Τη συνέντευξη πήρε ο Παύλος Κλαυδιανός
Η πρόσφατη δημοσίευση εγγράφων από τα Wikileaks σχετικά με τις θέσεις προηγούμενων κυβερνήσεων της FYROM προξένησε νέες αντιδράσεις σχετικά με το Μακεδονικό. Αποκαλύπτεται, όντως, κάτι καινούργιο; Ποια η διαφορά και ποια η ομοιότητά τους με τη συμφωνία των Πρεσπών;
Τα έγγραφα που δημοσιεύτηκαν πρόσφατα, δεν αποτελούν κανενός είδους «αποκάλυψη» όπως διαφημίστηκαν από τις εφημερίδες. Είχαν διαρρεύσει από τα Wikileaks εδώ και πολλά χρόνια και ήταν γνωστά σε όσους παρακολουθούν το ζήτημα. Και βεβαίως δεν αποδεικνύουν καμία ελληνική υποχώρηση, αντιθέτως. Επιβεβαιώνουν απλώς ότι οι διαδοχικές κυβερνήσεις στη γειτονική χώρα δεν δέχονταν την αλλαγή του εθνικού ονόματος «Μακεδόνες», ούτε την αλλαγή της ονομασίας «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και συζητούσαν μόνο τη διπλή ονομασία, δηλαδή τη χρήση μιας σύνθετης ονομασίας (όπως το «Βόρεια Μακεδονία») αποκλειστικά για τις σχέσεις με την Ελλάδα και τους διεθνείς οργανισμούς. Αντίθετα, η Συμφωνία των Πρεσπών πέτυχε να ικανοποιήσει την ελληνική απαίτηση για erga omnes αλλαγή του ονόματος της χώρας και μάλιστα με συνταγματική αναθεώρηση. Από την άλλη πλευρά, ικανοποιεί τη δική τους ευαισθησία ως προς την ιθαγένεια, αλλά με το διευκρινιστικό «πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας», και τη γλώσσα (που ως «Μακεδονική» είχε καθιερωθεί διεθνώς εδώ και δεκαετίες). Πρόκειται για έναν «έντιμο συμβιβασμό», που ικανοποιεί σημαντικές θέσεις και των δύο πλευρών και εξασφαλίζει μια αξιοπρεπή λύση του ζητήματος.
Στην Ελλάδα η αντιπολίτευση και μέρος του Τύπου επικρίνουν το ότι οι Ζάεφ και Δημητρώφ χρησιμοποιούν τα ονόματα «Μακεδονία», «Μακεδόνες» και «μακεδονική γλώσσα». Κατά τη γνώμη σου οι αναφορές αυτές είναι οι αναμενόμενες εν όψει του δημοψηφίσματος ή το υπερβαίνουν;
Διαβάζουμε αστεία πράγματα, να χαρακτηρίζεται «πρόκληση» η χρήση του ονόματος Μακεδόνες και μακεδονική γλώσσα, όπως προβλέπεται από την ίδια τη Συμφωνία. Όσοι απορρίπτουν τη Συμφωνία στην Ελλάδα κάνουν ό,τι μπορούν για να την υπονομεύσουν, ακόμα και με ανυπόστατα δημοσιεύματα. Σε ό,τι αφορά τη χρήση του ονόματος Μακεδονία, είναι αναμενόμενο να το χρησιμοποιούν μέχρι την αλλαγή του Συντάγματος. Δεν μπορεί η κυβέρνηση Ζάεφ να δίνει λαβή, πριν το δημοψήφισμα, σε όσους τον κατηγορούν για εσχάτη προδοσία. Ακόμα και όσοι είναι υπέρ της αλλαγής του ονόματος, το αποδέχονται ως ένα αναγκαίο κακό, προκειμένου να αρθεί το αδιέξοδο στη διεθνή αναγνώριση της χώρας. Δεν είναι μια ανώδυνη αλλαγή, εφόσον θίγονται ζητήματα εθνικής ταυτότητας –όσο κι αν στην Ελλάδα η ταυτότητα αυτή θεωρείται ιστορικά όψιμη. Έχουν περάσει 73 χρόνια από το 1945, τρεις γενιές έχουν μεγαλώσει ως Μακεδόνες. Θα πάρει χρόνο μέχρι να εμπεδωθεί η νέα ονομασία στη συνείδηση των ανθρώπων.
Τείνει να επικρατήσει το «ναι»
Παρακολουθώντας την καμπάνια για το δημοψήφισμα στην FYROM ποιες τάσεις τείνουν να κυριαρχήσουν; Ποια είναι τα καθοριστικά σημεία που προσανατολίζουν τους πολίτες;
Φαίνεται ότι το «ναι» τείνει να επικρατήσει. Φυσικά, η κρίσιμη παράμετρος, το δέλεαρ, είναι η σύνδεση της αλλαγής του ονόματος με τη διαδικασία ένταξης της χώρας στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ. Η ένταξη πιστεύουν ότι θα τους διασφαλίσει την ενότητα του κράτους και την οικονομική ανάπτυξη, που τόσο έχουν ανάγκη. Όσες ενστάσεις κι αν έχει κανείς από πολιτικο-ιδεολογική σκοπιά, αυτή είναι η βούληση του γειτονικού λαού και πρέπει να γίνει σεβαστή. Ειδικά από τη στιγμή που η Ελλάδα είναι μέλος και διαπραγματεύεται από θέση ισχύος. Η σύνδεση αυτή έφερε σε δύσκολη θέση την αντιπολίτευση που καταγγέλλει τη Συμφωνία των Πρεσπών. Η απόφαση του δεξιού κόμματος VMRO-DPMNE να προτείνει τελικά στους ψηφοφόρους «ψήφο κατά συνείδηση» δημιούργησε αίσθηση. Η διεθνής υποστήριξη στην κυβέρνηση Ζάεφ, οι πιέσεις από τους ξένους παράγοντες, αλλά και οι εσωτερικές συγκρούσεις στο κόμμα μεταξύ των ευρωπαϊστών και των σκληρών (ρωσόφιλων πλέον) εθνικιστών, οδήγησαν το κόμμα στην παράδοξη αυτή απόφαση. Οι εξελίξεις αυτές συντείνουν στην εκτίμηση ότι ο Ζάεφ θα κερδίσει το δημοψήφισμα. Αυτό που δεν είναι σίγουρο, είναι αν η συμμετοχή θα ξεπεράσει το 50% για να θεωρηθεί έγκυρο. Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση όρισε ότι το δημοψήφισμα έχει συμβουλευτικό και όχι δεσμευτικό χαρακτήρα.
Το ταξίδι της Μέρκελ, της Μογκερίνι, του γραμματέα του ΝΑΤΟ και του υπουργού Άμυνας των ΗΠΑ λίγο πριν το δημοψήφισμα έχει σαφή στόχο τη στήριξη του «ναι». Πώς προσλαμβάνεται από τους πολίτες;
Στη Βόρεια Μακεδονία δεν έχουν την κακή εμπειρία και άρα την ευαισθησία που έχουμε στην Ελλάδα εναντίον της ανάμειξης του διεθνούς παράγοντα. Αντιθέτως, αποζητούν τη στήριξη των ξένων, γιατί αισθάνονται ότι η χώρα τους είναι ανίσχυρη και περιθωριοποιημένη. Το 2001, οι συρράξεις μεταξύ των αλβανών αυτονομιστών και των κρατικών δυνάμεων έληξαν χάρη στην παρέμβαση του ΝΑΤΟ και των εκπροσώπων των ΗΠΑ, της ΕΕ, του ΟΗΕ και του ΟΑΣΕ. Έκτοτε, οι θεσμοί αυτοί συμβουλεύουν επισήμως τις κυβερνήσεις της χώρας στα ζητήματα εκδημοκρατισμού, διεθνοτικών σχέσεων, ασφάλειας, κλπ. Οι άνθρωποι εκεί στρέφονται προς τους ξένους, γιατί δεν εμπιστεύονται το κράτος τους, λόγω της χρόνιας διαφθοράς, της οικονομικής ένδειας, της υπανάπτυξης, και του κρατικού αυταρχισμού. Η διεθνής στήριξη στην καμπάνια του «ναι» είναι συνεπώς ευπρόσδεκτη από τους πολίτες και ενισχύει σαφώς τη θέση της κυβέρνησης Ζάεφ.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, θεωρείς ότι σε μεγάλο βαθμό λύνει και το πρόβλημα της συνταγματικής αναθεώρησης; Πώς θα υπερβεί η ηγεσία Ζάεφ τα αριθμητικά δεδομένα στο κοινοβούλιο;
Αν το «ναι» επικρατήσει, η ψηφοφορία στο Κοινοβούλιο για τη συνταγματική αναθεώρηση θα διευκολυνθεί. Χρειάζονται 80 ψήφοι (σε σύνολο 120) για να περάσει η αλλαγή του Συντάγματος, ενώ ο κυβερνητικός συνασπισμός έχει 69. Όλα τα αλβανικά κόμματα στηρίζουν τη Συμφωνία των Πρεσπών. Αλλά και κάποιοι βουλευτές της αντιπολίτευσης μπορεί να ψηφίσουν υπέρ της μετονομασίας του κράτους, εφόσον θα έχει εκφραστεί θετικά ο λαός στο δημοψήφισμα. Όλα εξαρτώνται από τα ακριβή αποτελέσματα του δημοψηφίσματος και τις πολιτικές εξελίξεις ως τότε. Αλλιώς μπορεί να χρειαστεί να γίνουν βουλευτικές εκλογές, με την ελπίδα να αυξηθούν οι έδρες της Σοσιαλδημοκρατικής Ένωσης. Τα χρονικά περιθώρια όμως είναι στενά.
Κάμψη των επιφυλάξεων
Με αφορμή τη ΔΕΘ υπήρξε αναζωπύρωση των αντιδράσεων κατά της Συμφωνίας των Πρεσπών. Όμως σε σχέση με την περίοδο της αιχμής, λίγο πριν την υπογραφή, εκτιμάς πως κατασταλάζουν κάποιες τάσεις στην ελληνική κοινωνία;
Όσοι είναι απορριπτικοί από ιδεολογία, οι μονίμως εθνικά ανησυχούντες και οι σκληροί εθνικιστές θα μείνουν αμετακίνητοι στις απόψεις τους. Νομίζω, όμως, πως πολλοί άνθρωποι που αντέδρασαν επιφυλακτικά ή αρνητικά στην αρχή έχουν αρχίσει να αντιλαμβάνονται πως η Συμφωνία των Πρεσπών είναι μια ισορροπημένη λύση, που έχει πολλές εγγυήσεις για όσα ανησυχούσαν την Ελλάδα. Είναι ένα μεγάλο βήμα για την εξομάλυνση των σχέσεων μας με τη γειτονική χώρα, αλλά και για να ξεπεράσουμε το διπλωματικό αδιέξοδο που δυσκόλευε την ελληνική εξωτερική πολιτική εν γένει. Η Βόρεια Μακεδονία δεν αποτελεί ουσιαστική απειλή για την χώρα μας, ο λαός της είναι πολύ φιλικά διακείμενος προς την Ελλάδα και τους Έλληνες, και η Συμφωνία διασφαλίζει ότι οι πιο ακραίες εκδοχές του μακεδονικού εθνικισμού, όπως αυτές εκφράστηκαν επί Γκρούεφσκι, θα πάψουν να αναπαράγονται. Τόσα χρόνια ο ένας εθνικισμός ενισχύει και δικαιολογεί τον άλλο. Πρέπει να δούμε το μέλλον θετικά, να βάλουμε στην άκρη όσους ανασκαλεύουν τα τραύματα της βαλκανικής ιστορίας για να θρέφουν το μίσος. Ευτυχώς, τα συλλαλητήρια των ακραίων στην Ελλάδα είναι όλο και λιγότερο μαζικά.
Μεγάλη πρόοδος και σπάνια ευκαιρία
Κατά τη γνώμη σου η επιστημονική επιχειρηματολογία του «όχι» στην Ελλάδα έφερε κάτι νέο στη συζήτηση, σε σχέση με το παρελθόν; Υπάρχει κάτι, ενδεχομένως, που θα έπρεπε να προσέξουν οι του «ναι»;
Δεν υπάρχουν πολλά επιστημονικά κείμενα κατά της Συμφωνίας. Οι περισσότεροι ερευνητές και επιστήμονες, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης, είναι υπέρ της Συμφωνίας, γιατί καταλαβαίνουν ότι αποτελεί μεγάλη πρόοδο και σπάνια ευκαιρία. Παρατηρώ πως οι υποστηρικτές του «ναι» προσπαθούν να παρακάμψουν το θέμα του εθνικού ονόματος Μακεδόνες γιατί αισθάνονται αμήχανα. Δεν έχει νόημα να υπεκφεύγει κανείς. Τον τελευταίο χρόνο, μέσω και της αντιπαράθεσης για το Ίλιντεν, έγινε σαφές πως η μακεδονική ταυτότητα προϋπήρχε του Τίτο. Το Μακεδονικό δεν είναι στηριγμένο σε μια ιστορική απάτη, ούτε υπάρχει μία και μόνη ιστορική αλήθεια. Πρέπει να σκύψουμε με ανοιχτό μυαλό και αυτοκριτική διάθεση στη μελέτη της κοινής μας ιστορίας.
Πηγή: Η Εποχή