Η Ευρώπη και οι χώρες του Βορρά, στο σύνολό τους πλήττονται από ένα αίσθημα ιστορικής και πολιτικής εξουθένωσης. Μετά από πέντε αιώνες επιβολής των αποφάσεων της στον κόσμο, η Ευρώπη φαίνεται ανίκανη να επιλύσει τα δικά της προβλήματα και εναποθέτει τις σχετικές αποφάσεις σε πολυεθνικές. Αυτό συμβαίνει μέσω συμβάσεων για το ελεύθερο εμπόριο, ο σκοπός των οποίων είναι να εξαλείψουν τα ίχνη κοινωνικής συνοχής και περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης που επιτεύχθηκαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στις ΗΠΑ, ο Ντόναλντ Τραμπ προβάλλει περισσότερο ως συνέπεια και λιγότερο ως αιτία της αποσύνθεσης ενός εξαιρετικά διεφθαρμένου, δυσλειτουργικού και αντιδημοκρατικού πολιτικού συστήματος, όπου ο υποψήφιος που έλαβε περισσότερες ψήφους στις εθνικές εκλογές ηττάται από τον υποψήφιο που έλαβε τρία εκατομμύρια ψήφους λιγότερες από τον ανταγωνιστή του. Η επικρατούσα πεποίθηση είναι ότι δεν υπάρχουν εναλλακτικές στην κρίσιμη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο κόσμος. Στην πρόσφατη συνάντησή τους στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, στο Νταβός, οι ηγέτες του κόσμου αναγνώρισαν ότι οι οχτώ πλουσιότεροι άνθρωποι στον κόσμο κατέχουν τον ίδιο πλούτο με το φτωχότερο μισό του παγκόσμιου πληθυσμού. Δυστυχώς, αυτό δεν τους ενέπνευσε να υποστηρίξουν πολιτικές που μπορεί να συνέβαλαν στην ανακατανομή του πλούτου. Αντιθέτως, ενθάρρυναν τους μη έχοντες του κόσμου να βελτιώσουν την επίδοσή τους ώστε να έχουν την πιθανότητα να γίνουν και οι ίδιοι πλούσιοι στο μέλλον.
Εν τω μεταξύ, τα διαθέσιμα εργαλεία ανάλυσης και παγκόσμιας κοινωνικής επικοινωνίας μας αποτρέπουν από το να δούμε ότι εκτός της Ευρώπης και του Βορρά βρίσκεται σε εξέλιξη μια αξιοσημείωτη κοινωνική και πολιτική καινοτομία που ίσως παρακινήσει την έρευνα για νέες παγκόσμιες λύσεις με σκοπό να διασφαλιστεί ότι το μέλλον θα είναι πολιτικά πιο δημοκρατικό, κοινωνικά πιο αλληλέγγυο και οικολογικά πιο βιώσιμο. Είναι ενδιαφέρον ότι κάποιες από αυτές τις λύσεις έχουν τις ρίζες τους σε ευρωπαϊκές ιδέες και εμπειρίες (τις οποίες η Ευρώπη στο μεταξύ εγκατέλειψε) που επανερμηνεύθηκαν και αναδιαρθρώθηκαν υπό το πρίσμα των διαφορετικών συγκεκριμένων νέων πλαισίων και απελευθερώθηκαν από δόγματα και ορθοδοξίες. Παράλληλα, η Ευρώπη φαίνεται να συρρικνώνεται, ενώ ο μη ευρωπαϊκός κόσμος επεκτείνεται. Το μέλλον του κόσμου θα είναι πολύ λιγότερο ευρωπαϊκό από το παρελθόν του.
Λογικά θα σκεφτόταν κανείς ότι η Ευρώπη θα επωφελούνταν από μια καλύτερη γνώση των καινοτόμων διαδικασιών ανάπτυξης που αναδύονται στον κόσμο. Για να είναι κάτι τέτοιο πιθανό, ωστόσο, η Ευρώπη θα έπρεπε να είναι έτοιμη να αμφισβητήσει την αυτό-εικόνα της ως δασκάλα του κόσμου, όπως έχει επικρατήσει στη νεώτερη εποχή, και να φανταστεί τον εαυτό της περισσότερο ως μαθητή του κόσμου, ως συν-μαθητευόμενη για το μέλλον, μαζί με άλλες περιοχές και πολιτισμούς. Όμως η Ευρώπη δυσκολεύεται εξαιρετικά να μάθει από τις μη ευρωπαϊκές εμπειρίες, ειδικά όταν αυτές εκκινούν από τον Νότο, και αυτό οφείλεται στην επιμονή της αποικιοκρατικής προκατάληψης. Εξάλλου, πώς θα μπορούσε η Ευρώπη να ωφεληθεί από τις εμπειρίες «πιο οπισθοδρομικών περιοχών και πολιτισμών», από λύσεις που φαίνεται να αφορούν προβλήματα που υποτίθεται πως η Ευρώπη έχει λύσει από καιρό;
Πώς μπορεί αυτή η προκατάληψη να υπερκεραστεί, για να επιτευχθεί μια νέα βούληση για παγκόσμια αμοιβαία μάθηση; Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα πρέπει να πάμε πίσω στο χρόνο. Η κορυφαία περίοδος της διεθνούς και αυτοκρατορικής εξουσίας της Ευρώπης έληξε το 1945. Όταν οι περιφερειακές χώρες του Νότου, πολλές από τις οποίες είχαν αποτελέσει πρώην ευρωπαϊκές αποικίες, ανεξαρτητοποιήθηκαν και επεδίωξαν να καθορίσουν τη δική τους ιστορία στον μετα-ευρωπαϊκό κόσμο, ο δρόμος τους γέμισε με εμπόδια, καθώς τόσο η Ευρώπη όσο και οι ΗΠΑ αμφισβήτησαν κάθε προσπάθεια ρήξης με το καπιταλιστικό σύστημα, ενώ η Σοβιετική Ένωση αρνήθηκε να δεχτεί άλλη εναλλακτική από τη δική της. Το κίνημα των αδεσμεύτων, που ξεκίνησε το 1955 στο συνέδριο του Μπαντούνγκ, όπου συνήλθαν οι πρόεδροι Nehru (Ινδία), Sukarno (Ινδονησία), Nasser (Αίγυπτος), Nkrumah (Γκάνα) και Τίτο (Γιουγκοσλαβία) αποτέλεσε την πρώτη εκδήλωση της ιστορικής πρόθεσης για τον σχεδιασμό ενός εναλλακτικού δρόμου στη διπολική, εγγενώς αντιφατική άποψη που προσέφερε η Ευρώπη στον κόσμο: εδώ και τώρα φιλελεύθερο και καπιταλιστικό, εδώ και τώρα Μαρξιστικό και σοσιαλιστικό – δύο συστήματα που δεν ήταν ακριβώς ευαίσθητα ως προς τις εκτός Ευρώπης πραγματικότητες, ενώ και τα δύο απαιτούσαν πίστη άνευ όρων. Αυτή η διχοτόμηση των διεθνών ζητημάτων, που κατέδειξε με δραματικό τρόπο ο Ψυχρός Πόλεμος, ήγειρε άλυτα πολιτικά διλήμματα για τις νέες πολιτικές ελίτ του Νότου, ακόμα και εκείνες που ήταν πιο απομακρυσμένες από τον δυτικό καπιταλιστικό και κομμουνιστικό πολιτισμό, καθώς αναγνωρίζαν και στα δύο συστήματα πανομοιότυπες παγίδες που εδράζονταν στην ανωτερότητα του «λευκού ανθρώπου».
Εν τω μεταξύ, το κίνημα των αδεσμεύτων εξουδετερώθηκε από τον παγκόσμιο νεοφιλελευθερισμό και την πτώση του τείχους του Βερολίνου, και ο λεγόμενος Τρίτος Κόσμος έγινε σε τέτοιο βαθμό διαφοροποιημένος που έχασε την ιδιαιτερότητά του. Όμως αυτό δεν απέτρεψε την επινόηση και εφαρμογή νέων λύσεων. Ωστόσο, όποτε αμφισβητούσαν την επικράτηση του Βορρά, και ειδικότερα στην περίπτωση του αντι-αμερικανικού ιμπεριαλισμού, τέτοιου είδους λύσεις αντιμετωπίζονταν βίαια: από το εμπάργκο κατά της Κούβας, στην καταστροφή του Ιράκ, της Λιβύης και της Συρίας· από τη Νέα Διεθνή Οικονομική Τάξη στην εξουδετέρωση των χωρών BRICS (της συνεργασίας των λεγόμενων ανερχόμενων χωρών: Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική). Η αλήθεια είναι πως, παρόλα αυτά, η επιμονή με την οποία οι λαοί του κόσμου εξακολουθούν να αναζητούν λύσεις για απελευθέρωση και αυτονομία, εξακολουθεί να εντυπωσιάζει τους αναλυτές. Ο σκοπός μου δεν είναι να εξιδανικεύσω την επιμονή τους ή να ισχυριστώ πως οι ανακύπτουσες λύσεις πρέπει να γίνουν αποδεκτές χωρίς κριτική. Πρόκειται απλώς για την εκκίνηση μιας συζήτησης με τον κόσμο, μιας συνομιλίας που δεν πρέπει να περιοριστεί σε μια συζήτηση για τις λύσεις που νομιμοποιήθηκαν στο παρελθόν από μια μικρή μερίδα του κόσμου, τον ευρωκεντρικό. Αυτές οι λύσεις περιλάμβαναν, διαδοχικά ή ταυτόχρονα, την αποικιοκρατία, τον ευαγγελισμό, τον ιμπεριαλισμό, τη νεο-αποικιοκρατία, την εξωτερική βοήθεια, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ανθρωπιστική βοήθεια. Λόγω του ότι εξαρτιόταν από τέτοιου είδους λύσεις, ο μη ευρωπαϊκός κόσμος, σχεδόν χωρίς εξαιρέσεις, κατέληξε στην υιοθέτησή τους, είτε εθελοντικά είτε δια της βίας, κάτι που είναι και η αιτία της υποδεέστερης θέσης του απέναντι στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Εντούτοις, ποτέ δεν έπαψε να σκέφτεται έξω από το ευρωκεντρικό πλαίσιο. Σε αυτούς τους καιρούς, όταν οι εναλλακτικές φαίνεται να έχουν εξαλειφθεί, αυτό το σκεπτικό γίνεται εξαιρετικά πολύτιμο στο βαθμό που βοηθά την πιθανή εμφάνιση νέας παγκόσμιας μάθησης ως εναλλακτική στη στασιμότητα και τον πόλεμο.
Όσον αφορά την Ευρώπη, αυτή η μάθηση εξαρτάται από δύο σημαντικούς όρους, αν και κανένας από τους δύο δεν συνάδει με άμεσες λύσεις. Και οι δύο ενέχουν το χτίσιμο ενός νέου οράματος για την Ευρώπη. Ο πρώτος έγκειται στο ξεκίνημα ενός εις βάθος διαλόγου για την ίδια την έννοια της Ευρώπης. Είναι σημαντικό καταρχάς να θυμηθούμε ότι δεν υπάρχει κανένας επίσημος ορισμός του «ευρωπαϊκού», τουλάχιστον με όρους πολιτικών για τον πολιτισμό. Πόσες «Ευρώπες» υπάρχουν; Πόσες χώρες είναι ευρωπαϊκές χώρες; Τι σημαίνει να είναι κανείς Ευρωπαίος; Η διάσπαση της Σοβιετικής Ένωσης, η επανένωση της Γερμανίας και η ευρείας κλίμακας μετακίνηση μεταναστών, εργαζόμενων και προσφύγων στην Ευρώπη προκάλεσαν νέες περιπλοκότητες όσον αφορά τις ταυτότητες αλλά και τα σύνορα. Γι αυτό, πολλοί συγγραφείς υποστηρίζουν ότι ο λόγος περί «ευρωπαϊκής ταυτότητας» είναι πρόωρος. Με τον ίδιο τρόπο που δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα όπως «η μία Ευρώπη» αλλά μια πολλαπλότητα συγκεκριμένων και ανταγωνιστικών ιστορικών ορισμών της, υπάρχουν και αντικρουόμενες, αντίπαλες «ευρωπαϊκές ταυτότητες» που εξαρτώνται τόσο από τον σχεδιασμό των συνόρων όσο και από την κατανόηση της φύσης της «Ευρωπαϊκότητας». Οι αρχές προστασίας των συνόρων και τις μετανάστευσης αναπτύσσουν σταδιακά τις δικές τους ιδέες για την Ευρώπη και την ευρωπαϊκή ταυτότητα, αν και εντελώς αποσυνδεδεμένες από άλλα επίπεδα της συζήτησης.
Ο δεύτερος όρος, που σχετίζεται στενά με τον πρώτο, έχει να κάνει με την κατανόηση του Νότου ως μη ευρωπαϊκού κόσμου. Ο Νότος που αντιμετωπίζει την Ευρώπη ως «τον άλλον» υπάρχει τόσο μέσα στην Ευρώπη όσο και έξω από αυτήν. Κατά τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, ο Metternich, Αυστριακός πολιτικός, έγραψε «Asien beginnt an der Landstrasse» που σημαίνει ότι η Ασία ξεκινάει σε ένα δρόμο στην περιφέρεια της Βιέννης, το δρόμο όπου ζούσαν οι μετανάστες από τα Βαλκάνια. Τότε, όπως και τώρα, η διάκριση μεταξύ Βαλκανίων και Ευρώπης φαινόταν ξεκάθαρα, σαν τα Βαλκάνια να μην ανήκουν στην Ευρώπη. Σήμερα, ο Νότος μέσα στην Ευρώπη είναι οι μετανάστες· είναι οι Ρομά· είναι τα παιδιά των μεταναστών, κάποια από τα οποία γεννήθηκαν πριν πολλές γενιές στην ίδια αυτή Ευρώπη, έχοντας ευρωπαϊκά διαβατήρια αν και ποτέ δεν θεωρήθηκαν «Ευρωπαίοι όπως οι άλλοι». Υπάρχει ακόμα ένας άλλος Νότος μέσα στην Ευρώπη που είναι ιδιαιτέρως σχετικός με εμάς, ο Νότος που, καθώς είναι γεωγραφικά περιφερειακός, είναι περιφερειακός και με πολλές άλλες έννοιες. Αναφέρομαι στην Πορτογαλία, την Ισπανία, τη νότια Ιταλία και την Ελλάδα. Ιστορικά, υπήρχαν πάντα δύο Ευρώπες, μία στο κέντρο και μία στην περιφέρεια, με την πρώτη να μην είναι ποτέ σε θέση να κατανοήσει ότι μπορεί να μάθει κάτι θετικό από την εμπειρία της δεύτερης.
Ο Νότος εκτός Ευρώπης αντιμετωπίζεται με τρόπο άκρως μειωτικό από τον 15ο αιώνα. Αποτελούνταν από χώρες που έδιναν πρώτες ύλες και στη συνέχεια εξελίχθηκαν σε αγορές καταναλωτών προς εξερεύνηση· χώρες, οι φυσικές καταστροφές των οποίων χρειάζονται την ευρωπαϊκή ανθρωπιστική βοήθεια· χώρες που δεν είναι σε θέση να θρέψουν το δικό τους πληθυσμό, οδηγώντας στο μεταναστευτικό πρόβλημα που «ταλαιπωρεί» την Ευρώπη· χώρες που θρέφουν τους τρομοκράτες που πρέπει να καταπολεμηθούν ανελέητα. Αυτή η αντίληψη για τον Νότο κυριαρχείται ακόμη από το αποικιακό εγχείρημα που όριζε ότι, ανεξάρτητα από την ποικιλομορφία των παρελθόντων τους, οι λαοί και τα έθνη που υπόκειντο στην ευρωπαϊκή κυριαρχία ήταν καταδικασμένα σε ένα ενιαίο κοινό μέλλον: το μέλλον που υπαγόρευσε η Ευρώπη. Έτσι, το μέλλον της Ευρώπης έγινε όμηρος των ορίων που επέβαλε στον μη ευρωπαϊκό κόσμο. Πόσες ιδέες, πόσα πολλά έργα απορρίφθηκαν, απαξιώθηκαν, εγκαταλείφθηκαν και δαιμονοποιήθηκαν μέσα στην Ευρώπη για τον απλό λόγο ότι δεν υπηρετούσαν το αποικιακό σχέδιο;
Η Ευρώπη πρέπει να επιστρέψει στο σχολείο, στο σχολείο του κόσμου και της άπειρης ποικιλομορφίας του. Προκειμένου να μάθει, πρέπει να είναι πρόθυμη να ξε-μάθει πολλές από τις αντιλήψεις της για την ίδια και πολλές από τις αντιλήψεις της για τον μη ευρωπαϊκό κόσμο που τον οδήγησαν στη σημερινή κατάστασή του, σε αυτό το σημείο-μηδέν της κοινωνικής και πολιτικής καινοτομίας.
Ο Boaventura de Sousa Santos είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κοΐμπρα
Μετάφραση: Έλενα Ψυλλάκου
Πηγή: Η Αυγή