Η κουλτούρα της αριστείας είναι, πρωτίστως, κουλτούρα περιφρόνησης: των λιγότερο «άξιων», των από κάτω, εκείνων που βρίσκονται στα χαμηλά της πυραμίδας, εκείνων που τους έλαχαν χαρακτηριστικά που δεν αποδέχεται η κυριαρχία, εκείνων που η τυχαιότητα της καταγωγής τους τους έριξε σε λάθος οικογένεια, σε λάθος χώρα, σε λάθος φυλή. Κουλτούρα περιφρόνησης, εν τέλει, της ίδιας της ουσίας του ανθρώπινου όντος ως όντος με αδυναμίες τις οποίες, λόγω φύσης ή θέσης, τυγχάνει ανήμπορο να υπερβεί. Η κουλτούρα της αριστείας είναι επί της ουσίας απάνθρωπη: απαιτεί από τα ανθρώπινα όντα να φέρονται ως όντα μη πνευματικά, να φέρονται έξω και από τη φύση του ζώου ακόμα, να γίνονται άλογα κούρσας ή εκπαιδευμένα για καυγάδες σκυλιά.
Επενδύει στον ανταγωνισμό, επιβραβεύει όποιον επικρατεί αυτού. Και προωθεί, ταυτόχρονα, την κουλτούρα της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, της εκμετάλλευσης των λιγότερο αρίστων από τους άριστους. Προς τούτο είναι, επί πλέον, κουλτούρα βαθιά εξουσιαστική. Παραβλέπει, τεχνηέντως, την ταξικότητα της κοινωνίας. Εκλαμβάνει τις ταξικές αντιθέσεις ως αναπόδραστο φυσικό γεγονός, τις δε ανισότητες στις ευκαιρίες να εξελιχθεί, παντοιοτρόπως, ο άνθρωπος ως μη υπάρχουσες. Καθαγιάζει τις ελίτ και αναπαράγει τον εξουσιαστικό τους ρόλο. Είναι, ακόμα, κουλτούρα βαθύτατα αυταρχική: θεωρεί πως πρέπει, και προσπαθεί να επιβάλει, να κάνουν κουμάντο στην κοινωνία οι άριστοι διά της ανάθεσης από τους μη αρίστους, οι οποίοι και οφείλουν να αρκούνται σιωπηρά στο ρόλο εκείνου που αναθέτει.
Αλλά ποιος ορίζει τα κριτήρια της αριστείας; Και ποια είναι αυτά; Μην’ είναι η οξύνοια, κατά πως ορίζεται από τις αμερικάνικου τύπου μετρήσεις; Μην’ είναι η βαθύνοια, μην’ είναι η αγχίνοια ή μήπως η κοινωνική ευαισθησία;
Τίποτα από τα παραπάνω. Ακολουθώντας το δόγμα της «θεοδικίας των προνομίων», όπου τα προνόμια δίδει η θεία χάρη, είναι άρα αδιαμφισβήτητα, η θέαση του κόσμου, από τη μεριά των αρίστων, δεν περιλαμβάνει τους φτωχούς, εκείνους που τους ξέχασε ο θεός, άρα οφείλει να τους ξεχνά και η κοινωνία. Ούτε τους έχοντες όποιας μορφής αδυναμίες. Τι κι αν στις φαβέλες της Δύσης μπορεί να γεννηθεί ο πιο σοφός, ο πιο ταλαντούχος; Η δυνατότητα να εισέλθει στην τάξη των «αρίστων» είναι καταφανώς μηδαμινή, οι δε εξαιρέσεις, οι οποίες πλασάρονται ως κανόνας, παραμορφώνουν ό,τι συμβαίνει εν τοις πράγμασι.
Οι «άριστοι», οι «άξιοι», είναι sui generis κατασκευάσματα της αστικής τάξης. Είναι ο εσμός εκείνων που ανταποκρίνονται στα κριτήρια που θέτει η ίδια η κυρίαρχη τάξη ώστε να αναπαράγει την κυριαρχία της. Είναι οι προσοντούχοι, κάτοχοι των περγαμηνών από τα σχολεία που η ίδια κατασκευάζει ενώ ο «καλός κόσμος» -σε αντιδιαστολή με τον απλό- όπου εκεί διατρίβει δεν είναι παρά οι εκπρόσωποί της. Η δε μετάβαση του καθενός σ’ αυτόν τον κόσμο αποτελεί και την επιτομή της αριστείας.
Αλλά χωρίς πολιτικό πρόσημο, χωρίς ταξική μεροληψία, οι τίτλοι σπουδών δεν είναι παρά κύμβαλα αλαλάζοντα. Η μόρφωση ημιμόρφωση, παπαγαλισμός για γέλια, που χαρακτηρίζει τον συμμορφωμένο, αποτελεσματικό για τα συμφέροντα των από πάνω, δουλευταρά. Τα τιμαλφή της εκπαιδευτικής διαδικασίας δεν είναι παρά σκέτο κάρβουνο, η δε τεχνοκρατικού τύπου χρησιμότητα, η παραγωγικότητα, η υπεραπόδοση στα πλαίσια του καπιταλισμού, ανυψώνονται σε ανθρώπινες αυταξίες.
Η διάχυση, έτσι, της κουλτούρας της αριστείας γίνεται το πιο αποτελεσματικό, ίσως, μέσο για τη χειραγώγηση των μαζών. Διότι οι υποτελείς τάξεις εθίζονται στο θαυμασμό των ανακτόρων λησμονώντας πως ο ιστορικός τους ρόλος είναι η διαδικασία της ανατροπής τους.
Διότι η επικράτηση των ολίγων αρίστων, το κράτος των αρίστων, αντιδιαστέλλεται με το κράτος του δήμου, τη λαοκρατία, από αρχαιοτάτων χρόνων, κατά πώς λέει ο κυρίαρχος λαός. Η πολιτική στρέβλωση, με την επανανοηματοδότηση του όρου «αριστοκρατία», όπου το θετικό αντικαθιστά το αρχικό αρνητικό πρόσημο, ευνοεί μόνο τις αστικές ολιγαρχίες.
Τι κι αν τα τυπικά παραδείγματα των ημιμορφωμένων προσοντούχων, όπως ο Κυριάκος Μητσοτάκης, κακοποιούν τον Ρουσώ ή τον Αϊνστάιν; Τι κι αν ξεμπερδεύουν με το Μακεδονικό διπλώνοντας στραβά και ξεδιπλώνοντας τους χάρτες; Εφόσον η όλη Αριστερά στο δημόσιο λόγο εξακολουθεί να στέκει σχεδόν απολογητικά, και όχι επιθετικά, απέναντι στην ίδια την κουλτούρα της αριστείας, η κυριαρχία τους στο συλλογικό ασυνείδητο παραμένει.
«Να αγωνιστούμε για τις λέξεις, για τις σωστές λέξεις, από τις πιο σοφές (έννοια, διαλεκτική, αλλοτρίωση κ.ο.κ.) μέχρι τις πιο απλές (λαός, άνθρωπος, μάζες, ταξική πάλη)» έλεγε ο Αλτουσέρ. «Να αγωνιστούμε πάνω στις αποχρώσεις», στις λεπτές αποχρώσεις του λόγου, εκείνες που χαράσσουν τις διαχωριστικές γραμμές στην πολιτική κουλτούρα του ενός και του άλλου, αυτό είναι το χρέος του αριστερού. Και τούτη η θεωρητική πράξη –ακολουθώντας το συλλογισμό του Αλτουσέρ για τη θεωρία- παραμένει η πιο βαθιά πολιτική υπόθεση.
Αυτόν τον αγώνα, που επί της ουσίας ταυτίζεται με τον αγώνα ενάντια στην καπιταλιστική ολοκλήρωση και ενάντια στην εμπέδωση των ανισοτήτων που αυτή προκαλεί, καλείται να δώσει η όλη αριστερά. Στέκοντας διαρκώς και μαχητικά απέναντι στις θεωρίες για τους υποτιθέμενους άριστους – άξιους και στις από αυτές εκπορευόμενες αξιολογήσεις –ανθρώπων, υπαλλήλων κ.ο.κ. Και δίνοντας, εν τέλει, πολιτικό και ταξικό χαρακτήρα στο κράτος που μελλοντικά θα διαμορφώσει, από τον λαό για τον λαό.
Η Κατέ Καζάντη είναι δημοσιογράφος
Πηγή: Ρωγμές