Θα επιχειρήσουμε μια προσγείωση από το γενικό και κεντρικά πολιτικό στο μερικό και τοπικό, κι ας κινδυνέψουμε να σκεφτούν κάποιοι εραστές του μεγαλεπήβολου «εδώ καράβια πνίγονται, βαρκούλες αρμενίζουν».
Real estate εναντίον δημόσιου χώρου
Στη συμπρωτεύουσα, τη Θεσσαλονίκη, εδώ και πολύ καιρό, παλεύεται μια υπόθεση πολύ σημαντική όχι μόνο από τοπική άποψη: η μεταφορά των εγκαταστάσεων της ΔΕΘ από το κέντρο -πια- του πολεοδομικού συγκροτήματος στη Σίνδο και η απόδοση του χώρου που καλύπτεται σήμερα από αυτές στη δημόσια χρήση με τη μετατροπή του σε χώρο πρασίνου, σε μητροπολιτικό πάρκο. Όπως ακριβώς προβλέπουν όλα τα χωροταξικά σχέδια που έχουν εκπονηθεί μέχρι σήμερα.
Η σκέψη για τη μεταφορά αυτή έχει διατυπωθεί ήδη από τη δεκαετία του 1960 και μέχρι την πρώτη δεκαετία της τρίτης χιλιετίας αποτελούσε κοινό τόπο όλων των τοπικών δήμων και όλων των πολιτικών δυνάμεων. Ώσπου, με πρόφαση και πρόσχημα την οικονομική κρίση και τη μνημονιακή κατοχή, άρχισε να προωθείται η τάχα αναγκαστική λύση της διατήρησης των εγκαταστάσεων στη θέση τους, της προσθήκης νέων κτιρίων στον χώρο, ακόμη και τερατοξενοδοχείου, αλλά και υπόγειου χώρου στάθμευσης 2.500 θέσεων, με τη μέθοδο ΣΔΙΤ. Και με την απατηλή υπόσχεση πως, ό,τι απομείνει, θα μεταμορφωθεί σε…πάρκο.
Μπαίνει, με άλλα λόγια, σε εφαρμογή ένα σχέδιο παράδοσης ενός πολύτιμου για την ανάσα της Θεσσαλονίκης δημόσιου χώρου στις ορέξεις του πιο αδηφάγου, ληστρικού, άπληστου, τσιμεντοβόρου και ταυτόχρονα κρατικοδίαιτου και οπισθοδρομικού κεφαλαίου. Παρά τη δηλωμένη με όλους τους τρόπους αντίθετη θέληση των κατοίκων, όσων στις τελευταίες αυτοδιοικητικές εκλογές ψήφισαν αυτούς που σήμερα τους εκπροσωπούν στο δήμο Θεσσαλονίκης, αλλά και σε άλλους δήμους της ευρύτερης περιφέρειας, δίνοντας πίστη στα προεκλογικά προγράμματά τους, που περιλάμβαναν τη λύση της μεταφοράς και της μετατροπής του χώρου σε μητροπολιτικό πάρκο.
Δύο σημαντικές διαφορές
Και λοιπόν; Δεν είναι δα η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο! Κι όμως, στη Θεσσαλονίκη υπάρχουν τουλάχιστον δύο σημαντικές διαφορές. Πρώτα πρώτα, απέναντι στο σχέδιο αυτό δεν διατάσσονται μόνο κάποιες πρωτοπορίες ηρωικές. Συσπειρώνονται ευρύτερες δυνάμεις που συμπράττουν, συνοδοιπορούν, συνεργάζονται, πολλές από αυτές συσπειρώνονται σ’ ένα πραγματικό μέτωπο. Δυνάμεις από το προοδευτικό κέντρο μέχρι τη μη παρέκει αριστερά. Αυτοδιοικητικές αρχές και δημοτικές κινήσεις, πολιτικές οργανώσεις και κόμματα, περιβαλλοντικές κινήσεις, προσωπικότητες, επιστήμονες…
Υστερα, όλοι αυτοί ή, στη χειρότερη περίπτωση, η πλειονότητά τους δεν θέλουν απλώς να εκπροσωπήσουν τους άμεσα ενδιαφερόμενους, τους άμεσα πληττόμενους, ακόμα χειρότερα να τους καθοδηγήσουν. Να τους κινητοποιήσουν θέλουν, να τους αναδείξουν πρωταγωνιστές. Προτείνουν τοπικό δημοψήφισμα. Συγκεντρώνουν υπογραφές – 25.000 χρειάζονται. Τελευταία ενημέρωσή μας μιλούσε για 15.000 ήδη συγκεντρωμένες. Ως την ώρα που θα διαβάζετε αυτές τις γραμμές θα είναι περισσότερες, αν και όσο πλησιάζεις στο όριο, τόσο δυσκολεύουν τα πράγματα – κι ακόμα περισσότερο όταν με το καλό θα γίνει το δημοψήφισμα, που αφορά εκατοντάδες χιλιάδες κατοίκους. Έτσι γίνεται συνήθως.
Όλα αυτά, όμως, δεν ανήκουν στα «συνήθως». Γι’ αυτό και δεν αξίζει, ούτε σ’ αυτούς ούτε σ’ εμάς, να τους αντιμετωπίσουμε ως συνήθως. Όσοι ψάχνουμε με το φανάρι σημάδια ότι το κοινωνικό σώμα κινείται, αποφασίζει να αντισταθεί, σχεδιάζει να νικήσει – πρώτα απ’ όλα τους δισταγμούς του – θα έπρεπε ήδη να βρίσκουμε χίλιους τρόπους να υπηρετήσουμε το σκοπό τους, χωρίς να τους υποκαταστήσουμε. Να τους βοηθήσουμε να νικήσουν το τέρας, χωρίς να τους φορτώσουμε το βάρος από τις δικές μας, ίσως, αδράνειες.
Κάτι μας θυμίζουν
Τους το χρωστάμε. Όχι μόνο για να επιδείξουμε την αλληλεγγύη μας, αλλά για να δείξουμε και την ευγνωμοσύνη μας, μιας και μας θυμίζουν κάτι που μάλλον συχνά ξεχνάμε: ότι στο δρόμο ανοίγει ο δρόμος για τη συνάντηση με όσους δικαιολογημένα τόνιζαν μέχρι χτες τη διαφορετικότητά τους, για να κάνουν ορατή την ιδιαιτερότητά τους – όχι για να παραμείνουν για πάντα διαφορετικοί, με άλλα λόγια αδιάφοροι, αλλά για να συνεισφέρουν τη διαφορά τους στην αναζήτηση του κοινού τόπου, του κοινού στόχου, της κοινής δράσης. Για να προχωρήσουν ένα βήμα πιο πέρα, να φέρουν πιο κοντά στην πραγμάτωση την αγωνία τους για την αλλαγή της ζωής τους, την αλλαγή της κοινωνίας. Εκεί, στον δρόμο ανοίγει ο δρόμος για την έμπρακτη διεκδίκηση μιας άλλης, εφικτής εκδοχής των πραγμάτων – όχι στο παρακαλετό κάθε μικροκομματικής γραφειοκρατίας, που αγωνιά κυρίως για την αναπαραγωγή της αντλώντας ικανοποίηση αποκλειστικά και μόνο από τον εαυτό της.
Τους το χρωστάμε και για έναν ακόμα λόγο: γιατί μας θυμίζουν ότι προϋπόθεση της ελπίδας για την αίσια έκβαση κάθε αγώνα, είναι η κινητοποίηση, η ανάληψη της ευθύνης από τους άμεσα ενδιαφερόμενους. Το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή, από τον κίνδυνο που απειλεί κάθε συλλογικό εγχείρημα: την ανάθεση της ευθύνης για την τελική έκβαση σε κάποιον εκπρόσωπο – ακόμη κι αν δεν είναι «έρημος κι απρόσωπος» – σε κάποια πολιτική πρωτοπορία ή σε κάποια κομματική γραφειοκρατία. Δεν είναι και λίγα όλα αυτά στη συγκεκριμένη μάλιστα στενόχωρη πολιτική συγκυρία. Φανταστείτε, για παράδειγμα, να γινόταν κάτι αντίστοιχο με τη διεκδίκηση της ανάκτησης του δημόσιου χαρακτήρα και της κυριαρχίας του σιδηρόδρομου στον τομέα των μεταφορών.