Macro

Χαράλαμπος Γεωργούλας: Δεν φτάνει να μη θέλουν τη ΝΔ, πρέπει να προτιμούν εσένα

Η πιο δύσκολη ερώτηση που έκανε ο κ. Σρόιτερ στον Αλέξη Τσίπρα, στην τηλεοπτική συνέντευξη που του παραχώρησε πριν από λίγες μέρες, ήταν αυτή που αφορούσε το παράδοξο να μην επωφελείται η αξιωματική αντιπολίτευση από την κυβερνητική κόπωση που παρουσιάζεται πια στα λεγόμενα ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων. Ήταν ένα ερώτημα που αποδείχθηκε ακόμα πιο επιτακτικό μετά από λίγη ώρα, καθώς, ακριβώς μετά το τέλος της συνέντευξης, στην τηλεοπτική οθόνη προβλήθηκε το πολλοστό «διάγγελμα» του κ. Μητσοτάκη για τα ζητήματα της πανδημίας, που αποτελούσε θλιβερή εικόνα τής ομολογημένης με τις παλινωδίες και τα λοκντάουν μέσα στα λοκντάουν αποτυχίας της κυβερνητικής υγειονομικής και οικονομικής πολιτικής. Τι είναι αυτό που δίνει τη δυνατότητα σε μια τέτοια κυβέρνηση κι έναν τέτοιο πρωθυπουργό να διατηρούν ένα τόσο μεγάλο προβάδισμα από την αξιωματική αντιπολίτευση;

 

Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει την απάντηση στον εαυτό του

Ο Αλ. Τσίπρας δεν επιχείρησε να δώσει μια συγκεκριμένη απάντηση. Το μόνο που μπορούσε να κάνει εκείνη τη στιγμή, ήταν να εκτιμήσει πως, όταν θα τεθεί πραγματικά και όχι δημοσκοπικά το δίλημμα στο εκλογικό σώμα, θα μπορούμε να έχουμε μια πραγματική εικόνα της κατάστασης και ότι, κατά την εκτίμησή του, θα είναι πολύ διαφορετική από αυτή που καταγράφεται σε ανύποπτο χρόνο στις δημοσκοπήσεις, καθώς η αντίστροφη μέτρηση για τη ΝΔ έχει αρχίσει. Μια τέτοια εκτίμηση, προφανώς, δεν αποτελεί επαρκή απάντηση όχι μόνο επειδή, στην ουσία, εξαρτά την αλλαγή των δεδομένων από τα λάθη της κυβέρνησης, αλλά κυρίως επειδή δεν υποδεικνύει πώς η αξιωματική αντιπολίτευση, με τις προτάσεις και τις πρωτοβουλίες της, θα πετύχει και θα επισπεύσει την κάλυψη αυτής της διαφοράς και την ανατροπή του υφιστάμενου συσχετισμού δύναμης.

Αλλά δεν θα μπορούσε να είναι απάντηση και για έναν ακόμη, σοβαρότερο λόγο. Γιατί δεν πρόκειται για μια απάντηση που οφείλεται από τον Αλ. Τσίπρα στο δημοσιογράφο ή στο τηλεοπτικό κοινό, αλλά από τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ στον εαυτό του. Είναι μια απάντηση που, όποιο περιεχόμενο κι αν έχει, δεν μπορεί να δοθεί ατομικά. Χρειάζεται, από τη φύση του ερωτήματος, να τεθεί και να απαντηθεί συλλογικά. Μόνο μέσα από τη διαδικασία της συλλογικής αποτίμησης της κατάστασης και της επεξεργασίας της απάντησης μπορεί, όχι μόνο να εξασφαλιστεί η μεγαλύτερη δυνατή επάρκειά της, αλλά και η συλλογική αποδοχή της λόγω της δημοκρατικής νομιμοποίησής της. Μόνο έτσι μπορεί να μετατραπεί σε χρησιμότατο πρακτικά μέσο στον πολιτικό και κοινωνικό αγώνα του κόμματος για την απαλλαγή από τη νεοφιλελεύθερη και νεοσυντηρητική κυβέρνηση. Και να αποτραπούν εύκολες και βλαπτικές μονομερείς απαντήσεις, συνηθισμένες παλιότερα στην αριστερά, που συνέδεαν αποτυχίες -όπως, άλλωστε, και τις επιτυχίες- κυρίως με πρόσωπα.

 

Απόκριση στις προσδοκίες του κόσμου

Αυτή η απαιτούμενη απάντηση δεν πρέπει να έχει τα χαρακτηριστικά της επισήμανσης κάποιων λαθών και αστοχιών μόνο, που δεν επιτρέπουν στον κόσμο αυτό (ο οποίος έτρεξε να συνδράμει τον ΣΥΡΙΖΑ μετά τις ευρωεκλογές και να του προσθέσει πάνω από οχτώ ποσοστιαίες μονάδες στο εκλογικό αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών που ακολούθησαν), να εμφανιστεί δυναμικά όχι μόνο στις δημοσκοπικές μετρήσεις, όσο στην καθημερινή στήριξη της κοινωνικής και πολιτικής δράσης του. Χρειάζεται να μεταφράζεται και σε θετική απόκριση στις προσδοκίες αυτού του κόσμου, που πρέπει να αναζητηθούν, να προσδιοριστούν και να εκφραστούν από την αξιωματική αντιπολίτευση, μετά την απαραίτητη πολιτική ανάλυση και τεκμηρίωση.

Αν από την ανάλυση αυτή διαπιστωθεί ότι υπάρχει σύνδεση αυτής της απομάκρυνσης και της αποστασιοποίησης, που δεν είναι αποξένωση, με το φαινόμενο που μας απασχολεί, να μην επωφελείται δηλαδή άμεσα ο ΣΥΡΙΖΑ, τότε παίρνει ακόμα σοβαρότερο χαρακτήρα το ερώτημα. Γιατί την επομένη των εκλογών του 2019, με βάση τις πρώτες αποτιμήσεις του εκλογικού αποτελέσματος, και επί ένα τουλάχιστο έτος, το σύνολο της ηγεσίας του κόμματος στήριξε ορισμένες πρωτοβουλίες (προσθήκη στον τίτλο της Προοδευτικής Συμμαχίας, απόφαση για οργανωτική ανάπτυξη, αλλά και διεύρυνση των καθοδηγητικών πολιτικών οργάνων, αλλαγές προσώπων σε κρίσιμες θέσεις δημόσιας εκπροσώπησης του κόμματος…). Αυτές οι πρωτοβουλίες δεν φαίνεται να έφεραν το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Δεν θα πρέπει, άραγε, να αποτιμηθεί η συμβολή τους στην προσπάθεια συνάντησης με έναν υπαρκτό και αναζητούμενο κόσμο, που εξακολουθεί να παρατηρεί από απόσταση το κόμμα που κάποτε εμπιστεύτηκε;

 

Πολιτική επαναπροσέγγισης

Η απάντηση, συνεπώς, που θα αναζητηθεί, χρειάζεται να είναι σύνθετη και όχι απλουστευτική. Να περιέχει στοιχεία κριτικής αποτίμησης της ως τώρα πορείας. Να αποτελεί έμπρακτη απόδειξη, με συγκεκριμένες πρωτοβουλίες και προγραμματικές θέσεις, της ανάγκης να επαναπροσεγγιστούν κοινωνικά στρώματα, κοινωνικές ομάδες και κατηγορίες, όπως η νεολαία για την οποία όλο και λιγότερα ακούγονται, που αποτέλεσαν, και δυνάμει αποτελούν, προνομιακό χώρο για τα κόμματα της Αριστεράς και αποδεδειγμένα για τον ΣΥΡΙΖΑ. Να καλλιεργηθούν στενότεροι και στερεότεροι δεσμοί μαζί τους.

Η εικόνα που δίνει σήμερα η αξιωματική αντιπολίτευση δεν ενισχύει την πεποίθηση ότι όλα αυτά γίνονται αντιληπτά ως άμεσες ανάγκες και ότι προκαλούν αντανακλαστικά άμεσης θετικής αντίδρασης στην ηγεσία και στο κομματικό σώμα. Η εικόνα που αποκομίζουμε όσοι δεν μετέχουμε άμεσα και εκ του σύνεγγυς στις καθημερινές αποτιμήσεις και τους προβληματισμούς που αυτές προκαλούν στην Κουμουνδούρου, είναι εικόνα ενός οργανισμού που συγκεντρώνει το σύνολο σχεδόν των δυνάμεών του σ’ ένα στόχο, την επόμενη εκλογική αναμέτρηση και το πάση θυσία νικηφόρο εκλογικό αποτέλεσμα. Και ενώ είναι αλήθεια πως δεν μπορεί να υπάρξει κόμμα που να μην έχει στόχο να κυβερνήσει, άλλο τόσο αλήθεια είναι πως η επιδίωξη και μόνο αυτού του στόχου δεν σε καθιστά κόμμα ικανό να διεκδικήσεις αποτελεσματικά την κυβέρνηση. Η ικανότητα αυτή προϋποθέτει μια άλλη ικανότητα: να προσδιορίζεις με ακρίβεια και να εκφράζεις με επάρκεια τις προσδοκίες εκείνων στους οποίους θα απευθυνθείς. Κυρίως στις προσδοκίες που έχουν εκείνοι από εσένα.

Χαράλαμπος Γεωργούλας

Πηγή: Η Εποχή