Macro

Χαράλαμπος Γεωργούλας: Η πρόταση δυσπιστίας και η ανάγκη της κοινωνίας

Αν υποθέσουμε ότι ο σχηματισμός «προοδευτικής κυβέρνησης» δεν είναι βραχύβιος τακτικός ελιγμός, αλλά στρατηγική στόχευση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τότε θα χρειαστεί να δούμε την πρόταση δυσπιστίας και από μια διαφορετική σκοπιά και να κρίνουμε τα αποτελέσματά της και από αυτή την οπτική γωνία.
Στις συγκεκριμένες συνθήκες, θα ήταν ανόητο να υποθέσουμε ότι στόχευε στην πτώση της κυβέρνησης. Το επιχείρημα, όμως, ότι έτσι διευκόλυνε τη συσπείρωση της κυβερνητικής πλειοψηφίας, είναι άστοχο, γιατί η όποια συσπείρωση στη συγκεκριμένη συγκυρία θα γινόταν, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, σε αμυντική βάση. Όπως και συνέβη. Κι αυτό ήταν ένα αντικειμενικό πλεονέκτημα για την αντιπολίτευση.

Η αναμενόμενη κυβερνητική τακτική

Αυτό που θα μπορούσε να προσδοκά βάσιμα η αξιωματική αντιπολίτευση, ήταν, αν όχι η σηματοδότηση της έναρξης μιας προεκλογικής περιόδου, όπως σημειώθηκε από ορισμένες πλευρές, οπωσδήποτε η ώθηση των πολιτικών δυνάμεων να λάβουν από τώρα θέσεις στους διαδρόμους του στίβου για τον επόμενο εκλογικό αγώνα δρόμου.
Σε αυτές τις συνθήκες, από την απολογητική θέση που αντικειμενικά βρέθηκε, η κυβερνητική πλειοψηφία εκδήλωσε ορισμένα βασικά στοιχεία της τακτικής της. Επιβεβαίωσε την επιλογή της να ζητάει μεν συγγνώμη όταν υποχρεώνεται , αλλά να το κάνει με σκοπό να μείνουν στο απυρόβλητο οι νεοφιλελεύθεροι πυλώνες της (αντι)κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής της. Αυτό ήταν το βασικό χαρακτηριστικό τής στάσης της στη Βουλή, απέναντι στην επιθετική κριτική που δέχτηκε από όλες της πτέρυγές της. Φαίνεται ότι έχει επιλέξει να βαδίσει στις εκλογές με την τακτική τής υποστήριξης με όλα τα μέσα του νεοφιλελεύθερου και αυταρχικού πυρήνα των επιλογών της στην αντιμετώπιση της πανδημίας, της οικονομικής κρίσης, των απαιτήσεων των μισθωτών και των ζητημάτων δημοκρατίας και κοινωνικής ασφάλειας.
Αυτό την οδηγεί στο να συγκεντρώνει τα πυρά της έναντι της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε επιθέσεις που αποσκοπούν να αποδείξουν την ανικανότητα και την ακαταλληλότητά της. Με κύριο στόχο την υπεράσπιση του αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύματος, που εμφανίζει επικίνδυνα γι’ αυτήν σημάδια υποχώρησης. Το αποτέλεσμα είναι να αναδεικνύεται, κυρίως με δική της ευθύνη, μια εικόνα διαγκωνισμού για το ποιος από τους δύο είναι ο λιγότερο ικανός, ο χειρότερος διαχειριστής καταστάσεων. Μια εικόνα που συμφέρει σε πολλούς επιφανειακούς αναλυτές, μόνιμους εχθρούς της αναζήτησης της πολιτικής ουσίας, αλλά ενισχύεται και από συμπεριφορές στελεχών της αξιωματικής αντιπολίτευσης, καθώς λειτουργούν σαν αδύναμοι κρίκοι, οι οποίοι έλκουν τις μεθοδευμένες επιθέσεις της ΝΔ. Υποβαθμίζοντας έτσι τις υπαρκτές πολιτικές διαφορές.

Ενδιαφέρουσες κινήσεις στην αντιπολίτευση

Το ενδιαφέρον, πάντως, από την τριήμερη συζήτηση στη Βουλή είναι ότι οι προσπάθειές της δεν φαίνεται να αποδίδουν. Δεν ήταν μόνο η ουσιαστική αλλαγή στάσης του ΜΕΡΑ25, που σημειώθηκε με την ομιλία του Γ. Βαρουφάκη, ο οποίος κατέθεσε μια ριζοσπαστική μεν προγραμματική βάση συζήτησης με την αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά με διαφαινόμενη διάθεση να λειτουργήσει όχι απλά σαν πρόκληση, αλλά και σαν πρόσκληση.
Εκτός από αυτή τη σημαντική κίνηση, και η γενικότερη στάση του ΚΙΝΑΛ στη συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας έδειξε πως οι αντιπολιτευτικές θέσεις των ομιλητών του, παρά τις έκδηλες προσπάθειες διαφοροποίησης από τον ΣΥΡΙΖΑ στη γραμμή της «αυτόνομης πορείας», προσέγγισαν περισσότερο από κάθε άλλη φορά την αντιπολιτευτική κατεύθυνση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η διαφοροποίηση «μομφή μεν, όχι εκλογές δε» δεν αποτέλεσε διαχωριστική γραμμή. Οδηγήθηκε έτσι ο κ. Μητσοτάκης να παρατηρήσει επιτιμητικά, με υπερβολή αλλά και πικρόχολα, ότι αντί να μοιάζει ο ΣΥΡΙΖΑ όλο και περισσότερο με το ΚΙΝΑΛ, συμβαίνει το αντίθετο. Με προφανή στόχο, βάζοντας και τους δύο στο ίδιο κάδρο, να ανακόψει τη διαφαινόμενη τάση από μια βελτίωση της επίδοσης του ΚΙΝΑΛ να απειληθεί περισσότερο το ποσοστό της ΝΔ παρά του ΣΥΡΙΖΑ.

Μια δυνατότητα που δεν πρέπει να χαθεί

Στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ή δεν εντόπισαν αυτά τα στοιχεία έγκαιρα ή δεν τα αξιολόγησαν ως σημαντικά. Αλλιώς δεν εξηγείται η απουσία επιτόπιας και άμεσης ανταπόκρισης, που θα διαμόρφωνε το αντίθετο ακριβώς κλίμα από εκείνο που επιχειρούσε η ΝΔ. Η οποία, επιχειρώντας να ενισχύσει το αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύμα, ένα από τα βασικά διλήμματα που προβάλλει συστηματικά, είναι «με τη σιγουριά της αυτοδυναμίας ή με τους κινδύνους μιας αβέβαιης συμμαχίας;» Το δίλημμα αυτό μπορεί να αποδυναμωθεί μόνο με την άρση του δεύτερου σκέλους του. Και αυτή μπορεί να επιδιωχθεί με την πραγματοποίηση συγκεκριμένων βημάτων στο δρόμο της αναζήτησης κοινών τόπων ανάμεσα στις ενδιαφερόμενες πολιτικές δυνάμεις της αριστεράς και του προοδευτικού κέντρου, με στόχο τη διαμόρφωση όρων για την αναζήτηση κοινού προγράμματος, ικανού και να εμπνεύσει με τις αντινεοφιλελεύθερες επιλογές του και να πείσει με την επάρκεια των επιχειρημάτων και των επεξεργασιών του.
Είναι κατανοητή η δυσκολία που παρουσιάζει ένα τέτοιο εγχείρημα, καθώς έρχεται αντιμέτωπο με τις υποχρεωτικότητες μιας προεκλογικής αντιπαράθεσης, όπου όλοι επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση του άμεσου εκλογικού οφέλους. Ακόμα πιο κατανοητή, όμως, θα όφειλε να είναι η δυναμική που θα προσθέσει σε όσους συμμετέχουν σε μια τέτοια προσπάθεια, το θετικό κλίμα που θα διαμορφώσει, σε αντιπαράθεση με το πρόγραμμα και τις επιδιώξεις μιας δεξιάς νεοφιλελεύθερης, αυταρχικής, με καθεστωτική και αντιδημοκρατική πρακτική.
Αν κρίνεται ότι είναι δύσκολο να ανοίξουν έναν τέτοιο δημόσιο διάλογο απ’ ευθείας οι πολιτικές δυνάμεις, υπάρχουν πολλοί τρόποι για να γίνουν ουσιαστικά βήματα προσέγγισης σε ένα παράλληλο πεδίο, με την πρωτοβουλία μιας ευρύτερης κίνησης για την προώθηση αυτού του διαλόγου. Στο χώρο της αντιπολίτευσης υπάρχουν και ιδρύματα και προσωπικότητες που θα μπορούσαν να αναλάβουν αυτό το έργο χωρίς την άμεση εμπλοκή των κομμάτων. Αρκεί αυτά, και ιδίως ο ΣΥΡΙΖΑ από την προνομιακή θέση του, να το επιδιώξουν συστηματικά.

Χαράλαμπος Γεωργούλας

Πηγή: Η Εποχή