4,1% για το 2021 και 6% για το 2022 αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), προβλέπει για την Ελλάδα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύμφωνα με την εαρινή της έκθεση. Την περίοδο 2021-2027 αναμένεται επιπλέον να εισρεύσουν στην ελληνική οικονομία περί τα πενήντα εννιά (59) δισ. ευρώ, επιχορηγήσεων και δανείων, μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης και του νέου ΕΣΠΑ, χωρίς να υπολογίζονται τα ιδιωτικά κεφάλαια που θα κινητοποιηθούν την ίδια περίοδο.
Το ύψος αυτών των κεφαλαίων προσεγγίζουν μάλιστα τα 65.5 δισ. ευρώ που απώλεσε από το ΑΕΠ της η Ελλάδα, λόγω της κρίσης, την περίοδο 2009-2018.
Και ενώ επί της αρχής δεν μπορεί να θεωρηθεί παρά ως θετική η μεγάλη αυτή εισροή κεφαλαίων και η κατά συνέπεια μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας, θα οδηγήσει στην ευημερία των ανθρώπων και του πλανήτη ή απλά θα αναπαράξει τις πολιτικές που οδήγησαν την Ελλάδα στην κρίση;
Οποιαδήποτε άποψη βέβαια θα «τολμούσε» να εκφράσει αμφιβολίες ή/και να αμφισβητήσει το κατά πόσο ο πακτωλός αυτός χρημάτων μέσω των δύο Ταμείων και η αναμενόμενη μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας θα ωφελήσει το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας θα ήταν σίγουρα ιδιαιτέρως αντιδημοφιλής.
Ιδιαιτέρως αντιδημοφιλής ήταν και η Έκθεση που εκπόνησε η επιστημονική Επιτροπή «Club of Rome» το 1972 με τίτλο «Τα όρια στη μεγέθυνση» (Limits to growth) αν και πουλήθηκαν 30 εκατομμύρια αντίγραφά της και μεταφράστηκε σε 30 γλώσσες. Αυτό επειδή το βασικό συμπέρασμα της Έκθεσης ήταν ότι οι διαρκώς αυξανόμενοι ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης της οικονομίας δεν μπορούν να συνεχιστούν εσαεί.
Το 1987, ο όρος «όρια στη μεγέθυνση» αντικαταστάθηκε με έναν από τους πιο δημοφιλείς πλέον όρους, τη βιώσιμη ανάπτυξη (sustainable development), έναν όρο αρκετά «ευέλικτο» και «ανοιχτό» σε πολλαπλές ερμηνείες. Ακολούθησε η αναγνώριση αρνητικών εξωτερικότητων (externalities) που παράγει η οικονομική μεγέθυνση, όπως είναι η περιβαλλοντική ρύπανση, η απώλεια βιοποικιλότητας, η κατασπατάληση με ανανεώσιμων φυσικών πόρων, οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα οι οποίες δεν συμπεριλαμβάνονταν ως κόστη και δεν μπορούν να αποτιμηθούν σε χρήμα. Έκτοτε ξεκίνησε μια συζήτηση που αμφισβητεί την έως τότε αντίληψη των νεοκλασικών οικονομολόγων ότι το περιβάλλον είναι υποσύστημα της οικονομίας και αντιλαμβάνεται σε αντίθεση την οικονομία ως υποσύστημα του φυσικού περιβάλλοντος/του οικοσυστήματος, η οποία μπορεί να μεγεθύνεται τόσο όσο επιτρέπει η αναπαραγωγή των φυσικών πόρων που καταναλώνει. Μία συζήτηση που προτείνει όμως την αλλαγή (paradigm shift) και όχι τη διατήρηση (sustain) του υφιστάμενου τρόπου παραγωγής και κατανάλωσης.
Κάτι που είναι κοντά σε αυτό που ζητούν οι νέοι με το σύνθημα αλλάξτε το σύστημα και όχι το κλίμα».
Το ΑΕΠ ως δείκτης ευημερίας
Η ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία φαίνεται δυστυχώς να μην απαντά σε αυτό το αίτημα καθώς φαίνεται να παραμένει προσκολλημένη στη συντηρητική ανάγνωση του sustainability. Κυριαρχεί το επιχείρημα της «αποσύζευξης» (decoupling) της οικονομικής μεγέθυνσης από τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, την περιβαλλοντική υποβάθμιση και την κατασπατάληση πόρων, μέσω της ανάπτυξης της τεχνολογίας, συνεχίζοντας να υποστηρίζει τη διατήρηση υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης με όρους ΑΕΠ.
Μπορεί όμως η αύξηση του ΑΕΠ να είναι πάντοτε συμβατή με την περιβαλλοντική προστασία και τα όσα επιτάσσει η κλιματική κρίση; Μπορεί για παράδειγμα η εξόρυξη χρυσού να είναι θεμιτή επειδή συμβάλλει στη μεγέθυνση της οικονομίας, αν και επιφέρει μη αναστρέψιμες επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον; Μπορούν οι δαπάνες ενός κράτους για την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών, που προκαλούνται ενδεχομένως και από την κλιματική αλλαγή, να μετρούν στο ΑΕΠ ως ανάπτυξη; Και τελικά διαχέεται στο σύνολο της κοινωνίας ή είναι υπόθεση μόνο για λίγους και συνεπώς δεν αποτελεί δείκτη ευημερίας για μια κοινωνία;
Ριζική αλλαγή υποδείγματος
Η κριτική στο ΑΕΠ ως δείκτη ευημερίας μιας κοινωνίας δεν είναι κάτι καινούργιο αλλά ακόμη και από την περιβαλλοντική οπτική παραμένει ένα δύσκολο και μη δημοφιλές θέμα. Έχουν προταθεί διάφοροι δείκτες που θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν το ΑΕΠ ως δείκτη ευημερίας, που λαμβάνουν υπόψη το περιβαλλοντικό και οικολογικό αποτύπωμα της μεγέθυνσης της οικονομίας, όπως και την εισοδηματική ανισότητα η οποία και δεν αποτυπώνεται στο ΑΕΠ. Ποιος πολιτικός φορέας όμως θα τολμούσε να ανοίξει αυτή τη συζήτηση; Ή μήπως τελικά η συζήτηση αυτή έχει ανοίξει ήδη;
Τον Ιανουάριο του 2020, η Νίκολα Στέρτζιον, σημερινή πρώτη υπουργός της Σκωτίας, δήλωσε ότι η Σκωτία θα ορίσει ξανά τη σημαίνει επιτυχημένο έθνος-κράτος και ότι η Σκωτία θα δημιουργήσει μια οικονομία που «η συλλογική ευημερία» θα είναι το ίδιο σημαντική με το ΑΕΠ ως δείκτης ευημερίας. Ακολούθησαν δηλώσεις της πρωθυπουργού της Ισλανδίας, Katrin Jakobsdottir, και της πρωθυπουργού της Νέας Ζηλανδίας Jacinda Ardern, που συμφώνησαν με την πρόταση της Νίκολα Στέρτζιον ώστε νέοι κοινωνικοί δείκτες να λαμβάνονται υπόψη σε σχέση με την ευημερία μιας χώρας εκτός από το ΑΕΠ. Έχει συμφωνηθεί τέλος συνάντηση των Κυβερνήσεων Οικονομιών Ευημερίας (Wellbeing Economy Governments (WeGo), Σκωτίας, Ισλανδίας και Νέας Ζηλανδίας στο πλαίσιο του COP26 για το κλίμα, που θα πραγματοποιηθεί τον Νοέμβριο του 2021 στη Γλασκόβη. Είναι προφανές όμως οι πρωτοβουλίες αυτές έχουν αξία όταν επιλέγουν τη ριζική αλλαγή του αναπτυξιακού υποδείγματος.
Φαίνεται λογικό τη συζήτηση αυτή στην Ελλάδα να την ανοίξουν οι προοδευτικές και ειδικά οι δυνάμεις της Αριστεράς οι οποίες δεν φοβούνται να προτείνουν την αλλαγή, ειδικά σε μια χώρα που έχει βιώσει τα οδυνηρά αποτελέσματα ενός μοντέλου ανάπτυξης που δεν ωφέλησε αλλά ζημίωσε τους πολλούς. Ειδικά τώρα πρέπει να μη φοβηθούμε να μιλήσουμε για αλλαγή που η Ελλάδα έχει μπροστά της αυτή την τόσο μεγάλη ευκαιρία του Ταμείου Ανάκαμψης και του νέου ΕΣΠΑ.
Η Ινώ Σιώζιου, Msc Environment and Resource Management, έχει διατελέσει σύμβουλος ΥΠΕΝ.
Πηγή: Η Εποχή