Με αφορμή την εκλογή προέδρου του Κινήματος Αλλαγής, ζήσαμε άλλη μια εκδοχή της περιγραφής του ελληνικού πολιτικού σύμπαντος ως χώρου, όπου περιφέρονται πρώην ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ, που έχουν αποδεσμευτεί από το βαρυτικό σύστημά του και είναι διαθέσιμοι για προσέλκυση από άλλα συστήματα.
Συνταγή για πάσα νόσο
Οι πολιτικές δυνάμεις που διεκδικούν την πλειοψηφία, δεν έχουν παρά να αποκτήσουν εκείνα τα ελκτικά χαρακτηριστικά, που θα προσελκύσουν το μεγαλύτερο δυνατό τμήμα ή το σύνολό τους. Ακόμα και μια προσαρμογή των εξωτερικών χαρακτηριστικών, ώστε να προσομοιάζουν με το αρχέτυπο, κρίνεται αρκετή για την είσοδο στο πεδίο του σχετικού ανταγωνισμού. Έτσι, στο Κίνημα Αλλαγής έχουν ήδη επαναφέρει σε χρήση το σήμα κατατεθέν του ΠΑΣΟΚ και προσανατολίζονται στο προσεχές συνέδριο να ανακτήσουν και το brand name. Επιπρόσθετα, επιχειρούν να αναδείξουν και έναν λαοπρόβλητο ηγέτη με άμεση εκλογή «από το λαό» και πριν από οποιαδήποτε συνεδριακή διαδικασία, σε ανάμνηση του αρχηγικού πρότυπου.
Κάτι παρόμοιο συνιστούν ορισμένοι και στον ΣΥΡΙΖΑ. Να τολμήσει, δηλαδή, την εκλογή του προέδρου του με τον ίδιο τρόπο και όχι μόνο να διευρυνθεί τόσο ώστε να χωρέσει όσους προσέρχονται ως νέα μέλη από το ΠΑΣΟΚ, αλλά να μεταμορφωθεί τόσο ώστε να θυμίζει το αρχέτυπο του κόμματος των «μη προνομιούχων» αποκτώντας πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών και πραγματώνοντας το συνασπισμό πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων στο εσωτερικό του. Άλλωστε, διαθέτει ήδη χαρισματικό πρόεδρο, δεν χρειάζεται να αναζητήσει άλλον.
Χαρακτηριστική εξορία της πολιτικής
Σ’ αυτού του είδους την ανάλυση είναι εκπληκτικό σε τι βαθμό απουσιάζει οποιαδήποτε πολιτική αναφορά. Δεν τίθενται καν ερωτήματα στοιχειώδη, όπως: Ποιες πολιτικές θέσεις και ποιες πολιτικές πρακτικές του ΠΑΣΟΚ ήταν εκείνες που προσέλκυσαν αρχικά (προφανώς οι ριζοσπαστικές) και ποιες εκείνες που απομάκρυναν τελικά τους «πρώην ψηφοφόρους» του (μάλλον οι συντηρητικές έως και νεοφιλελεύθερες); Ποιες πολιτικές θέσεις και πολιτικές πρακτικές τους οδήγησαν να ψηφίσουν κατά καιρούς άλλα κόμματα; Τι ήταν εκείνο που τους απομακρύνει ή θα μπορούσε να τους απομακρύνει από αυτά τα κόμματα; Ο πολύς ριζοσπαστισμός ή ο υπερσυντηρητισμός; Μήπως ο πολιτικός αμοραλισμός, η διαφθορά, η λογική της νομής της εξουσίας;
Προφανώς, δεν ισχύουν οι ίδιες απαντήσεις για όλους. Ούτε μπορείς να προσεγγίσεις με τον ίδιο τρόπο και να τρέφεις τις ίδιες προσδοκίες από τον «πρώην ψηφοφόρο» που ψήφισε για πρώτη φορά ΠΑΣΟΚ το 1981 και σήμερα είναι 60 ή 80 ετών, ή εκείνον που το προσέγγισε για πρώτη φορά επί Σημίτη, πριν από είκοσι χρόνια, γοητευμένος από τους εκσυγχρονιστικούς μονόδρομους, και σήμερα ένας θεός ξέρει τι προσδοκά και τι πιστεύει.
Για να μην πολυλογούμε, δεν υπάρχει ενιαία και αμετάβλητη στο χρόνο κατηγορία «πρώην ψηφοφόρων» του ΠΑΣΟΚ, που να μπορεί να διεκδικηθεί με ενιαίο και μη πολιτικό τρόπο. Η αναζήτηση ενός διεκδικήσιμου δυναμικού δεν είναι μια αναφορά στο παρελθόν, που αφορά ένα ρευστό εκλογικό σώμα. Είναι συνδεδεμένη με τη συγκρότηση μιας γειωμένης στο κοινωνικό σώμα επίκαιρης πολιτικής πρότασης και την υπόδειξη στο παρόν μιας στρατηγικής προοπτικής για το άμεσο, το μεσοπρόθεσμο και το μακροπρόθεσμο μέλλον. Γιατί αυτοί οι πολίτες δεν προσδιορίζονται κυρίως από το τι είχαν ψηφίσει κάποτε, αλλά από τη σημερινή κοινωνική θέση τους , από τις σημερινές ανάγκες και προσδοκίες τους. Ένα μέρος από αυτούς, μάλιστα, είναι πιθανό να κινείται στην ψυχρή ζώνη της αποχής και χρειάζεται τη θέρμη μιας νέας, ριζοσπαστικής, πειστικής πολιτικής πρότασης για να βγει από εκεί, και όχι την αναθέρμανση της ανάμνησης μιας παλιάς απογοήτευσης.
Μετακίνηση του άξονα προς τα αριστερά
Αν κρίνουμε από την ως τώρα διαδικασία στο Κίνημα Αλλαγής, και ο τρόπος με τον οποίο ψήφισαν όσοι μετείχαν σ’ αυτή, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο αυτοπροδιορίζονται αυτοί που διεκδικούν τελικά την προεδρία, προϊδεάζουν για ένα κόμμα που τοποθετείται στο κέντρο του πολιτικού φάσματος. Μπορεί να διεκδικεί χώρο από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά μπορεί να προσελκύσει και ψηφοφόρους με κεντρώα- κεντροδεξιά διάθεση από το εκλογικό δυναμικό της ΝΔ. Και το κάνει από τη θέση του κέντρου. Αυτό φαίνεται να είναι το φυσιογνωμικό χαρακτηριστικό του που σταθεροποιείται.
Αν κάποιος πιστέψει στο πλάσμα των «πρώην ψηφοφόρων» του ΠΑΣΟΚ που περιμένουν τη δεύτερη παρουσία του, θα οδηγηθεί ίσως στο αβασάνιστο συμπέρασμα ότι πρέπει να διεκδικηθεί η ψήφος τους με μια μετακίνηση του πεδίου ανταγωνισμού προς το κέντρο. Θα ήταν λάθος εκτίμηση. Γιατί τόσο τα εμπειρικά στοιχεία όσο και οι έγκυρες αναλύσεις δείχνουν ότι αυτό που κρατάει χαμηλά το ποσοστό του ΚΙΝΑΛ, δεν είναι κάποια παρεξήγηση για τη στάση του το 2010, για την υπαγωγή στο ΔΝΤ και τα μνημόνια, μια ιστορική αδικία που έχει υποστεί. Είναι η αποδοχή πολύ νωρίτερα της κυριαρχίας της νεοφιλελεύθερης σκέψης και η εξυπηρέτηση της συνακόλουθης λιτότητας, που επισφραγίστηκε με τη σύμπραξη ΠΑΣΟΚ και ΝΔ στην κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου.
Όποιος θέλει να επωφεληθεί από την επιλογή που φαίνεται να κάνει το ΚΙΝΑΛ, από τις θέσεις της αριστεράς μπορεί να το πετύχει, όχι με τη μεταφορά του ανταγωνισμού στο άγονο γήπεδο του κέντρου. Μια τέτοια μετακίνηση θα απομακρύνει παλιές και νέες δυνάμεις προσερχόμενες από τα αριστερά ή/και θα παγώσει την τάση ενεργοποίησης ενός δυναμικού αδρανοποιημένου στο χώρο της αποχής. Με τον άλλο τρόπο, αντίθετα, η πίεση μπορεί να ωθήσει και το όμορο κόμμα σε πιο τολμηρές τοποθετήσεις, που θα διευκολύνουν τα δημόσια διατυπωμένα σχέδια για συνεργασία μετακινώντας αριστερότερα τον πολιτικό άξονα.
Χαράλαμπος Γεωργούλας
Πηγή: Η Εποχή