Macro

Ασφυκτικοί περιορισμοί και για το δικαίωμα της συνάθροισης

Ασφυκτικοί περιορισμοί και για το δικαίωμα της συνάθροισης.
Μία πρώτη προσέγγιση του υπό διαβούλευση Σχεδίου Νόμου.

 

Η συνταγή είναι παλιά. Όταν το Κράτος θέλει να ενταφιάσει ένα συνταγματικό δικαίωμα δεν το κάνει ευθέως αφενός διότι εμποδίζεται από την δυσκίνητη διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης, αφετέρου διότι προκαλεί ανεξέλεγκτες κοινωνικές αντιδράσεις. Έχει όμως άλλα όπλα περισσότερο αποτελεσματικά. Εκδίδει εκτελεστικούς νόμους του Συντάγματος, οι οποίοι περιορίζουν τόσο ασφυκτικά μια συνταγματική διάταξη ώστε απομένει το κουφάρι της αποστεωμένο και κενό από κάθε ουσία. Κατά μία περίεργη σύμπτωση τα συνταγματικά δικαιώματα, που μπαίνουν στην μέγγενη των εκτελεστικών νόμων είναι τα δικαιώματα συλλογικής δράσης. Είναι πλέον γνωστό ότι οι νόμοι που ρυθμίζουν την άσκηση του συνταγματικού δικαιώματος στην απεργία (άρθρο 23 παρ. 2 Σ) οδήγησαν στην σταδιακή απονέκρωσή του αφού το 90% των απεργιών κρίνονται παράνομες ή καταχρηστικές (βλ. Χρ. Σεβαστίδη, το δικαίωμα απεργίας και ο δικαστικός έλεγχος της άσκησής του, έκδ. 2015, σελ. 9 επ). Χαριστική βολή το άρθρο 211 του ν. 4512/2018, τις αρνητικές συνέπειες του οποίου έγκαιρα επισημάναμε.

Στις 25 Φεβρουαρίου 2020 τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση το σχέδιο νόμου του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη για τις «δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις». Κατά την αιτιολογική έκθεση έρχεται να καλύψει «ένα αναμφίβολα υπαρκτό κενό στην προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου». Προφανώς όχι των ανθρώπων που συμμετέχουν στις συναθροίσεις. Πριν την κατάθεση του σχεδίου νόμου είχε δημιουργηθεί το κατάλληλο έδαφος για την στήριξή του από την κοινή γνώμη, που «αγανακτεί» όταν λίγες δεκάδες άτομα αποκλείουν το κέντρο μεγάλων πόλεων και εμποδίζουν την κοινωνικοοικονομική ζωή. Όμοια αγανάκτηση και όταν οι απεργοί δυσκολεύουν την καθημερινότητα των συμπολιτών τους. Ο κοινωνικός αυτοματισμός στο απόγειό του! Πέρα από το γεγονός ότι αποδέκτης του δικαιώματος είναι η κρατική εξουσία, γίνεται αυτονόητα δεκτό ότι οι τρίτοι υποχρεούνται να ανεχθούν την παροδική κυκλοφοριακή συμφόρηση που προκαλείται. Στην πραγματικότητα η ενόχληση, σε ορισμένο μέτρο, του γενικού πληθυσμού εντάσσεται στην ίδια τη ratio της συνάθροισης, προκειμένου να γίνει αισθητή η ύπαρξη ενός κοινωνικού, πολιτικού θέματος που απασχολεί τους συναθροισμένους (Κ. Χρυσόγονος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, γ’ έκδ. σελ. 485 επ). Θα ήταν περιττό ωστόσο να υπενθυμίσουμε και άλλη μία αδυναμία του επιχειρήματος των «αγανακτισμένων» αφού η παράγραφος 2 του ΠΔ 120/2013 (Διάταγμα Δένδια) έχει ρητή πρόβλεψη για τέτοιες περιπτώσεις «Οι συναθροίσεις διεξάγονται κατά τρόπο που δεν διαταράσσεται παρά στο μέτρο του απολύτως αναγκαίου η οδική κυκλοφορία και η κοινωνικοοικονομική ζωή της πόλης. Σε πόλεις με πληθυσμό άνω των 100.000 κατοίκων δεν επιτρέπεται η κατάληψη ολόκληρου του οδοστρώματος και η πλήρης διακοπή της κυκλοφορίας των οχημάτων από ιδιαίτερα μικρές, σε σχέση με τη σημασία της συγκεκριμένης οδού για την εξυπηρέτηση της οδικής κυκλοφορίας και της κοινωνικοοικονομικής ζωής της πόλης, συναθροίσεις…». Τότε λοιπόν ποια είναι η πραγματική αιτία κατάθεσης του σχεδίου νόμου;

Το άρθρο 11 του Συντάγματος προβλέπει το αρχαιότερο δικαίωμα συλλογικής δράσης στο ελληνικό συνταγματικό δίκαιο, το δικαίωμα της συνάθροισης, του οποίου η άσκηση ορθά μεταφράζεται σε δημόσια συμμετοχή στις διαδικασίες σχηματισμού πολιτικής βούλησης της εξουσίας (Κ. Χρυσόγονος, ανωτ, σελ. 480). Από την εποχή της δικτατορίας ισχύει το ν.δ. 794/1971 ενώ καμία κυβέρνηση της μεταπολίτευσης δεν έφερε προς ψήφιση εκτελεστικό νόμο, αφήνοντας διευρυμένα τα όρια του δικαιώματος. Το υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου αποπειράται μετά από 45 χρόνια δημοκρατίας να προβεί σε ρυθμίσεις- περιορισμούς, εισάγοντας αμφίβολης συνταγματικότητας νεωτερισμούς.

Το Σύνταγμα προβλέπει την απαγόρευση των υπαίθριων συναθροίσεων με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής, σε δύο περιπτώσεις (άρθρο 11 παρ. 2β’): σε γενικό επίπεδο αν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για την δημόσια ασφάλεια και σε ορισμένη περιοχή αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής. Στο ν.δ. 794/1971 προβλέπονταν η θέση του «διοργανωτή» της συνάθροισης ο οποίος είχε την υποχρέωση γνωστοποίησής της στην αστυνομική αρχή 48 ώρες πριν την πραγματοποίησή της. Η γνωστοποίηση περιελάμβανε τα ατομικά στοιχεία του διοργανωτή, την ημερομηνία και ώρα της συνάθροισης, τον ακριβή τόπο, το τέρμα και την διαδρομή καθώς και τον ειδικό σκοπό της. Το υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου επαναφέρει το θεσμό του «οργανωτή» και την γνωστοποίηση της συνάθροισης, η οποία περιλαμβάνει τα ίδια στοιχεία που απαιτούσε και το νδ 794/1971 (άρθρο 3 παρ. 2 του ΣχΝ).

Η παράλειψη γνωστοποίησης κατά την κυρίαρχη άποψη δεν καθιστά την συνάθροιση παράνομη (Βαλάκου – Θεοδωρούδη, Το δικαίωμα της συναθροίσεως στη νομολογία, ΕΔΔΔΔ 1982, 50), η δε γνωστοποίηση στις αρχές εναπόκειται στην ευχέρεια του διοργανωτή (Μπακόπουλος, το δικαίωμα του συνέρχεσθαι στο ελληνικό, γαλλικό και αγγλικό δημόσιο δίκαιο, 1995, αντίθετα Κ. Χρυσόγονος, ανωτ, σελ. 491, που τη θεωρεί θεμιτή προληπτική διατύπωση). Το Σχέδιο Νόμου (άρθρο 9 περ. ε’) δίνει στις αστυνομικές αρχές το δικαίωμα διάλυσης της υπαίθριας συνάθροισης, που βρίσκεται σε εξέλιξη, εάν πραγματοποιείται χωρίς να έχει γίνει γνωστοποίηση. Πρόκειται ξεκάθαρα για διάταξη αντισυνταγματική, αφού ορθά επισημαίνεται ότι «το δικαίωμα στη συνάθροιση δεν υπόκειται σε καθεστώς άδειας, αναγγελίας ή προληπτικού ελέγχου από τις αστυνομικές αρχές όπως γινόταν σε ανώμαλες περιόδους παλαιότερα (Σπυρόπουλος/ Κοντιάδης/ Ανθόπουλος/Γεραπετρίτης, (Τσιφτσόγλου), ΕρμΣυντ (2017) άρθ. 11 αρ. 12). Θυμίζουμε ότι όμοια πρόβλεψη υπήρχε και στο ν.δ. 794/1971 (άρθρο 7 παρ. 1β’), περίπτωση που θεωρήθηκε καταργημένη σύμφωνα με το άρθρο 111 παρ. 1 του Συντάγματος (έτσι Κ. Χρυσόγονος, ανωτ, σελ. 492).

Ο «οργανωτής» πέρα από τα καθήκοντα γνωστοποίησης της συνάθροισης στις αρμόδιες αρχές (άρθρο 3 παρ. 1 ΣχΝ) αναλαμβάνει πλέον επιπρόσθετους ρόλους: Επιφορτίζεται με το καθήκον ενημέρωσης των συμμετεχόντων για την υποχρέωσή τους να μην φέρουν και να μην χρησιμοποιούν αντικείμενα πρόσφορα για άσκηση βίας, ζητεί την παρέμβαση της αρμόδιας αρχής για την απομάκρυνση τέτοιων ατόμων και ορίζει ομάδα περιφρούρησης της συνάθροισης (άρθρο 4 ΣχΝ). Ανατίθενται πλέον στον «οργανωτή» καθήκοντα αστυνομικής φύσης, ορίζεται συνεργάτης της αρμόδιας αστυνομικής ή λιμενικής αρχής με υποχρέωση συμμόρφωσης με τις υποδείξεις τους. Οι συναθροίσεις φέρουν πλέον εκ των προτέρων το στίγμα της εν δυνάμει παράνομης κινητοποίησης, την υποψία της διάπραξης αξιόποινων πράξεων. Ο «οργανωτής» και κατ’ επέκταση η συνάθροιση μπαίνει στο ασφυκτικό κλοιό του προληπτικού αστυνομικού ελέγχου και το πλάνο της συνάθροισης ουσιαστικά υποδεικνύεται από τις αστυνομικές αρχές. Την ίδια στιγμή οι κυρώσεις που απειλούνται για τον «αμελή» οργανωτή είναι εξοντωτικές: Ευθύνεται για την αποζημίωση όσων υπέστησαν βλάβη της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της ιδιοκτησίας από τους συμμετέχοντες στην συνάθροιση. Απαλλάσσεται μόνο αν είχε γνωστοποιήσει εγκαίρως για την συνάθροιση και εφόσον αποδείξει ότι είχε λάβει όλα τα πρόσφορα και αναγκαία μέτρα για την πρόληψη και αποτροπή της ζημίας (άρθρο 14 παρ. 4 ΣχΝ). Η αόριστη νομική έννοια του «επαρκούς αριθμού ατόμων που παρέχουν συνδρομή στην περιφρούρηση», η αντικειμενική δυσκολία ενημέρωσης και ελέγχου όλων των συμμετεχόντων στην συνάθροιση και η παρείσφρηση προβοκατόρικων στοιχείων, που είναι αδύνατο να ελεγχθούν, μπορούν να οδηγήσουν στην επιβολή αστικών κυρώσεων οικονομικής εξόντωσης των φορέων που διοργανώνουν την συνάθροιση. Ανυπέρβλητα προβλήματα δημιουργούνται από την άκαμπτη και ισοπεδωτική απαίτηση του νομοθέτη για ορισμό «οργανωτή» και ομάδων περιφρούρησης σε συναθροίσεις ευαίσθητων κατηγοριών πολιτών όπως συνταξιούχων, ανηλίκων, ΑΜΕΑ.

«Οργανωτή» απαιτεί το σχέδιο νόμου και για τις αυθόρμητες δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις στην περίπτωση που διαφαίνονται οι κίνδυνοι που αναφέρει το Σύνταγμα (άρθρο 3 παρ. 3 ΣχΝ). Απειλεί μάλιστα στην περίπτωση μη συμμόρφωσης με περιορισμούς που θέτει η αστυνομική αρχή και του μη ορισμού οργανωτή, την διάλυση της συνάθροισης. Το χουντικό νδ 794/1971 αφορούσε μόνο τις οργανωμένες εκ των προτέρων δημόσιες συναθροίσεις και απαγόρευε τις αυθόρμητες, που προκύπτουν ως άμεση απάντηση σε κάποιο επίκαιρο γεγονός. Η θεωρία του συνταγματικού δικαίου θεωρούσε μέχρι σήμερα ότι οι αυθόρμητες συναθροίσεις απολαμβάνουν της ίδιας συνταγματικής προστασίας με τις διοργανωμένες και ότι η απαγόρευσή τους δεν είναι συνταγματικά επιτρεπτή παρά μόνο εάν ανακύπτουν οι κίνδυνοι του άρθρου 11 παρ 2β Σ. (έτσι Κ. Χρυσόγονος, ανωτ, σελ. 491 επ, Σπυρόπουλος/ Κοντιάδης/ Ανθόπουλος/Γεραπετρίτης (Τσιφτσόγλου), ΕρμΣυντ (2017) άρθ. 11 αρ. 3). Στο άρθρο 3 παρ. 3 του σχεδίου νόμου παρατηρούμε την διατύπωση «Αυθόρμητη δημόσια υπαίθρια συνάθροιση που δεν έχει γνωστοποιηθεί…δύναται να επιτραπεί εφόσον δεν διαφαίνονται κίνδυνοι…». Συνεπώς το σχέδιο νόμου ξεκινάει από μια αρνητική αφετηρία: την διεξαγωγή της συνάθροισης κατά την διακριτική ευχέρεια της αστυνομικής αρχής, ακόμα και αν δεν διαφαίνονται οι κίνδυνοι του άρθρου 11 παρ. 2β’ Σ. Ήδη επισημαίνεται μια αδικαιολόγητη αρνητική αντιμετώπιση των αυθόρμητων συναθροίσεων σε σχέση με τις οργανωμένες. Πρόκειται για κραυγαλέα περίπτωση επιβολής υπέρμετρων περιορισμών καθ’ υπέρβαση των συνταγματικών ορίων.

Στο άρθρο 7 ΣχΝ ορίζονται οι περιπτώσεις που μπορεί να απαγορευτεί μία δημόσια συνάθροιση. Κι’ αν οι περιπτώσεις α’ και β’ ταυτίζονται με τις δύο περιπτώσεις απαγόρευσης που προβλέπει το άρθρο 11 παρ. 2 Σ, ερωτηματικό αποτελεί η περίπτωση γ’ που αναφέρεται σε συνάθροιση ο σκοπός της οποίας αντιτίθεται προς το σκοπό ήδη προγραμματισμένης γνωστοποιηθείσας που πραγματοποιείται ή βρίσκεται σε εξέλιξη. Μπορεί δηλαδή η μεταβολή του σκοπού της συνάθροισης, ακόμα κι’ αν δεν επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια ή σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής, να οδηγήσει τις αστυνομικές αρχές σε απαγόρευση της συνάθροισης; Αποτελεί προφανώς μια ανεπίτρεπτη διεύρυνση των περιοριστικά αναφερόμενων απαγορεύσεων που θέτει το ίδιο το Σύνταγμα. Οι επιφυλάξεις αυτές για την συνταγματικότητα της ρύθμισης πολλαπλασιάζονται, αν θυμηθούμε τις εργασίες της Ολομέλειας της Ε’ Αναθεωρητικής Βουλής (1975), όταν είχαν προβληθεί έντονες αντιρρήσεις σχετικά με τη χρήση και τυχόν κατάχρηση ακόμα και των δύο απαγορεύσεων που επιβλήθηκαν περιοριστικά στο άρθρο 11 παρ. 2 του Συντάγματος.

Εξόχως προβληματική φαίνεται και η ρύθμιση του άρθρου 7 παρ. 4 ΣχΝ σύμφωνα με την οποία «για τη λήψη απόφασης περί απαγόρευσης όπως και για την επιβολή περιορισμών…λαμβάνονται υπόψη ιδίως: α) ο εκτιμώμενος αριθμός συμμετεχόντων, β) η περιοχή πραγματοποίησής της, γ) ο βαθμός επικινδυνότητας αυτής ως προς την πιθανότητα διάπραξης σοβαρών εγκλημάτων και διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής». Η ενδεικτική απαρίθμηση των λόγων που μπορούν να οδηγήσουν σε απαγόρευση ή επιβολή περιορισμών αφήνει ευρύτατο περιθώριο διακριτικής ευχέρειας στις αστυνομικές αρχές χωρίς μάλιστα να είναι εκ των προτέρων γνωστά τα κριτήρια που θα οδηγήσουν σε απαγόρευση ή περιορισμούς. Το πρώτο μάλιστα ενδεικτικά αναφερόμενο κριτήριο (ο εκτιμώμενος αριθμός των συμμετεχόντων) είναι εξόχως προβληματικό. Δίνει τη δυνατότητα στις αστυνομικές αρχές να απαγορεύσουν συναθροίσεις πολυπληθείς και ογκώδεις, οι οποίες δεν δημιουργούν κίνδυνο ούτε για την δημόσια ασφάλεια ούτε για την κοινωνικοοικονομική ζωή. Ενώ δηλαδή υποτιθέμενη αφορμή για την ψήφιση του νομοσχεδίου αποτέλεσαν οι ολιγομελείς πορείες στα κέντρα μεγάλων πόλεων που δημιουργούν προβλήματα στην καθημερινότητα των πολιτών, καταλήγει – πέρα από οποιαδήποτε συνταγματική επιταγή- σε μέσο απαγόρευσης των συναθροίσεων που λόγω του μεγάλου μεγέθους τους δεν μπορούν να ελεγχθούν επαρκώς από τις αστυνομικές αρχές.

Το άρθρο 14 ΣχΝ προβλέπει ιδιώνυμο ποινικό αδίκημα τη συμμετοχή σε δημόσια υπαίθρια συνάθροιση, η οποία έχει απαγορευτεί από τις αρμόδιες αρχές. Το άρθρο 9 του ν.δ. 794/1971 προέβλεπε ποινική ευθύνη μόνο όμως για τον οργανωτή και τους ομιλητές της συνάθροισης. Παρατηρούμε επομένως με το υπό διαβούλευση ΣχΝ μια σημαντική αυστηροποίηση του νομοθετικού πλαισίου και μία διεύρυνση των ποινικά υπεύθυνων προσώπων, στα οποία εντάσσονται πλέον όλοι οι συμμετέχοντες στην συνάθροιση.

Η αιτιολογική έκθεση του σχεδίου νόμου, επί της αρχής, φέρεται να επιδιώκει την διασφάλιση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι «εντός ενός θεσμικού πλαισίου λογικής». Παραβλέπεται προφανώς ότι η εξισορροπητική λογική και στάθμιση των αντικρουόμενων κοινωνικών συμφερόντων ανήκει προνομιακά στον συνταγματικό νομοθέτη και αποτυπώνει τους πολιτικούς και κοινωνικούς συσχετισμούς μιας ορισμένης περιόδου. Ο επαναπροσδιορισμός του πλαισίου της λογικής από τον ύστερο κοινό νομοθέτη μόνο ως θεσμική αναίδεια μπορεί να εκληφθεί.

Χριστόφορου Σεβαστίδη, ΔΝ- Εφέτη,
Προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων

Ιωάννας Ξυλιά, Προέδρου Πρωτοδικών

Πηγή: Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων