Ο πρωθυπουργός σε κάθε δημόσια εμφάνισή του (αλλά και με κάθε επικοινωνιακή εξαφάνισή του) δεν μπορεί πια να κρύψει τα σημάδια ανησυχίας για την αξιοπιστία της εικόνας μιας άτρωτης κυβέρνησης. Η τραγική εξέλιξη του τέταρτου κύματος της πανδημίας, για την οποία είχε προειδοποιηθεί έγκαιρα η κυβέρνηση από τους ειδικούς κι ας κάνει τώρα την ξαφνιασμένη, καθώς και η αποχή της από μια ουσιαστική παρέμβαση για την αντιμετώπιση του άλλου κύματος, της ακρίβειας, που ροκανίζει ήδη το εισόδημα των λαϊκών νοικοκυριών, αισθάνεται ότι την απειλούν σοβαρά.
Γιατί ανησυχούν στο Μαξίμου
Πρόκειται για καταστάσεις που πια δεν προκαλούν μόνο την καταγραφή αρνητικών εκτιμήσεων για την κυβερνητική πολιτική. Αυτή η καταγραμμένη στις δημοσκοπήσεις δυσάρεστη πραγματικότητα αρχίζει να μετατρέπεται στο απειλητικό για το κυβερνητικό αφήγημα συμπέρασμα ότι «τα έχει κάνει μαντάρα». Ακόμα και στη σκέψη όσων δεν ήταν εξ αρχής αντίθετοι με τον πολιτικό προσανατολισμό της.
Το συμπέρασμα αυτό, στον βαθμό που μπορεί να σταθεροποιηθεί στις συνειδήσεις των πολιτών, σωστά το αισθάνεται ως απειλητικό, γιατί απέχει ένα βήμα από την αναζήτηση της αιτίας ή των αιτίων, που οδηγούν σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις, αφόρητες για την πλειονότητα των πολιτών. Και μια τέτοια αναζήτηση είναι ενδεχόμενο να μην ικανοποιηθεί από μια εξήγηση που αποδίδει στην κυβερνητική ανικανότητα τη «μαντάρα». Είναι πιθανό να κάνει πιο εύληπτη την ερμηνεία που προτείνει η αξιωματική και σχεδόν όλη η αντιπολίτευση: φταίει η ταξική μεροληψία και η πολιτική ιδεοληψία της κυβέρνησης, όπως λακωνικά το συνόψισε στο προηγούμενο φύλλο της «Ε» ο Γιάννης Δραγασάκης. Κοινός παρονομαστής όλων σχεδόν των παρεμβάσεων της κυβέρνησης στην αντιμετώπιση των ύστερων κυμάτων της πανδημίας και του κύματος της ακρίβειας είναι η αποχή από μέτρα που θα αμφισβητούσαν την «αυτορρύθμιση» των συστημάτων μπροστά στις (μονίμως) «έκτακτες συνθήκες», ενισχύοντας τις δημόσιες πολιτικές και τις θεσμικές ρυθμίσεις, που προσθέτουν μόνιμα «βάρη» στο νεοφιλελεύθερο πρότυπο της ελαχιστοποίησης του δημοσίου και της μεγιστοποίησης του ιδιωτικού.
Αποτύχαμε, αλλά επιμένουμε στην αποτυχία
Στις σκέψεις αυτές μπορεί κάποιος να οδηγηθεί χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια ακούγοντας ή διαβάζοντας την ομιλία του κ. Μητσοτάκη στην κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ. Μια ομιλία που ξεκινάει σαν απολογισμός του κυβερνητικού έργου και καταφέρνει να τελειώσει χωρίς την παραμικρή αναγνώριση του ελάχιστου λάθους στη διαχείριση της πανδημίας και χωρίς μία έστω κουβέντα για την επίθεση που δέχεται το λαϊκό εισόδημα. Η ειλικρινής παραδοχή της κ. Παπαευαγγέλου, στελέχους της εθνικής επιτροπής εμβολιασμού, «αποτύχαμε στην εκστρατεία εμβολιασμού», θα ακουγόταν σαν εξτρεμιστική προβοκάτσια στο πλαίσιο της ομιλίας του κ. Μητσοτάκη.
Κι όμως, αποτελεί προϋπόθεση τόσο για την αναζήτηση μιας διαφορετικής στρατηγικής, όσο και για την καταγγελία της κυβερνητικής επιλογής να εγκαταλείψει τους εμβολιασμούς το καλοκαίρι, για να έρθει ο πρωθυπουργός μέσα σχεδόν Νοεμβρίου να κηρύξει τον πόλεμο κατά της –βέβαιης από καιρό– έξαρσης της πανδημίας «με ένα νέο κύμα εμβολιασμού». Tο οποίο όλοι ξέρουμε ότι, αν επιδράσει, θα επιδράσει στο τέλος του 2021. Δηλαδή, όταν θα έχει επιβεβαιωθεί τραγικά η πρόβλεψη για ημερήσιες εκατόμβες θυμάτων, για ημερήσια κρούσματα 10.000, για 3.000 επιπλέον νεκρούς και 1 εκ. επιπλέον νοσήσαντες ως τα Χριστούγεννα. Αλλά και τότε η κυβερνητική προπαγάνδα θα επαναλαμβάνει μονότονα, όπως κάνει επί ένα χρόνο, ότι οι ΜΕΘ από 500 έγιναν 1.200. Μην καταλαβαίνοντας ότι έτσι επιβεβαιώνει άθελά της ότι ήδη επί ένα χρόνο η κυβέρνηση αποφεύγει την ενίσχυση του ΕΣΥ και σ’ αυτό τον κρίσιμο τομέα, για «να μην πετάει λεφτά», κατά Πέτσα.
Ο κίνδυνος για τη Δεξιά μεταμφιέζεται σε εθνικό
Πρέπει, όμως, να κάνουμε μια αναγκαία διόρθωση. Η ομιλία του κ. Μητσοτάκη δεν τελείωσε με την υπεράσπιση της κυβερνητικής αποτυχίας. Αφιέρωσε το τελευταίο τρίτο σχεδόν του χρόνου του, για να επιτεθεί στον ΣΥΡΙΖΑ, «το κόμμα του ψέματος, που λέει όχι σε όλα και ναι στο τίποτα». Απαραίτητο συμπλήρωμα μιας τακτικής, που έχει απόλυτη ανάγκη τον μηδενισμό και τη συκοφάντηση της αντιπολίτευσης, γιατί αλλιώς δεν μπορεί να πείσει.
Αν είχε μείνει σ’ αυτά, θα είχαμε απλά μια θλιβερή επανάληψη γνωστών ισχυρισμών. Ο κ. Μητσοτάκης, όμως, φαίνεται ότι πραγματικά ανησυχεί σοβαρά, γιατί θεώρησε ότι πρέπει να ενισχύσει την άμυνά του με όπλα από τη φαρέτρα τού μετεμφυλιακού κράτους της Δεξιάς. Χαρακτήρισε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης «υγειονομικό, κοινωνικό και εθνικό σαμποτέρ». Λόγια ζυγισμένα, από γραπτό κείμενο, όχι εν θερμώ ειπωμένα. Ας αναζητήσουν οι γλωσσολόγοι τις διαφορές από τους «εθνικούς μειοδότες» ή «προδότες» και οι ιστορικοί από τους καταδικαζόμενους άλλοτε με το «νόμο περί κατασκοπίας».
Δικό μας χρέος, πάντως, είναι να τα κρίνουμε όλα αυτά πολιτικά, σαν ένα βήμα ακόμα στην κατηφορική σκάλα του ερεθισμού και της θώπευσης των εθνικιστικών αντανακλαστικών, καθώς και του αποκλεισμού της Αριστεράς από το πάνθεον των «εθνικών δυνάμεων» –και όποιου άλλου παραστεί ανάγκη– όταν απειλείται η κυριαρχία της Δεξιάς. Αν, μάλιστα, συνδυάσουμε το γεγονός αυτό με την καλά παιγμένη «εθνική έκρηξη» του κ. Μητσοτάκη στην ερώτηση της ανταποκρίτριας ξένου τύπου (οι ερωτήσεις όσων περνούν την πόρτα του Μαξίμου, συνήθως δεν είναι άγνωστες στους αποδέκτες τους) και τις κατηγορίες για «φιλοτουρκισμό» που ακολούθησαν από τους αεί πρόθυμους, ταιριάζουν όλα γάντι σε μια ενορχήστρωση με βασικό «μουσικό» θέμα το ζωογόνο για τη Δεξιά και καταστροφικό για τον τόπο διχασμό σε «εθνικόφρονες» και «εαμοβούλγαρους». Θα προσθέσουμε στο ήδη σκοτεινό φόντο του σκηνικού την τροπολογία για τη διασπορά ψευδών ειδήσεων, που προνοεί για ένα σιωπητήριο κατευναστικό των κυβερνητικών ανησυχιών.
Ούτε απέναντι σ’ αυτό τον κατήφορο δεν γίνεται να συμπαραταχθεί η δημοκρατική αντιπολίτευση;
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή