλία τη δημόσια παρέμβαση σε ένα τέτοιο θεόπνευστο κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Είδαμε με πόση επιμονή αρνήθηκε και πολέμησε ο κ. Μητσοτάκης την ιδέα της θέσπισης μιας δημόσιας αρχής, μιας δημόσια υπηρεσίας πολιτικής προστασίας, με έργο προσδιορισμένο διαχρονικά, με έλεγχο κοινοβουλευτικό. Και με τι σθένος υπερασπίστηκε το κομματικά και ιδεολογικά ελεγχόμενο και αποτυχημένο στην πράξη υπαρκτό σχήμα. Το αποτέλεσμα, ωστόσο, για τον κόσμο είναι το ίδιο και χειρότερο από την αδυναμία αντίληψης της αντικειμενικής πραγματικότητας.
Από την επίκληση στη συναίσθηση του πόνου
Αλλά ποιος νοιάζεται για τον κόσμο; Πίσω από το κοινά αποδεκτό ορθό πρόταγμα της προστασίας της ανθρώπινης ζωής βλέπουμε ότι μπορεί πολύ καλά να στρογγυλοκαθίσει μια επίκληση του ανθρώπινου πόνου κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, για ιδιοτελείς λόγους. Όπως έγινε κατά κόρον με την τυμβωρυχία του 2018 και όπως δεν παρέλειψε να κάνει και χθες ο κ. Μητσοτάκης. Μπόρεσε, άραγε, να διακρίνει κανείς πίσω από την εμφανή προσπάθεια του κ. Μητσοτάκη για μια δήθεν ψύχραιμη αποτίμηση της καταστροφής δασών, περιουσιών και ανθρώπων, που άγγιζε τα όρια της παγερής και αλαζονικής ανευθυνότητας, ίχνη συναίσθησης του πόνου που νιώθει ένας ηλικιωμένος με καμένο το βιος του, πόνου δεν απαλύνεται με την καταβολή της πιο απλόχερης αποζημίωσης, γιατί κυριαρχείται από την επίγνωση ότι δεν προλαβαίνει βιολογικά να ξαναχτίσει τη ζωή του; Μπόρεσε μήπως να διακρίνει πίσω από την υπόσχεση ότι οι ρητινοσυλλέκτες της Βόρειας Εύβοιας θα προσληφθούν για εφτά χρόνια στα προγράμματα αποκατάστασης των δασών τους, ίχνη συναίσθησης της αγωνίας που διακατέχει τους νέους στην πλειονότητά τους ανθρώπους, αν θα μπορέσουν ποτέ να ξαναζήσουν από το δάσος, καθώς τα εφτά χρόνια στη χρονική κλίμακα της φυσικής ανάπλασής του μοιάζουν ανεπαρκή μπροστά στις τρέχουσες ανάγκες τους και τις προσδοκίες τους για το αύριο;
Αν υπήρχαν τέτοια ίχνη συναίσθησης, θα συνοδεύονταν από την αποδοχή προτάσεων της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που θα μπορούσαν να απαλύνουν αυτό τον πόνο και να μειώσουν την ένταση αυτής της αγωνίας. Όπως είναι, για παράδειγμα, η εξασφάλιση του ελάχιστου εισοδήματος για όσους έχουν πληγεί, μέχρι να μπορέσουν να εξασφαλίσουν εισόδημα από την απασχόλησή τους στις αρχικές εργασίες τους, καθώς και η οργάνωση της ανασυγκρότησης των περιοχών που έχουν πληγεί στη βάση θεσμών της τοπικής αυτοδιοίκησης και θεσμών άμεσης συμμετοχής των ενδιαφερομένων και πληττόμενων στο σχεδιασμό, τη λήψη των αποφάσεων και την υλοποίησή τους. Γιατί η υλική υπόσταση της συμπόνοιας δεν είναι η λεκτική έκφρασή της, αλλά η εξασφάλιση των όρων για την άρση της αιτίας του πόνου και της πιθανότητας να επαναληφθεί στο μέλλον. Αντί γι’ αυτά, διαπιστώσαμε άλλη μια φορά τον έρωτα της κυβέρνησης της ΝΔ για την παράδοση πεδίων δημόσιας ευθύνης στην ιδιωτική «πρωτοβουλία», δηλαδή στο ιδιωτικό κεφάλαιο ως πιο ευέλικτο τάχα και πιο αποτελεσματικό.
Η ανευθυνότητα ως επίσημο δόγμα
Ποιο θα μπορούσε να είναι για τις μη κυβερνητικές πολιτικές δυνάμεις το συμπέρασμα από την εμφάνιση του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης στη χθεσινή συζήτηση; Ότι μόνο όσοι εξακολουθούν να έχουν αυταπάτες μπορούν να υποθέσουν πως στο Μαξίμου και στην Πειραιώς έχουν κάτι διδαχτεί από το μέγεθος της καταστροφής οι υπεύθυνοι για την έκτασή της. Τα γεγονότα περνούν φρικαλέα από μπροστά τους και τους αφήνουν ατάραχους. Για πάντα πεισμένους ως προς την ορθότητα και τη μοναδικότητα των επιλογών τους. Και ότι μόνο στην τύχη μπορεί κάποιος να ελπίζει, για να μας προφυλάξει από ενδεχόμενες νέες καταστροφές, από τη στιγμή που η ανευθυνότητα επιλέγεται σαν επίσημο δόγμα για τη σωτηρία των ανευθυνοϋπεύθυνων. Το ζήτημα είναι να βγάλει και ο υπεύθυνος λαός τα συμπεράσματά του. Και μαζί του η μη νεοφιλελεύθερη αντιπολίτευση.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή