«Αν ο πατέρας μου μάθαινε πως ο δάσκαλος μου έδωσε ένα χαστούκι, εκείνος μου έδινε άλλα δέκα». Δεν είναι κάποια παλιά δήλωση, που έχει ανασυρθεί από το χρονοντούλαπο προς τέρψη του κοινού. Είναι μόλις προχθεσινή αναφορά του σημερινού υπουργού Δικαιοσύνης σε τηλεοπτικό παράθυρο. Περιγράφει όχι μόνο τη νοσταλγία για κάποια ανύπαρκτη «παλιά καλή εποχή», αλλά και την παιδαγωγική αντίληψη, τη γενικότερη άποψη ενός καθ’ ύλην αρμόδιου κυβερνητικού παράγοντα, για τον τρόπο αντιμετώπισης της νεανικής παραβατικότητας.
Ανακύκλωση της βίας
Αν εύλογα υποθέσουμε –και έχουμε κάθε λόγο– ότι αυτή είναι η βασική γραμμή της κυβερνητικής πολιτικής για μια δεξιά νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση, μπορεί κάποιος να φανταστεί με ποιους όρους τίθεται και επιχειρείται να αντιμετωπιστεί ένα υπαρκτό σε ορισμένο βαθμό πρόβλημα: καταστολή και άσκηση βίας για την τιμωρητική αντιμετώπιση φαινομένων, που ενδημούν στο εσωτερικό νεανικών κοινωνικών ομάδων προεφηβικής, εφηβικής και μετεφηβικής ακόμα ηλικίας.
Χαρακτηριστικό της φαρισαϊκής υποκρισίας που συνοδεύει τη συγκεκριμένη πρακτική, είναι το γεγονός ότι η υπό κρίση νέοι βομβαρδίζονται καθημερινά με δόσεις κάθε είδους βίας, ζώντας σε έναν κόσμο όπου η τελευταία έχει αναχθεί σε ύψιστο μέσο επίλυσης των διαφορών, αλλά και υπόδειγμα μέσου για την ανάδειξη των ατόμων σε έναν κόσμο «ανόθευτα» ανταγωνιστικό. Μια ματιά μόνο στις τηλεοπτικά μεταδιδόμενες «παιδικές» εκπομπές, τα «παιδικά» έργα, ιδίως κινούμενα σχέδια, μπορεί να μας δώσει μια εικόνα της επιχείρησης ανακύκλωσης της βίας, που εκτυλίσσεται απρόσκοπτα. Άλλοτε ως υπόδειγμα και άλλοτε ως επικρεμάμενη απειλή. Κάπως έτσι καταλήγει, έστω ως εξαίρεση, να γίνεται τρόπος συμπεριφοράς και ενός νέου, μιας νέας το χαστούκι, ο τσαμπουκάς, το ξυλοφόρτωμα, ο σουγιάς –απέναντι σε εκπαιδευτικούς ή και σε συνομήλικους.
Νοσταλγία παρελθόντος ή ολοζώντανο παρόν;
Είναι όμως, άραγε, η νοσταλγία ενός γνήσιου σύμπαντος που έχει χαθεί, η οποία οδηγεί στη διαιώνιση των αναχρονισμών; Αντίθετα, είναι κάτι υπαρκτό κάθε στιγμή στο κοινωνικό παρόν. Είναι ο φόβος ότι μπορεί να μην επαναληφθεί η πανομοιότυπη αναπαραγωγή της κρατούσας κοινωνικής τάξης με την έλευση και την ανάδειξη/ένταξη κάθε νέας γενιάς στην αναπαραγωγή της κοινωνίας.
Κάθε νέα γενιά που αποκτά τα χαρακτηριστικά ειδικής κοινωνικής κατηγορίας, έχει ενδιάθετο το δυναμικό της διάθεσης να προχωρήσει στη διαδικασία ένταξης στην κοινωνία όχι μιμούμενη τις προηγούμενες, αλλά διαμορφώνοντας συνθήκες αλλαγής της κοινωνίας, προσαρμογής της στις νέες δικές της ανάγκες, που συχνά έρχονται σε σύγκρουση με τις παραδεδομένες. Γεγονός που βιώνεται σαν σοβαρός κίνδυνος από τις κυρίαρχες και κατεστημένες δυνάμεις.
Όταν, μάλιστα, αυτή η διάθεση έρχεται να συναντήσει παράλληλες και ταυτόχρονες κινήσεις άλλων κοινωνικών ομάδων ή, ακόμα χειρότερα, τάξεων που αμφισβητούν την ιερότητα της αδιατάρακτης αναπαραγωγής, καθιστώντας και την ίδια τη νέα γενιά δύναμη κοινωνικής αλλαγής, τα πράγματα σοβαρεύουν τόσο που μόνος τρόπος αντίδρασης αναδεικνύεται και καθιερώνεται η τήρηση των «πατροπαράδοτων» –και κατά κανένα τρόπο μητροπαράδοτων. Πίσω στα ιδανικά χαστούκια και στη ραμπατσίνα!
Ήδη, για να την αφοπλίσουμε, της έχουμε κλέψει την παιδικότητα εκμηδενίζοντας τον χρόνο συνύπαρξης και συνανάπτυξης με τη μητέρα, με τους γονείς, με το παιχνίδι, την εκπαίδευση χωρίς εκπαίδευση. Παρανοούμε και καταστέλλουμε την εφηβεία. Στομώνουμε αυτή την εκρηκτική δύναμη, αντί να την αξιοποιήσουμε. Στρέφουμε τη νεότητα εναντίον του εαυτού της, ωθώντας τους νέους με τη βία σε μια κοινωνική ένταξη ανταγωνιστική και προκατασκευασμένη πριν από αυτούς, γι’ αυτούς, χωρίς αυτούς.
Ανεχόμαστε κάποιες νησίδες ψευδαίσθησης ελευθερίας σαν προσωρινές βαλβίδες εκτόνωσης. Της αποκλείουμε τη δυνατότητα να λειτουργήσει σαν αναγνωρισμένη δύναμη κοινωνικής αλλαγής μέσα από την αλλαγή της ίδιας της ζωής της. Τη στρέφουμε εναντίον του εαυτού της, διδάσκοντάς της τη βία και τη λογική της καταστολής των συμπτωμάτων αντί της καταπολέμησης των αιτίων.
Το χρήμα και ο χρόνος
Καταργούμε το οχτάωρο και την πενθήμερη εργασία, υποχρεώνουμε τους γονείς στην αναζήτηση δεύτερης και τρίτης ψευτοδουλειάς, θεωρούμε τις άδειες μητρότητας/πατρότητας φύρα, ζημιά. Η ανάπτυξη στενής βιωματικής σχέσης, ιδίως τα πρώτα κρίσιμα χρόνια, ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά γίνεται άπιαστη πολυτέλεια. Εκτινάσσουμε την εργασία των ανηλίκων στα ύψη, ούτε σκέψη για υποστηρικτικές δομές, ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς, παιδαγωγούς, ψυχαγωγούς. Η αγωγή επαφίεται στο ζητούμενο μητρικό και το πατρικό ένστικτο. Την ξαναθυμάται το σύστημα όταν νοσταλγεί την επαναφορά της διαγωγής –κακής, κοσμίας, κοσμιωτάτης– στη σχολική ζωή. Καταγγέλλουμε και ποινικοποιούμε όλο και βαρύτερα την παραμέληση εποπτείας ανηλίκου, στέλνουμε στη φυλακή τον γονέα, αύριο μπορεί να στείλουμε και τον εκπαιδευτικό που ολιγώρησε.
Βγάζουμε φιλιππικούς για τη νεανική εγκληματικότητα και την παραμέληση ανηλίκων στα τηλεπαράθυρα και στο διπλανό κανάλι μπορεί να ρητορεύουν για το δημογραφικό, τη γήρανση του πληθυσμού, την υπογεννητικότητα. Αλλά και γι’ αυτό έχει αποφανθεί ο υπουργός Δικαιοσύνης: το δημογραφικό ζήτημα δεν είναι οικονομικό πρόβλημα… Να δοκιμάσουμε μήπως λυθεί με χαστούκια, ίσως; Ή με την επιβολή αυστηρών ποινών σε όσους αποφεύγουν να γίνουν πατέρες/μητέρες και όσους παραμελούν τα συζυγικά τους καθήκοντα –ή και τα εξωσυζυγικά τους.
Εν τω μεταξύ, καθώς συζητιέται ανοιχτά πια η μείωση της ηλικίας καταλογισμού ανηλίκων, ώστε αυτοί να φυλακίζονται χωρίς πολλά πολλά, νομικοί καταγγέλλουν ότι δεν υπάρχει «ειδικό κατάστημα κράτησης ανηλίκων». Μόνο «φυλακές ανηλίκων»*. Τόσο φοβερή ακόμα και η κατασταλτική «φροντίδα» της πολιτείας για την παραβατική νεότητα.
*Για την ανάδειξη της υπαρκτής διαφοράς ανάμεσά τους απαιτείται διδακτορικό…
Χαράλαμπος Γεωργούλας