Aς αφήσουμε, για μια φορά, τα οικονομικά ζητήματα και τις δουλείες τους. Για να μιλήσουμε για ιδέες. Και ως προς τις ιδέες, ας αφήσουμε, για μια φορά, την αρχαία Ελλάδα και τα επιτεύγματά της. Για να μιλήσουμε για τις ιδέες που κάποτε συγκρότησαν εν θερμώ τη σημερινή Ευρώπη. Την Ευρώπη της νεωτερικότητας. 17ος και 18ος αιώνας. Η εποχή όπου η Ευρώπη κατέκτησε την πνευματική της ενότητα. Ενότητα στην οποία συνέβαλε μεν καθοριστικά η αρχαία ελληνική κληρονομιά, αλλά πολύ λίγο η τότε Ελλάδα του οθωμανικού ζυγού. Ίσως γι’ αυτό η εν λόγω εποχή δεν μνημονεύεται συχνά στα καθ’ ημάς. Μολαταύτα, αυτή η πνευματική ενότητα επιτεύχθηκε. Παρά τις οξύτατες θρησκευτικές διαμάχες και σε πείσμα των πολλών ενδοευρωπαϊκών πολέμων και όσων πολλών κόστισαν σε όλα τα επίπεδα. Πού στηρίχθηκε αυτή η πνευματική ενότητα; Σε τρία αλληλοτροφοδοτούμενα βάθρα. Το πρώτο βάθρο ήταν η πανίσχυρη ενοποιητική δύναμη της Επιστημονικής Επανάστασης. Ο Κοπέρνικος στην Κρακοβία, ο Γαλιλαίος στη Φλωρεντία των Μεδίκων, ο Καρτέσιος στο Παρίσι αλλά και εξόριστος στο Άμστερνταμ και τη Στοκχόλμη, ο Κέπλερ στο Γκρατς και στην Πράγα, ο Λάιμπνιτς ανά τη Γερμανία, ο Νεύτων στο Λονδίνο. Αλλά και ο Πασκάλ, ο Φερμά, ο Μπόιλ, ο Χάρβεϋ, ο Χόιχενς, ανάμεσα σε τόσους άλλους, συνέδεσαν συστηματικά τις ιδέες τους, με την καθοριστική συνδρομή και τις σχεδόν υπεράνθρωπες επικοινωνιακές ικανότητες ενός Μερσέν και ενός Όλντενμπουργκ, ώστε να επιβάλουν, με μόνη τη γυμνή δύναμη των ιδεών, τη μαθηματική ανάγνωση της φύσης. Δηλαδή να συγκροτήσουν τη Φυσική, αλλά και ολόκληρη την επιστημονική «ήπειρο» των φυσικών επιστημών, όπως τις γνωρίζουμε και τις ασκούμε μέχρι σήμερα. Επίτευγμα εσαεί της έτσι ενοποιημένης Ευρώπης.Το δεύτερο βάθρο αποτέλεσε το απεριόριστο άνοιγμα στις δυνατότητες της ανθρώπινης σκέψης που ακούει στο όνομα Διαφωτισμός. Με τις πολλές πτέρυγες ή εκφάνσεις του, άλλες περισσότερο, άλλες λιγότερο ριζοσπαστικές, όπως επικεντρώνονταν λιγότερο ή περισσότερο στη μία ή την άλλη χώρα. Ο Καρτέσιος και πάλι, με την ιδρυτική της νεωτερικότητας ύβρη που απέσπασε τις ικανότητες της ανθρώπινης σκέψης από τη δικαιοδοσία της θεολογίας, ο Σπινόζα αλλά και ο Λάιμπνιτς και πάλι, ο Μπέρκλεϊ, ο Λοκ, ο Χιουμ και ο Χομπς, ο Μοντεσκιέ, ο Βολταίρος, οι εγκυκλοπαιδιστές και ο Ρουσσώ, μέχρι τον Καντ και τις κριτικές του, κατέκλυσαν τον 17ο και τον 18ο αιώνα με συμφωνίες, διαφωνίες και διαμάχες που διέσχιζαν αβίαστα σύνορα, αγνοούσαν γλωσσικές διαφορές και παρέβλεπαν ή πολεμούσαν εμπεδωμένες παραδόσεις, προκειμένου να αναδείξουν την ισχύ των γυμνών ιδεών. Το τρίτο βάθρο συγκρότησαν τα κοινά χαρακτηριστικά των τριών μεγάλων πολιτικών επαναστάσεων της νεωτερικότητας. Μετά τον Κρόμγουελ, τον Τζέφερσον και τον Λαφαγιέτ, μετά τη Γαλλική Επανάσταση και τους πολλούς πρωταγωνιστές της, το δημοκρατικό πολίτευμα και ολόκληρος ο λεγόμενος «πολιτικός πολιτισμός» της Ευρώπης –κόμματα, κοινοβούλια, διάκριση εξουσιών, καθολική ψηφοφορία κ.λπ.– έφτασαν να αποτελούν κάτι σαν αυτονόητο. Παρά τις οπισθοχωρήσεις και τα δικτατορικά διαλείμματα, παρά τα δημοκρατικά ελλείμματα που σήμερα όλοι αναγνωρίζουμε ότι αυξάνονται ραγδαία. Αυτοί ήταν οι τρεις πυλώνες στους οποίους στηρίζεται το «ευρωπαϊκό κεκτημένο». Τούτο είναι το κεκτημένο πάνω στο οποίο η Ευρώπη οικοδόμησε την πολύπλευρη ισχύ της. Ήταν αυτό το κεκτημένο που άντεξε έναν 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ο Ράσελ και ο Βιτγκενστάιν μπορούσαν να αλληλογραφούν εγκάρδια, μολονότι ανήκαν σε αντίπαλα στρατόπεδα. Και ήταν αυτό το κεκτημένο που άντεξε και έναν 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, γιατί μετασχηματίστηκε στον αντιφασιστικό αγώνα που απλώθηκε σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Σύντροφοι, compagni, compañeros, camarades, Kameraden, comrades, τοβάριτς… Συνάγεται, τουλάχιστον κατά τη γνώμη μου, ότι είμαστε υποχρεωμένοι να στοχαστούμε σήμερα το μέλλον της Ευρώπης μόνον υπό το πρίσμα αυτού του κεκτημένου. Γράφει η ιδρυτική διακήρυξη του ΣΥΡΙΖΑ: «Δική μας Ευρώπη είναι η Ευρώπη των λαών, η Ευρώπη των επαναστάσεων, η Ευρώπη του κοινωνικού κράτους, η Ευρώπη του σεβασμού της παιδικής ηλικίας, των ηλικιωμένων και των ανθρώπων με ειδικές ανάγκες, η Ευρώπη της επιστημονικής επανάστασης, η Ευρώπη του Διαφωτισμού και της ριζοσπαστικής κριτικής του, η Ευρώπη του φεμινισμού, της οικολογίας και του διεθνισμού, η Ευρώπη της αλληλεγγύης και της δημοκρατίας, η Ευρώπη του σοσιαλισμού. Στόχος μας είναι ο σοσιαλισμός στην Ελλάδα και στην κλίμακα της Ευρώπης.»Έτσι, ο πήχης ανεβαίνει ψηλά. Αλλά νομίζω ότι οφείλει να ανέβει ακόμη ψηλότερα. Όπως έχει αρχίσει να ανεβαίνει, για να πω ένα παράδειγμα, από τον διάλογο του Ντεριντά με τον Χάμπερμας. Αλλά και όπως καταδεικνύει το έργο του Μπαλιμπάρ, ανάμεσα σε πολλά άλλα. Να ανέβει ψηλότερα, γιατί σήμερα η Ευρώπη αντιμετωπίζει πολλές και νέες προκλήσεις, και μάλιστα μέσα σε συγκυρίες που εξελίσσονται πολύ επικίνδυνα. Μία από αυτές είναι εκείνη που ακούει στο όνομα «προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές».Φαίνεται πως οι πρόσφυγες και οι μετανάστες εισρέουν στην Ευρώπη απλώς επειδή έλκονται από τον πλούτο μας. Όποιος και όσος κι αν είναι αυτός πραγματικά. Και βεβαίως από τους δημοκρατικούς θεσμούς μας. Όπως κι αν λειτουργούν αυτοί στην πράξη. Αλλά εμείς, από τη μεριά μας, είμαστε υποχρεωμένοι να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό που βαθύτερα τους κινεί είναι κάτι σαν εκδίκηση της Ιστορίας. Γιατί είμαστε εμείς η Ευρώπη, με το ανεκτίμητο πολιτισμικό κεκτημένο μας, που ληστέψαμε τον πλούτο τους και διαιρέσαμε τις χώρες τους με μονοκοντυλιές πάνω στο χάρτη. Στο όνομα, υποτίθεται, του ίδιου του κεκτημένου αυτού. Ότι είμαστε εμείς η Ευρώπη που, προς χάριν του αχαλίνωτου κέρδους, δηλαδή της απόκρυφης διάστασης του «ευρωπαϊκού κεκτημένου», καταστρέψαμε ανενδοίαστα πολιτισμούς εξίσου αρχαίους με τους δικούς μας, καθιστώντας τους σημερινούς φορείς τους πένητες και ανέστιους. Μόνο αν αναγνωρίσουμε το ιστορικό χρέος της Ευρώπης απέναντι σε αυτές τις χώρες, σε αυτούς τους λαούς και σε τέτοιους πολιτισμούς, μπορεί να αρχίσει κάπως να επουλώνεται το ιστορικό τραύμα που προξενήσαμε. Για να αρχίσουμε να αντιμετωπίζουμε στη ρίζα της τη μεγάλη πρόκληση που συνιστούν οι «ροές» που διαταράσσουν τα βολέματά μας. Τα παραπάνω σίγουρα δεν συγκροτούν «ρεαλιστική πρόταση». Αλλά είναι βαθιά πεποίθησή μου ότι μόνον όσο ο στρατηγικός στόχος παραμένει υψηλός και αμετακίνητος, μόνον όσο αυτός εμπνέει και καλλιεργεί το απαραίτητο φρόνημα, τόσο ακριβέστερη μπορεί να γίνει η ψυχρή αποτίμηση των προβλημάτων και των συναφών συσχετισμών δύναμης. Μόνον έτσι ο αναγκαίος ρεαλισμός αποκτά σάρκα και τη δύναμη που ωθεί τους συσχετισμούς να αλλάξουν. Ώστε να διευρύνονται διαρκώς τα όρια του εφικτού. Αντίθετα, αν ο στρατηγικός στόχος παραμένει συγκεχυμένος και ασταθής, τόσο ο ρεαλισμός μένει στείρος. Και ανάγεται στη μουντή διαχείριση του υπάρχοντος. Που τελικά αφήνει τα προβλήματα άλυτα και τα πράγματα όπως έχουν.
Αριστείδης Μπαλτάς
Πηγή: Η Αυγή