Βρισκόμαστε στη μέση μιας ιδιαίτερης και ενδιαφέρουσας συγκυρίας. Η χώρα διοικείται από μια κυβέρνηση, που εφαρμόζει ένα κατά βάση νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα, δηλώνοντας σε κάθε ευκαιρία ότι νομιμοποιείται να το ολοκληρώσει παρά τις όποιες αντιδράσεις, γιατί το πρόβαλε προεκλογικά και έχει εγκριθεί από την πλειονότητα του λαού.
Η απρόβλεπτη επέλαση της πανδημίας, που στα αρχικά στάδιά της φάνηκε ότι θα δυσκόλευε την εφαρμογή του προγράμματός της, αντίθετα τη διευκόλυνε στη νομοθετική, τουλάχιστον, προώθησή του. Τόσο λόγω της συσπείρωσης γύρω της που, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε η υγειονομική κρίση, όσο και λόγω της δυσκολίας που επέφερε στην ανάπτυξη κινηματικών αντιστάσεων, ιδίως στα πρώτα στάδιά της.
Νέα στοιχεία, νέα συμπεράσματα
Ωστόσο, καθώς πλησίαζε στο μέσο της τετραετίας, άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα εμπόδια στη μέχρι τότε σχεδόν ακύμαντη διαδρομή της. Πολύ πριν προστεθούν στο κάδρο οι καταστροφικές πυρκαγιές, είχε διαφανεί ότι για την αντιμετώπιση της πανδημίας δεν αρκούσε η αυταρχική επιβολή και η επίκληση της κρισιμότητας των στιγμών ή της επιτελικής δεινότητάς της. Τα αλλεπάλληλα κύματα της πανδημίας αποκάλυπταν σταδιακά αν όχι τα κρίσιμα κενά της πολιτικής της, τουλάχιστον τη συνθετότητα του προβλήματος, στην οποία οι νεοφιλελεύθερες απλουστευτικές απαντήσεις δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν. Η απλή αλήθεια ότι χωρίς το ΕΣΥ θα βρισκόμασταν ανυπεράσπιστοι και παραδομένοι στον κορονοϊό, έγινε κοινή πεποίθηση. Και η άρνηση της κυβέρνησης να προβεί στις απαραίτητες δημόσιες δαπάνες για τη θωράκιση και αναβάθμισή του, αποκάλυψε το στρατηγικό έλλειμμα του νεοφιλελευθερισμού. Η κοινή αναγνώριση της ζωτικής αξίας της δημόσιας δομής και του χαρακτήρα της υγείας ως δημόσιου αγαθού, υπήρξαν τα πρώτα πλήγματα στη βάση του νεοφιλελεύθερου κυβερνητικού οικοδομήματος.
Εκείνο που ήρθε να προσθέσει η καταστροφική εμπειρία των φετινών πυρκαγιών, ήταν η εμπέδωση της πεποίθησης ότι η αντίληψη που αποδίδει τις καταστροφές στην επιθετικότητα της φύσης και επαφίεται στην αναγεννητική δύναμή της για την αντιμετώπισή τους («το δάσος ξαναγίνεται»), αποτελεί αποθέωση της υποκρισίας. Αθωώνει την υποβάθμιση του περιβάλλοντος σε αντικείμενο κερδοσκοπικής εκμετάλλευσης και αποσιωπά την εγκατάλειψή του σε μια ιδιόμορφη αυτορρύθμιση, που εκμηδενίζει την ανάγκη του έμπρακτου δημόσιου ενδιαφέροντος για την αναβάθμιση ενός αναντικατάστατου κοινού αγαθού.
Δημόσιες δαπάνες και παρεμβάσεις υπό διωγμό
Την ίδια σχεδόν χρονική περίοδο, ήρθαν τα παρανοϊκά –αλλά πολύ προσεκτικά σχεδιασμένα– αποτελέσματα των πανελλαδικών εξετάσεων νεοδημοκρατικής έμπνευσης, που οργανώθηκαν με βάση την αρχή λιγότεροι φοιτητές, λιγότερα τμήματα, λιγότερη δωρεάν τριτοβάθμια δημόσια εκπαίδευση και περισσότερη ιδιωτική και επί πληρωμή. Αρχή που στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση σε συνθήκες υγειονομικής κρίσης μεταφράζεται σε άρνηση της δαπάνης για περισσότερους εκπαιδευτικούς, ώστε να μειωθεί στο μισό ο αριθμός των μαθητών στις αίθουσες. Προτιμούν να διακινδυνέψουν το διπλασιασμό των κρουσμάτων με το άνοιγμα των σχολείων.
Για να συμπληρωθεί η εικόνα, με τα πρώτα θορυβώδη σημάδια επέλασης της ακρίβειας, που οι προειδοποιητικές βολές της είχαν πέσει προ μηνών, ο νεοφιλελεύθερος κυνισμός μάς καθησύχασε ότι η αγορά θα αυτορυθμιστεί και δεν χρειάζεται να ανησυχούμε. Ως τότε η αγοραστική ικανότητα των μισθωτών θα ενισχυθεί, υποτίθεται, με τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Μείωση που εξυπηρετεί προσωρινά μόνο τους εργοδότες, ενώ ροκανίζει έμμεσα και ετεροχρονισμένα το μισθό, καθώς αποδυναμώνει τα δημόσια ασφαλιστικά ταμεία κάνοντας ακόμα πιο επιτακτική την ενίσχυσή τους από το δημόσιο προϋπολογισμό ( αδειάζοντας με το άλλο χέρι την ίδια τσέπη…).
Απ’ όπου κι αν πιάσεις την τρέχουσα εφαρμοσμένη κυβερνητική πολιτική, σου μένει στο χέρι ανεξίτηλο το σημάδι της αρχής που την εμπνέει – και προκαλεί τα απαράδεκτα αποτελέσματά της: οτιδήποτε δημόσιο είναι απορριπτέο, οι δημόσιες δαπάνες είναι σπατάλη, η παραχώρηση μεγαλύτερου πεδίου δράσης στο ιδιωτικό είναι η λύση. Η κυβέρνηση της ΝΔ μένει πιστή στο νεοφιλελεύθερο πρόγραμμά της ό,τι κι αν γίνει.
Από το μερικό στο γενικό
Αυτό δεν αρκεί να καταγγελθεί. Ούτε αρκεί να αντιδρούμε στις συνέπειες που προκαλεί. Χρειάζεται να αναδειχθεί και να δαχτυλοδειχτεί ως αιτία των «αστοχιών» της κυβέρνησης ή των «αδυναμιών» της. Η σωρευτική εμφάνιση των προβλημάτων που εντοπίσαμε ενδεικτικά πιο πάνω, τα οποία δεν μπορούν να αγνοήσουν ούτε οι υποστηριχτές της, δεν είναι συμπτωματική. Δεν έχουν πέσει όλες οι ατυχίες να τη φάνε. Ούτε είναι η ανικανότητα μόνο που τα φέρνει και τα ξαναφέρνει στο προσκήνιο.
Το ενδιαφέρον στοιχείο, που σημειώσαμε στην αρχή για τη συγκυρία, έγκειται ακριβώς σ’ αυτό: η σωρευτική εμφάνισή τους και η οξύτητα με την οποία εκδηλώνονται, καθιστούν μη πειστική την περιπτωσιολογική ερμηνεία τους και διευκολύνουν τη σύνδεσή τους με μία γενεσιουργό αιτία. Δεν είναι σύμπτωση το γεγονός ότι συναντάμε την ίδια κεντρική ιδέα στις ανεπαρκείς κυβερνητικές απαντήσεις που παίρνουμε σε τόσα διαφορετικά ερωτήματα. Το γεγονός αυτό διευκολύνει τη διατύπωση του αιτήματος μιας γενικευμένης αλλαγής και την αποδοχή του από ευρύτερα – και αμφιταλαντευόμενα – στρώματα. Στην πραγματικότητα την καθιστά αναγκαία. Χωρίς αυτή δεν είναι νοητή και δεν γίνεται κατανοητή η ανάγκη αντικατάστασης της δεξιάς κυβέρνησης από μια κυβέρνηση με κορμό την αριστερά. Η αναζήτηση μιας βελτιωτικής λύσης ή μιας μέσης οδού θα έμοιαζε έτσι προτιμότερη. Και σ’ αυτή την προοπτική οι πιθανότητες επικράτησης όσων εκπροσωπούν στην κοινωνία και την πολιτική τη δύναμη της αδράνειας είναι πολύ μεγαλύτερες.
Πολλά, όλο και περισσότερα σημάδια κάνουν τον κόσμο να σκεφτεί ότι δεν είναι ο γιαλός στραβός, αλλά η στρατηγική κατεύθυνση της κυβέρνησης. Δεν θα βρεθεί, ίσως, ευνοϊκότερη συγκυρία για την αντιπολίτευση, και ειδικότερα την αξιωματική, ώστε να συνοψίσει σε ένα σύνθημα αλλαγής κατεύθυνσης αυτή την αίσθηση του κόσμου. Και να την επιβεβαιώσει με ένα πρόγραμμα αντάξιο ενός τέτοιου στόχου.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή