Πριν από λίγες μέρες φιλοξενήσαμε μια συνέντευξη με την καθηγήτρια Πολιτικής Κοινωνιολογίας Φανή Κουντούρη, που ανέτρεπε τον κοινό τόπο ότι τα μεγάλα κείμενα δεν διαβάζονται εύκολα. Και δύσκολα, όμως, να διαβάζονταν, θα έπρεπε να κινήσει το ενδιαφέρον των στελεχών του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Από τις πολλές και χρησιμότατες διαπιστώσεις της ξεχωρίζουμε μια καίρια παρατήρηση, που καταλήγει σε μια δύσκολη υπόδειξη. Σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από σημάδια διάρρηξης του πολιτικού δεσμού, που συνδέεται με την κρίση εμπιστοσύνης, επισημαίνει ότι και ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετωπίζει «ζήτημα ανάκαμψης της εμπιστοσύνης στο κόμμα» της αξιωματικής αντιπολίτευσης, καθώς «έχει επικρατήσει πολύ περισσότερο η εικόνα του Ιουλίου του 2015 παρά του Απριλίου του 2019 με ό,τι κόμισε». Σημειώνει ότι, για να εκκινήσει αυτή η ανάκαμψη, «χρειάζεται ένας ορατός μακροπρόθεσμος στόχος, που θα εμπνέει θετικές προβολές απέναντι σε ένα δυστοπικό παρόν». Και καταλήγει με τη δύσκολη υπόδειξη πως «η εμπιστοσύνη πρέπει να μετατραπεί σε πολιτικό σύνθημα». ψ
Η δύσκολη εμπιστοσύνη
Μπορεί να γίνει πολιτικό σύνθημα, συνεπώς και πολιτική πρόταση, μια τέτοια εμπιστοσύνη; Ποιες είναι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει; Είναι τουλάχιστον δύο ειδών. Η πρώτη αφορά την «εικόνα του Ιουλίου του 2015», την αθέτηση μιας υπόσχεσης και την αντικατάστασή της από έναν οδυνηρό συμβιβασμό. Ενώ αυτός έγινε κατανοητός από το μεγαλύτερο μέρος των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ, σημαντικό τμήμα τους δεν πείστηκε από τις εξηγήσεις που δόθηκαν.
Η δεύτερη αφορά το τεράστιο φορτίο κυβερνητικής προπαγάνδας, που στόχο έχει να πείσει κάθε αμφιταλαντευόμενο ότι δεν πρέπει να δίνουμε εμπιστοσύνη σε οποιουδήποτε είδους προτάσεις και σχέδια που αντιστρατεύονται την πολιτική της ΝΔ, γιατί δεν υπάρχει εναλλακτική, είναι μια επικίνδυνη ουτοπία. Πρόκειται για μια «ΤΙΝΑ εσωτερικού», που συχνά υπερβαίνει τη διεθνή του νεοφιλελευθερισμού.
Το αποτέλεσμα, παρά τα σοβαρά ελλείμματα αξιοπιστίας που εμφανίζει το τελευταίο διάστημα η κυβερνητική πολιτική, είναι ότι η ανάκτηση της εμπιστοσύνης γίνεται μια ιδιαίτερα σύνθετη διαδικασία, που απαιτεί ειδική προσπάθεια. Μια προσπάθεια που πρέπει να συνοδεύει την προβολή και εκλαΐκευση των επιμέρους πολιτικών προτάσεων της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Γιατί χωρίς αυτή οποιαδήποτε επεξεργασμένη πρόταση μένει έκθετη στις επιθέσεις των αντιπάλων, που θα την υπονομεύσουν σαν αναξιόπιστη, σαν ανάξια εμπιστοσύνης, ανεφάρμοστη. Απλά και μόνο γιατί ξεφεύγει από το δικό τους αντίρροπο σχέδιο.
Καθαρή εξήγηση
Χρειάζεται μια καθαρή εξήγηση με τον κόσμο που ψήφισε τον ΣΥΡΙΖΑ. Η κριτική αποτίμηση που επιχειρεί ο συνεδριακός Απολογισμός είναι χρησιμότατη επεξεργασία. Η εκλαΐκευσή του, όμως, απαιτεί μια ειλικρινή παραδοχή των αδυναμιών, των αστοχιών και των λαθεμένων εκτιμήσεων, που έδιναν όχι μόνο στον κόσμο, αλλά και στον ΣΥΡΙΖΑ μια ανακριβή εικόνα της πραγματικότητας το 2015. Αυτό δεν περιγράφεται με τη λέξη «αυταπάτη», αλλά με την ανάγκη ολοκληρωμένης στρατηγικής.
Χρειάζεται να απαντηθεί με πειστικό τρόπο το εύλογο ερώτημα αν μια τέτοια παραδοχή, τελικά, μπορεί να σημαίνει όχι μόνο αθέτηση μιας υπόσχεσης, αλλά και εγκατάλειψη του ανέφικτου γα την ώρα στόχου. Ερώτημα που, αν μείνει αναπάντητο, οδηγεί σε μια καταστροφική παραδοχή, ότι η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού και όχι η τέχνη να επιμένεις να μετατρέψεις την κατάλληλη στιγμή το αρχικά ανέφικτο σε τελικά εφικτό.
Το κυριότερο, πάντως, και πιο πειστικό επιχείρημα είναι η υπεράσπιση του υπαρκτού έργου της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Δεν πρόκειται για εγχείρημα αντιφατικό προς την παραδοχή λαθών και αδυναμιών. Αντίθετα, μια τέτοια παραδοχή κάνει πιο πειστική την υπεράσπιση της θητείας του ΣΥΡΙΖΑ, με κριτικό τρόπο και χωρίς αυταρέσκεια. Το απαραίτητο υλικό για την απόκρουση της δόλιας υπονόμευσης ότι τίποτα από αυτά που σας λένε δεν γίνεται, υπάρχει.
Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι η έξοδος από τα μνημόνια έγινε με την προσοχή στραμμένη στα πιο ευάλωτα τμήματα της κοινωνίας, με τη συγκρότηση μιας στοιχειώδους κοινωνικής πολιτικής σε ένα πεδίο λεηλατημένο από την κρίση και το νεοφιλελευθερισμό. Είναι και η αναστήλωση του ΕΣΥ από την κατάσταση φθοράς που είχε οδηγηθεί. Η γενίκευση της ελεύθερης πρόσβασης σ’ αυτό, ακόμα και των μη ασφαλισμένων. Είναι η διάσωση του δημόσιου χαρακτήρα του συνταξιοδοτικού συστήματος με την ενοποίηση, παρόλα τα προβλήματα που την ακολουθούν.
Τις αναφέρουμε ενδεικτικά και μόνο, από ένα συγκεκριμένο πεδίο, ως πολιτικές επιλογές που μπόρεσαν να πραγματοποιηθούν μέσα σε μνημονιακές συνθήκες, τις οποίες ακόμα διστάζουν να θίξουν στον πυρήνα τους, αναβάλλοντας διαρκώς τα αντιμεταρρυθμιστικά τους σχέδια. Άλλοι θα μπορούσαν ίσως να κάνουν περισσότερα, αλλά το δόγμα ότι «δεν γίνεται τίποτα», είναι απλώς δόγμα. Το διακινούν για να υπονομεύουν το αίσθημα εμπιστοσύνης στην πολιτική και στον εαυτό μας.
Εμπιστοσύνη στη δύναμή μας
Αυτό το αίσθημα της διπλής εμπιστοσύνης ενισχύεται και με τον προσδιορισμό ενός «ορατού μακροπρόθεσμου στόχου». Δεν είναι μόνο η «συγκολλητική ουσία» σε ένα λεπτομερές και εξειδικευμένο πρόγραμμα. Είναι και η υπογραφή σε μια κοινωνική συμφωνία, η πυξίδα, που ενισχύει το αίσθημα της εμπιστοσύνης των πολιτών μπροστά σε ό,τι μπορεί να την υπονομεύσει, γιατί θα παρεμβληθούν εμπόδια, θα παρουσιαστούν απρόβλεπτες δυσκολίες, θα επιβληθούν άλλες προτεραιότητες. Ο ορατός μακροπρόθεσμος στόχος, το στρατηγικό σχέδιο που εμπεριέχει τα επιμέρους, ενισχύει την εμπιστοσύνη, υπενθυμίζοντας τη δέσμευση που έχει αναληφθεί, τη στιγμή ακριβώς που η πραγματοποίησή της αμφισβητείται.
Η εμπιστοσύνη σε ένα πολιτικό κόμμα, σε μια πολιτική παράταξη χρειάζεται κόπο και για να αποκτηθεί, και για να ανακτηθεί, και για να διατηρηθεί. Όταν επιδιώκεται, όμως, με ειλικρίνεια η καλλιέργειά της, μπορεί να μετατραπεί όχι μόνο σε σύνθημα, αλλά και σε αυτοπεποίθηση. Σε εμπιστοσύνη στη δύναμη όλων μας. Στη δύναμη των πολλών.