Η Αθηνά Αθανασίου, καθηγήτρια Πολιτισμικής Θεωρίας και Σπουδών Φύλου, συζητά για την κοινωνία, τα κινήματα, την Αριστερά. “Μόνη πηγή ελπίδας είναι τα όποια αναχώματα χειραφέτησης”, τονίζει και εστιάζει στο κίνημα των Τεμπών, το οποίο “επέφερε μια ρωγμή στο νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα του ατομικισμού”. Η Αριστερά “βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή, σε έναν νέο ιστορικό κύκλο”, επισημαίνει και προσθέτει πως “καλείται να ανακτήσει τη δυνατότητα για άσκηση πολιτικής στο παρόν, με μετασχηματιστική και όχι απλώς διαχειριστική δυναμική. Να αναπροσδιορίσει τα όρια του δυνατού και να εμπνεύσει, να συγκινήσει, να παρακινήσει για ισότητα, για αλληλεγγύη, για δικαιοσύνη.”
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν συσσωρευμένη οργή και μαζική ανασφάλεια να επικρατεί στην κοινωνία χαμηλών προσδοκιών που ζούμε. Παράλληλα, η κυβέρνηση, η οποία χάνει συνεχώς επιρροή, ανακοίνωσε αυτή τη βδομάδα μια σειρά μέτρων ενίσχυσης ορισμένων κοινωνικών ομάδων. Μπορεί να αντιστρέψει, έτσι απλά, την κατάσταση;
Βρισκόμαστε σε μια τρομακτική επικαιρότητα, που σημαδεύεται από όξυνση ανισοτήτων, υποβάθμιση των κοινών, συνεχιζόμενη εγκατάλειψη των δημόσιων υποδομών, στοχοποίηση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Αυτή η πραγματικότητα συνδέεται με ένα εξίσου δυσοίωνο διεθνές τοπίο: νεοφασιστική διακυβέρνηση Τραμπ, Ευρώπη των υπερεξοπλισμών και της αντιμεταναστευτικής περιχαράκωσης, αφανισμός της Γάζας, μετεκλογικό πραξικόπημα στη Γαλλία. Όλα αυτά σηματοδοτούν τον ιστορικό κύκλο ενός καπιταλισμού που βασίζεται στον κυνικό πραγματισμό της αγοράς και του πολέμου, που παράγει κρίσεις για να αναπαράγει τον εαυτό του. Παράπλευρη απώλεια είναι η κοινωνική απελπισία, που είναι όπλο εξουσίας στα χέρια των κυρίαρχων δυνάμεων του παρόντος: του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και της δεξιάς και ακροδεξιάς ηγεμονίας. Σε αυτό το πνεύμα, η ΝΔ ασκεί διακυβέρνηση σε όφελος των λίγων οικοδομώντας ένα νεοσυντηρητικό καθεστώς, με αυταρχισμό και λογική παρακράτους, λεηλατώντας ό,τι είχε μείνει όρθιο από το κράτος πρόνοιας, και προωθώντας δογματικά ένα παραγωγικό πρότυπο που οξύνει ολοένα και περισσότερο τις κοινωνικές ανισότητες και τα κρίσιμα προβλήματα όπως το κόστος ζωής και το στεγαστικό. Τα επιδόματα ενοικίου, που χρηματοδοτούν την αισχροκέρδεια και την αυθαιρεσία στην ιδιοκτησία στέγης, είναι ο απόλυτος εμπαιγμός προς ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας που ζει σε συνθήκες τρομακτικής στεγαστικής επισφάλειας.
Αυτό που περιγράφεις είναι ασφυκτικό. Γιατί δεν υπάρχουν αντιστάσεις;
Είναι γεγονός ότι η γενικευμένη επίθεση στην κοινωνία δεν πυροδοτεί κοινωνικές αντιστάσεις και κινητοποιήσεις ανάλογες με τη σφοδρότητα της επίθεσης. Πρόκειται για ένα σύστημα διακυβέρνησης που ενισχύει και τον κοινωνικό μηδενισμό. Όταν μεταφράζονται τα πάντα -ακόμα και η ιδέα της ελευθερίας ή η έννοια του μέλλοντος- στο μέτρο της αγοράς, καλλιεργείται ένα αίσθημα ματαιότητας και αδυναμίας. Είναι εποχή επισφάλειας και απελπισίας, αλλά είναι και η εποχή για μια ανακτημένη αλληλεγγύη. Είναι εποχή για να πάμε ενάντια στο ρεύμα, με συμπεριληπτική, μετασχηματιστική και οραματική πολιτική που ξεβολεύει την κεκτημένη ταχύτητα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και των ανερχόμενων φασισμών. Μόνη πηγή ελπίδας είναι τα όποια αναχώματα χειραφέτησης χτίζουν συλλογικά πολιτικά υποκείμενα, με αλληλεγγύη και συμμαχίες. Θεωρώ ότι πράγματι το παρόν και το μέλλον διαγράφονται δυσοίωνα, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ιστορία του μέλλοντος δεν έχει γραφτεί ακόμα. Παρά τα εμπόδια και τις ήττες, εναπόκειται τελικά σε εμάς.
Το πλήθος που βγήκε στους δρόμους με αφορμή τα δύο χρόνια από το κρατικό έγκλημα στα Τέμπη αποτελεί μια μαγιά αντίστασης ή εκτονώνεται;
Μιλάμε για μια πρωτόγνωρη πάνδημη κινητοποίηση, με αποφασιστικότητα, με οργή και πένθος, που θεωρώ ότι επέφερε μια γενναία ρωγμή στην ηγεμονία της δεξιάς, κυνικής απάθειας. Συνδυάζοντας την απαίτηση για την ανάκτηση του δημόσιου χαρακτήρα των κοινών αγαθών με το αίτημα για αλήθεια και δικαιοσύνη, κλόνισε σοβαρά το καθεστώς προπαγάνδας που έχει επιβάλλει η κυβέρνηση Μητσοτάκη (με την διαβόητη «Ομάδα Αλήθειας»). Η συγκλονιστική απαίτηση για οξυγόνο σηματοδοτεί μια υπαρξιακή πια ανάγκη, που ασφυκτιά και δηλώνει ότι οι ζωές μας μετράνε, δεν είμαστε αναλώσιμο ανθρώπινο κεφάλαιο. Το κίνημα αυτό επέφερε μια ρωγμή και στο νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα του ατομικισμού. Γίναμε κοινωνία, ενώ η κυβέρνηση μάς θέλει άτομα. Μπήκαμε ως κοινωνία στη θέση όσων ήταν στο τρένο, συναισθανθήκαμε και αναλογιστήκαμε την απώλεια όχι ως αφηρημένη έννοια αλλά ως πολιτικό συμβάν. Αυτό το κίνημα με αυτά τα χαρακτηριστικά δεν είναι εύκολο να προεξοφλήσουμε πού θα οδηγήσει και πόσο θα αντέξει, αλλά νομίζω ότι είναι ούτως ή άλλως ένα κομβικό πολιτικό ορόσημο. Θα έλεγα ότι ανεξάρτητα από τη συνέχειά του –που εύχομαι και ελπίζω να υπάρχει– σε έναν βαθμό έχει επιφέρει κάποια μετατόπιση, αρθρώνοντας μια ριζική κριτική στον αυταρχισμό και την αυταρέσκεια του νοήματος που επιχειρεί να επιβάλει η κυβέρνηση.
Πώς πολιτικοποιείται και σε ποια κατεύθυνση αυτό το κίνημα;
Το επιτακτικό ερώτημα είναι πράγματι πώς οργανώνεται η κοινωνική δυσαρέσκεια, το πένθος, η απελπισία, με όρους αντι-ηγεμονίας, δηλαδή πώς μπορεί να αποσταθεροποιηθεί ο υπάρχων συσχετισμός δυνάμεων. Δεν πιστεύω ότι κάθε οργή και κάθε δυσαρέσκεια είναι από μόνη της μαγιά για αντι-ηγεμονική πολιτική με χειραφετησιακή προοπτική. Οι ψηφοφόροι του Τραμπ ψήφισαν κινούμενοι από θυμό, από το αίσθημα ενός έκπτωτου λευκού ανδρισμού, από το αίσθημα ότι έχουν αδικηθεί από το σύστημα, γιατί έχασαν τις δουλειές τους και το ταξικό τους γόητρο. Αντί να στραφούν κατά του συστήματος, όμως, στράφηκαν με μίσος κατά των μεταναστών και μεταναστριών, κατά των Μαύρων, κατά των ΛΟΑΤΚΙ+ ανθρώπων. Είναι επομένως σημαντικό να επαγρυπνούμε για το πώς και σε ποια κατεύθυνση πολιτικοποιείται η οργή, το πένθος, η απελπισία. Ας θυμόμαστε ότι μέσα από τις κινητοποιήσεις του αγωνιστικού πένθους προκύπτουν χειραφετησιακές κοινότητες, όπως το κίνημα «Ούτε μια λιγότερη» ενάντια στις γυναικοκτονίες και το κίνημα στον απόηχο της δολοφονίας του Ζακ.
Εδώ μπαίνει και ο ρόλος της Αριστεράς, που είναι αποδυναμωμένη και ίσως έχει μείνει πίσω, σε άλλες εποχές, που είχε πρώτο μέλημα να “στρατολογήσει” νέα μέλη, για να δυναμώσει;
Ναι, αυτές οι αγκυλώσεις δεν ταιριάζουν στην Αριστερά αυτού του αιώνα. Η Αριστερά καλείται να αλλάξει για να ξαναγίνει δύναμη αλλαγής του κόσμου. Ο κοινωνικός ορυμαγδός που συμβαίνει στον πλανήτη δεν αφήνει αλώβητη την Αριστερά, η οποία βρίσκεται κι αυτή σε κρίσιμη καμπή, σε έναν νέο ιστορικό κύκλο. Η ιστορική πρόκληση που αντιμετωπίζει είναι πώς μπορεί να συμβάλει στο να καλλιεργηθεί μια συλλογική επίγνωση ότι ο κόσμος μπορεί να είναι διαφορετικός. Δηλαδή πώς στην πράξη θα σπάσει το δόγμα ΤΙΝΑ («δεν υπάρχει εναλλακτική»), πώς θα αναχαιτιστεί το διάχυτο αίσθημα αδυναμίας, ανημπόριας, ματαιότητας. Ο νεοφιλελευθερισμός έχει εκπαιδεύσει τις κοινωνίες στον κυνισμό. Ο μηδενισμός και η αποστράτευση είναι ιστορικά τοποθετημένα φαινόμενα. Θεωρώ ότι η απάντηση σε αυτό, εκ μέρους της Αριστεράς, βρίσκεται στο να συντονίζεται με το αίσθημα κοινωνικής απελπισίας συμβάλλοντας στο να οργανώνεται και να πολιτικοποιείται πέρα από τους όρους που υπαγορεύουν ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός και ο νεοφασισμός. Δηλαδή αλληλεγγύη στη θέση του ατομικισμού, μακροπρόθεσμες προοπτικές αντί χαμηλές προσδοκίες, κοινωνική δικαιοσύνη αντί άνιση κατανομή πόρων και δίκαιο της ισχύος.
Από την άλλη, είναι γεγονός ότι έχουν κλονιστεί οι σχέσεις εκπροσώπησης των ετερογενών καταπιεσμένων και αδικημένων στρωμάτων με τους κομματικούς φορείς. Παρόλο που αυτό συνιστά αξιοσημείωτη μετατόπιση και παρόλο που είναι ζητούμενο η χειραφετησιακή αναδιάταξη των όρων και των σχέσεων της συλλογικής εκπροσώπησης, δεν πρέπει να περιορίζουμε το πολιτικό μας λεξιλόγιο στο επίπεδο της εκπροσώπησης με τη στενή εργαλειακή έννοια, δηλαδή πώς θα «κερδηθούν» εκλογικά ποσοστά. Στην πραγματικότητα, με αυτή τη λογική η Αριστερά ποτέ δεν κέρδισε ουσιαστικά. Η πρόκληση είναι να πειραματιζόμαστε με νέες κοινωνικές συμμαχίες, πρακτικές αλληλεγγύης, συλλογικές διεργασίες αυτοκαθορισμού και διαθεματικές συναρθρώσεις, μέσα από την ενότητα των διαφορετικά αδικημένων υποκειμένων, στη βάση κοινών αιτημάτων και οραμάτων. Μέσα από τέτοιες διαδικασίες πολιτικοποίησης στο πνεύμα της αγωνιστικής δημοκρατίας, απαντιέται ενδεχομένως η εύλογη αγωνία μας να μην οικειοποιηθεί την κοινωνική οργή η ακροδεξιά, όπως δυστυχώς παρακολουθούμε να γίνεται σήμερα στον κόσμο.
Υπάρχουν παραδείγματα που μπορούν να λειτουργήσουν ως υποδείγματα;
Δεν υπάρχουν απόλυτες συνταγές και οριστικά υποδείγματα. Αλλά το να ξανα-επινοήσουμε το «από κοινού», με επίγνωση των ρωγμών που το διαπερνούν και με σεβασμό στις διαφορετικές πολιτικές ευαισθησίες που το συνθέτουν, είναι ένα στοίχημα για τις χειραφετησιακές δυνάμεις σήμερα. Υπάρχουν πάντως κοινωνικοί πειραματισμοί και συναρθρώσεις σε επίπεδο συλλογικής πολιτικοποίησης, που δεν είμαι σίγουρη αν οι υπάρχοντες κομματικοί φορείς της Αριστεράς μπορούν να εκτιμήσουν τη δυναμική τους και να συντονιστούν μαζί τους.
Γίνεται μια συζήτηση για να αντιμετωπιστεί με ένα λαϊκό μέτωπο η ανερχόμενη ακροδεξιά και η ηγεμονία της κυβέρνησης της ΝΔ. Δεν φαίνεται να μπορεί να κινητοποιήσει μάζες αυτή η πρωτοβουλία.
Το σημαντικό είναι να μην συγχέεται η λογική ενός λαϊκού μετώπου με συγκυριακές και τακτικίστικες συγκολλήσεις, αλλά με συγκλίσεις πάνω σε συγκεκριμένα ζητήματα, που κατατείνουν διαλεκτικά σε μια πραγματική ανασύνθεση της Αριστεράς, και όχι σε ένα άθροισμα που αποβλέπει αποκλειστικά στην εκλογική εκπροσώπηση. Νομίζω ότι υπολανθάνει μια συλλογική επιθυμία των αριστερών -ειδικά των ανένταχτων- για ευρύχωρες ανασυνθέσεις, που έχουν μεν σαφές στίγμα, αλλά δεν αναλώνονται σε αυτοαναφορικότητες. Χρειάζεται μια ανήσυχη και γενναία ανασύνθεση της Αριστεράς, χωρίς κυβερνητισμό, χωρίς αδιαμεσολάβητους ηγέτες, χωρίς σεχταρισμό και ναρκισσισμό, που δεν φοβάται την αυτοκριτική και έχει το κουράγιο να αλλάζει, που παράγει πολιτική με αναστοχασμό στην πράξη, καλλιεργώντας ένα όραμα για -αλλά κυρίως με– την κοινωνία.
Τα κόμματα της ανανεωτικής, ριζοσπαστικής και κινηματικής Αριστεράς -σε αυτή την κρίσιμη φάση που περιγράφεις- δεν μπορούν να βρουν ξανά αρχές, αξίες και όραμα που θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο της συμπόρευσης και κοινής διεκδίκησης κάποιων αιτημάτων. Η απογοήτευση από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχει σβήσει τα μονοπάτια που άνοιξε ο ΣΥΡΙΖΑ στη συγκρότησή του και επομένως δεν ανταποκρίνεται αυτός ο χώρος της Αριστεράς και στις προκλήσεις των καιρών μας.
Η προτεραιότητα για την ανανεωτική και ριζοσπαστική Αριστερά είναι πώς ανταποκρίνεται στο κοινωνικό αίτημα για εναλλακτική στην ηγεμονία της δεξιάς και της ακροδεξιάς καλλιεργώντας ένα διαφορετικό κοινωνικό φαντασιακό. Πάνω σε αυτή τη βάση μπορεί να έχει νόημα οποιαδήποτε διαδικασία συγκρότησης συμμαχιών. Σε συνθήκες κοινωνικής ασφυξίας, όπως αυτές που ζούμε, υπονομεύεται η οραματική προοπτική της Αριστεράς. Η Αριστερά καλείται να ανακτήσει τη δυνατότητα για άσκηση πολιτικής στο παρόν, με μετασχηματιστική και όχι απλώς διαχειριστική δυναμική. Να αναπροσδιορίσει τα όρια του δυνατού και να εμπνεύσει, να συγκινήσει, να παρακινήσει για ισότητα, για αλληλεγγύη, για δικαιοσύνη. Το αίτημα “οι ζωές μας πάνω από τα κέρδη τους” είναι καταλυτικό. Αυτό χρειαζόμαστε. Μια συμπεριληπτική Αριστερά που εξεγείρεται όταν κάποιες ζωές δεν μετράνε, είτε είναι οι ζωές των φτωχών και των επισφαλών, είτε των μεταναστών, είτε των Ρομά, είτε των γυναικών, είτε των ΛΟΑΤΚΙ+ ανθρώπων.
Τώρα πια δεν θα πρέπει -και έχει αργήσει- να έχει ως στελέχη της τους φτωχούς, τους μετανάστες, τους Ρομά, τους τρανς ανθρώπους; Εδώ φτάσαμε στο σημείο να “κανονικοποιείται” η απουσία γυναικών σε ημερίδες πολιτικής επιστήμης, σε πολιτικά πάνελ, ακόμα και από το κάλεσμα σε διάλογο για την Αριστερά. Έχω την αίσθηση ότι η Αριστερά δεν συνειδητοποιεί ότι συντηρητικοποιείται.
Μα η Αριστερά δεν μένει αλώβητη στη σαρωτική τροχιά συντηρητικοποίησης. Αν δεν κάνει πράξη το όραμά της στο εδώ και τώρα, δεν πείθει ότι είναι αξιόπιστη δύναμη αλλαγής του κόσμου. Πώς γίνεται να βλέπουμε ακόμα αριστερά πάνελ με αποκλειστικά ανδρικές συμμετοχές; Πώς γίνεται να μην φροντίζουμε για συμμετοχή μεταναστών και μεταναστριών σε κρίσιμες οργανωτικές θέσεις; Πώς γίνεται να ακούγονται αιτιάσεις ότι το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού των τρανς ατόμων ισοδυναμεί με επίθεση στη γυναικεία ταυτότητα; Είναι ερωτήματα που για μένα σηματοδοτούν τον κίνδυνο συντηρητικοποίησης της Αριστεράς. Ας μην ξεχνάμε το φαινόμενο της «αριστερο-συντηρητικής» Βάγκενκνεχτ: ταξική πολιτική αλλά σκληρή αντιμεταναστευτική, αντιφεμινιστική και αντι-ΛΟΑΤΚΙ ρητορική, εθνικισμός και υποτίμηση του αντιρατσισμού.
Υπάρχει η αποπροσανατολιστική και εντελώς εσφαλμένη ερμηνεία ότι η Αριστερά ηττήθηκε επειδή υποτίμησε την ταξικότητα και ασχολήθηκε με τις «ταυτότητες». Η κοινωνική τάξη στη σύγχρονη αριστερά παραμένει μια κρίσιμη κοινωνική κατηγορία που όμως δεν μπορεί να ανάγεται στην ορθοδοξία της «πρωτεύουσας αντίθεσης». Αυτό έχει απαντηθεί ήδη από νεομαρξιστικές προσεγγίσεις και από τις επιστημολογίες της αριστερής πολιτισμικής κριτικής. Η κοινωνική τάξη διατέμνεται από άλλες μορφές κυριαρχίας και συνεπώς αντίστασης. Όσο η αριστερά δεν συντονίζεται με αυτές τις σύγχρονες συζητήσεις και αναζητήσεις, όσο δεν συντονίζεται με αυτά τα ευρύτερα κοινωνικά αιτήματα, νομίζω ότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί στο παρόν και βέβαια ούτε στο μέλλον. Η συγκυρία είναι απελπιστική και νομίζω ότι καλεί την Αριστερά σε έναν αγώνα θέσεων και ιδεών, για να ηττηθούν οι διαφορετικές αλλά συνυφασμένες μορφές κοινωνικής αδικίας. Κι αυτό δεν αφορά μια «πολιτική της ταυτότητας» που ενδιαφέρει δήθεν «λίγους» ή «μειονότητες», αλλά αφορά τις διαφορετικές μορφές αδικίας και ανισότητας και τα πολλαπλά πληττόμενα υποκείμενα που αντιμετωπίζονται σαν επικίνδυνες τάξεις.
Από την υπεράσπιση της ειρήνης έως την ταξική δικαιοσύνη, από την αντίσταση στην κατοχή της Παλαιστίνης έως την έμφυλη ισότητα, από την υπεράσπιση της δημόσιας υγείας έως την πλανητική δικαιοσύνη, και από το «δεν έχω οξυγόνο» στο «καμιά λιγότερη»: όλα αυτά τα πεδία αγώνα μαζί είναι αρμοί της κοινωνικής χειραφέτησης. Αυτές τις ιδεολογικές μάχες η αριστερά πρέπει να τις δίνει από κοινού και όχι ιεραρχώντας. Χρειάζεται να υπερασπιζόμαστε διαρκώς και ανυποχώρητα αυτά τα διακυβεύματα, τα οποία είναι ανοιχτά. Κανένα δικαίωμα και καμία νίκη δεν πρέπει να θεωρείται ασφαλής. Οποιαδήποτε, επομένως, στάση δίνει νεύματα σε συντηρητικά αντανακλαστικά ευνοεί την ακροδεξιά ηγεμονία, που αναμετριόμαστε μαζί της καθημερινά.
Τα πανεπιστήμια βρίσκονται υπό διωγμό. Στην Ελλάδα υποβαθμίζονται, συρρικνώνονται και υποχρηματοδοτούνται χάριν των ιδιωτικών πανεπιστημίων και αυτή τη στιγμή στις ΗΠΑ αντιμετωπίζονται ως κοιτίδες ριζοσπαστικοποίησης που πρέπει να σφραγιστούν.
Η ολιγαρχική διακυβέρνηση του Τραμπ καταστρέφει συστηματικά κάθε εναπομείναν κύτταρο δημοκρατίας και κοινών αγαθών, παραβιάζει θεμελιώδη δικαιώματα όπως την αναπαραγωγική αυτοδιάθεση, αφαιρεί την υγειονομική περίθαλψη από εκατομμύρια ανθρώπους, ασκεί μεταναστευτική πολιτική ασύλληπτης αγριότητας και διοικεί το κράτος σαν ιδιωτική επιχείρηση. Ανακαλεί περισσότερες από 300 βίζες φοιτητών και φοιτητριών. Επιτίθεται στη θεωρία του φύλου με το διαβόητο διάταγμα «για την υπεράσπιση των γυναικών από τον εξτρεμισμό της ιδεολογίας του φύλου». Βάζει στο στόχαστρο την κριτική θεωρία της φυλής και το λόγο της φυλετικής δικαιοσύνης. Η απόσυρση της χρηματοδότησης είναι ένας τρόπος πειθάρχησης και εξόντωσης των πανεπιστημίων, που παραδοσιακά στις ΗΠΑ ήταν νησίδες αντίστασης. Η ανάκληση των πολιτικών διαφορετικότητας, ισότητας και συμπερίληψης (DEI), που το Χάρβαρντ είχε το θάρρος να υπερασπιστεί απέναντι στην κυβερνητική απαγόρευση, είναι πρωτοφανές πλήγμα στην ακαδημαϊκή ελευθερία. Χρησιμοποιώντας τον αντι-διανοητικό λόγο και την κουλτούρα του μίσους και του φόβου, η alt right παρουσιάζει τις ιδέες της δικαιοσύνης και της ισότητας ως υπαρξιακές απειλές για τη χριστιανική ηθική, την εθνική καθαρότητα και τον λευκό δυτικό πολιτισμό.
Στην Ελλάδα, η κυβέρνηση επιμένει στην εγκατάλειψη του δημόσιου πανεπιστημίου, μέσα από συστηματική υποχρηματοδότηση και βέβαια με την ψήφιση του νόμου για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια και τις παραπλανητικές εξαγγελίες για αδειοδότηση ξένων πανεπιστημίων στην Ελλάδα. Η λογική είναι να αλλάξει εκ βάθρων η τριτοβάθμια εκπαίδευση και να μετατραπεί σε ιμάντα κερδοσκοπίας με κανόνες της αγοράς, κάτι που γίνεται σε βάρος της δημόσιας δωρεάν τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και έρευνας. Η πανεπιστημιακή κοινότητα αγωνίζεται για δημόσια, δημοκρατική, ποιοτική και συμπεριληπτική τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αλλά και το διεθνές φοιτητικό κίνημα δίνει αναλαμπές ελπίδας: από τα αμερικάνικα πανεπιστήμια για αλληλεγγύη στην Παλαιστίνη μέχρι την κινητοποίηση στη Σερβία για ασφαλείς δημόσιες υποδομές.
Ιωάννα Δρόσου