Το προεδρικό επιτελείο στην Κουμουνδούρου έχει κεντρικό στόχο αυτή την περίοδο να επαναφέρει τη συζήτηση γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ σε μια «κανονικότητα». Δεν υπάρχει «εμφύλιος», δεν υφίσταται θέμα πολιτικής αντιπαράθεσης διαφορετικών σχεδίων. Απλά, κάποιοι κακοί υπονομεύουν τον πρόεδρο, όπως υπονόμευαν και τον προηγούμενο. Αυτοί, λοιπόν, θα αντιμετωπιστούν πειθαρχικά, όπως τους πρέπει, και το κόμμα θα στραφεί στην κοινωνία και τα προβλήματά της αφήνοντάς πίσω τον «ελιτισμό».
Ο πρόεδρος εξορμά με στόχο την αποκατάσταση της θεσμικότητάς του ως αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και την αδιαμεσολάβητη επαφή με τον λαό (ακόμα και «γραφεία προέδρου» σχεδιάζονται ανά περιφέρεια, ίσως και ανά περιφερειακή ενότητα αύριο, λες και δεν υπάρχουν οργανώσεις μελών με συντονιστικά). Οι βουλευτές προωθούν το κοινοβουλευτικό έργο τους, ακολουθώντας μηχανικά την ατζέντα που θέτει η νεοδημοκρατική πλειοψηφία. Τα μέλη και τα εκλεγμένα όργανα υποχρεώνονται σε μια τεχνητή ύπνωση, μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας, περιμένοντας καλύτερες μέρες.
Απαγορεύονται οι πολιτικές συζητήσεις
Για να ευοδωθεί αυτός ο σχεδιασμός, είναι απαραίτητη μία τουλάχιστον προϋπόθεση: να αποκλειστεί οποιαδήποτε σοβαρή πολιτική συζήτηση τόσο στα όργανα όσο και δημόσια, τουλάχιστον μέχρι νεοτέρας. Γι’ αυτό και στις ελάχιστες θεσμικές συζητήσεις (μία ουσιαστικά, της πολιτικής γραμματείας), αλλά και στις δημόσιες πολιτικές ενστάσεις, η σιωπή έρχεται προς απάντηση των «γραφειοκρατικών ελίτ». Διατυπώνεται μια ριζική αντίθεση και δεν μπαίνει στον κόπο να απαντήσει κανείς. Καταδεικνύεται ως τεράστιο πρόβλημα βίαιης μετατόπισης προς τα δεξιά η ομιλία του προέδρου στον ΣΕΒ και δεν μπαίνει στον κόπο ουδείς να αντικρούσει πολιτικά τους ενιστάμενους, έστω να υπερασπιστεί τη «νέα» αντίληψη. Το ίδιο και με την υπόσχεση ότι θα γίνουμε Δημοκρατικό Κόμμα κατά το πρότυπο των ΗΠΑ. Και αρκετά άλλα παραδείγματα, ων ουκ έστιν αριθμός.
Εκείνο που προκαλεί εντύπωση, από πρώτη ματιά τουλάχιστον, είναι ότι δεν υπάρχει αντίδραση ούτε για τις υποδείξεις του Χ. Σπίρτζη για κοινό ψηφοδέλτιο με το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, ακόμα και για συγχώνευση μαζί του. Δηλαδή, για ένα ζήτημα που αφορά την τύχη του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, την αυτοτελή ύπαρξή του. Δεν υπονοούμε να σύρουν κι αυτόν το χριστιανό στο πειθαρχικό. Μια οποιαδήποτε πολιτική απάντηση ψάχνουμε ματαίως.
Από τη ρευστοποίηση στη συγχώνευση
Και δεν τη βρίσκουμε. Για δύο λόγους: πρώτον, επειδή απαγορεύονται οι πολιτικές συζητήσεις, η μια κουβέντα φέρνει την άλλη και μπορεί να χαλάσει η τεχνητή ύπνωση, και, δεύτερον, επειδή ο Χ. Σπίρτζης λέει φωναχτά αυτό που σκέφτονται αρκετοί σαν λύση –όχι μόνο απελπισίας, στην περίπτωση που δεν βγαίνουν οι λογαριασμοί χωρίς τον ξενοδόχο. Τη θεωρούν λογική κατάληξη της στρατηγικής της διεύρυνσης μέχρι τη ρευστοποίηση. Ανέκαθεν έτσι μετέφραζαν την ψηφισμένη πολιτική της αμφίπλευρης διεύρυνσης, που περιέχει μια δομική ισορροπία και μια ασφαλιστική δικλίδα. Η στρεβλή εφαρμογή μιας πολιτικής καταλήγει έτσι να γίνει σχεδόν προδιαγεγραμμένη εφαρμογή μιας στρεβλής πολιτικής. Εκεί οδηγεί η θολούρα της αυτοδύναμης Αριστεράς, που, για να γίνει αυτοδύναμη, μπορεί να μη χρειάζεται να είναι Αριστερά.
Το έδαφος για μια τέτοια εξέλιξη υπάρχει και είναι εύφορο. Είναι η απουσία μιας στρατηγικής αντίληψης για την πολιτική συμμαχιών. Σε όλο το φάσμα, από το προοδευτικό Κέντρο ως την άκρα Αριστερά. Οι συνεργασίες γίνονται αντιληπτές ως κινήσεις που επιβάλλουν οι κάθε φορά ανάγκες τακτικής, που συχνά στοχεύουν απλά στο πολιτικό στρίμωγμα του πιθανού «συνεργάτη».
Δείτε, για παράδειγμα, τι συμβαίνει και στις δύο οριακές πλευρές του φάσματος. Κυριαρχεί, στη μία πλευρά, η αντίληψη «ΠΑΣΟΚ και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις», που μεταφέρθηκε και στον ΣΥΡΖΑ ιδίως μετά το 2019, ή το σαββοπούλειο ερώτημα «μπορεί κανίβαλος ποτέ να εκπροσωπήσει τάχα όλους τους φίλους τους παλιούς που έχει στη στομάχα;» Και, στην άλλη, η στρατηγική της συνεργασίας με τον –σχεδόν– εαυτό μας, με λαμπρό εκπρόσωπο το (σημερινό) ΚΚΕ. Τη στιγμή που για την ανανεωτική και ριζοσπαστική στρατηγική αντίληψη περί πολιτικής συμμαχιών προϋπόθεση είναι η διατήρηση της αυθυπαρξίας και της διακριτότητας των δυνάμει συμμάχων, αφενός, και, αφετέρου, η ύπαρξη διαφορών προγραμματικών, ακόμα και ιδεολογικών, που η συγκεκριμένη συγκυρία και πολιτική στόχευση επιτρέπουν και επιβάλλουν να γεφυρωθούν.
Η συνεργασία επιδιώκεται, όπου υπάρχει διαφορά
Η πρώτη στάση είναι επικίνδυνη, γιατί οδηγεί στην ταύτιση Αριστεράς και προοδευτικού Κέντρου, ομολογημένη/συνειδητοποιημένη ή μη. Και γιατί είναι κακό αυτό, θα αναρωτηθεί –πραγματικά– μπροστά στις κάλπες κάποιος, αν είναι να απαλλαγούμε από τον Μητσοτάκη; Γιατί με αυτό τον τρόπο ενδέχεται να νικηθεί ο εκπρόσωπος του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού, της Δεξιάς, χωρίς να νικηθεί η πολιτική του, καθώς θα απουσιάζουν από το μίγμα τα πολιτικά και κοινωνικά αντίβαρά τους.
Από ένα τέτοιο ενδεχόμενο μπορείς να προφυλαχθείς καθιστώντας μόνιμο στοιχείο της πολιτικής σου:
τη σταθερή επιδίωξη συμμαχιών ως ουσιώδες στοιχείο, χωρίς εκείνους τους αμήχανους διαχωρισμούς «στη βάση» ή «στην κορυφή»
τη σταθερή έδραση στο έδαφος της ανανεωτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς με συνείδηση του ρόλου της –και όχι απλά με ονειρώξεις κυβερνητισμού– με πραγματική πολιτική ισχύ και κοινωνική γείωση
την αντοχή στον παραλυτικό φόβο για υποχωρήσεις από το δικό σου πρόγραμμα, όταν είναι να κάνεις ένα βήμα πίσω, για να μπορέσεις έτσι να κάνεις δύο βήματα εμπρός
την ανάγκη να έχεις και να προβάλεις το δικό σου όραμα και οδηγό, τον δημοκρατικό δρόμο για τον σοσιαλισμό με ελευθερία, δημοκρατία, αυτοδιαχείριση.
Διαφορετικά, η αδιέξοδη αναβίωση του παλιού καλού συναινετικού δικομματισμού είναι μπροστά μας, όπως κι αν τη βαφτίσουμε.
Χαράλαμπος Γεωργούλας