Στην περιφέρεια της Μαδρίτης, το κόμμα των Podemos γνώρισε μια διάσπαση που δεν πέρασε απαρατήρητη. Εξι δημοτικοί σύμβουλοι στον Δήμο της Μαδρίτης, οι οποίοι ανήκαν στους Podemos, διάλεξαν να κατεβούν στις προσεχείς δημοτικές εκλογές με το ψηφοδέλτιο της παράταξης (και τώρα πλέον κόμμα) Más Madrid της δημάρχου Manuela Carmena, εγκαταλείποντας το κόμμα τους. Παράλληλα ο Iñigo Errejon, Νο 2 των Podemos, επέλεξε και αυτός το σχήμα Más Madrid, ενώ παραιτήθηκε από βουλευτής και «έθεσε εαυτόν» εκτός του κόμματος του οποίου υπήρξε ιδρυτής.
Εδώ και καιρό οι σχέσεις του Errejon με τον Pablo Iglesias, τον Νο1 των Podemos, ήταν τεταμένες, και πολλοί σχολιαστές αποδίδουν αυτή την πολύ σημαντική ρήξη σε προσωπικούς ανταγωνισμούς, σε μια κρίσιμη πολιτικά περίοδο, εν όψει βουλευτικών εκλογών όπου δεν προβλέπεται να θριαμβεύσει το κόμμα που εγκατέλειψε ο Errejon.
Αυτή η ρήξη, που συνοδεύεται και από την επιλογή μιας δημοτικής παράταξης και την έκκληση από αυτή τη θέση, για ενότητα με Podemos, Ενωμένη Αριστερά και Πράσινους, είναι το αποτέλεσμα μιας σοβαρής διαφωνίας σε θεωρητικό και στρατηγικό επίπεδο, που δεν είναι χωρίς ενδιαφέρον για την ευρωπαϊκή Αριστερά.
Και ο Iglesias και ο Errejon είναι γνώστες της προβληματικής και της συζήτησης για τον «αριστερό λαϊκισμό», στην Ευρώπη και τη Λατινική Αμερική, σχετικά με την ανάδειξη του γεγονότος ότι οι λαϊκές κινητοποιήσεις της σημερινής περιόδου δεν είναι εργατικές αντικαπιταλιστικές κινητοποιήσεις, αλλά εμπλέκουν λαϊκά στρώματα από πολλές κοινωνικές τάξεις και στρέφονται κατά της ολιγαρχίας με την ευρύτερη έννοια, της «κάστας» όπως λένε στους Podemos, όπου συνυπάρχουν οι οικονομικές και οι πολιτικές ελίτ.
Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα, τα αριστερά κόμματα δεν είναι εξοπλισμένα με τις κατάλληλες στρατηγικές και κουβαλάνε έναν αριστερό «πατριωτισμό» που δεν συγκινεί πάντα τις μάζες των κινητοποιημένων.
Ο Iglesias προσεγγίζει το ζήτημα αυτό μέσω της «ενότητας της Αριστεράς», της κοινής δράσης με την Ενωμένη Αριστερά (IU) δηλαδή, και στη συνέχεια μέσω της συμμαχίας με τους Σοσιαλιστές με διάφορες ευκαιρίες. Ο Errejon δεν συμφωνεί με αυτή την προσέγγιση ως στρατηγική για την ανατροπή του σημερινού κατεστημένου.
Αυτό που τον προβληματίζει είναι εκείνο που ονομάζει «οικοδόμηση του λαού» (Construir pueblo), ο οποίος λαός δεν υπάρχει κατά την αντίληψή του ως προϋπάρχουσα οντότητα, την οποία πρέπει ένα πολιτικό υποκείμενο να ξυπνήσει και να εκφράσει (όπως η εργατική τάξη για την παραδοσιακή Αριστερά), αλλά μπορεί να υπάρξει μόνο αν αποκτήσει ένα σχέδιο για μια «εναλλακτική τάξη πραγμάτων».
Παρ’ όλο όμως που ο Errejon δεν διαφωνεί με τη συνεργασία με τους Σοσιαλιστές, ασκεί κριτική στην ευκολία της αριστερής φρασεολογίας, που θεωρεί ότι απομακρύνει ένα μέρος των εν δυνάμει υποστηρικτών των πολιτικών κατά της ολιγαρχίας, με αποτέλεσμα να θεωρείται «πιο δεξιός».
Από την άλλη μεριά όμως το γεγονός ότι δεν τον ικανοποιεί ο νεοκεϊνσιανισμός των Podemos και αναζητάει μια πιο ολοκληρωμένη και ριζοσπαστική εναλλακτική τον κάνει σαφώς «πιο αριστερό».
O Δήμος της Μαδρίτης είναι ένα υπόδειγμα χρηστής διαχείρισης των οικονομικών, εκτόξευσης των κοινωνικών δαπανών και υιοθέτησης συμμετοχικών διαδικασιών και δυνατοτήτων διεξαγωγής δημοψηφισμάτων.
Οι «επαναστατημένοι» δήμοι στην Ισπανία έχουν σημειώσει σημαντικές επιτυχίες και στους τομείς της υποστήριξης κινημάτων σχετικά με τα δικαιώματα, το περιβάλλον, την κοινωνική πολιτική, ή την ανάπτυξη της Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας.
Είναι κατανοητό το πώς μπορεί κανείς να δώσει προτεραιότητα σε αυτόν τον χώρο για να συμμετάσχει στην άσκηση πολιτικών που προστατεύουν και ενισχύουν τους αδικημένους του νεοφιλελευθερισμού, που επιδιώκουν την οικοδόμηση μιας νέας τάξης πραγμάτων.
Το Podemos και οι «επαναστατημένοι» δήμοι είναι προϊόντα του κινήματος 15Μ, του κινήματος των «αγανακτισμένων». Δεν είναι τυχαίο ότι οι θεσμοί που βρίσκονται πιο κοντά στους πολίτες μπόρεσαν να προχωρήσουν περισσότερο προς το να δώσουν απτή μορφή στα αντιολιγαρχικά και αμεσοδημοκρατικά οράματα του 2011.
Η θεαματική πρωτοβουλία του Iñigo Errejon μπορεί να συμβάλει στο να ξεμπλοκαριστεί μια κατάσταση όπου όλα τα σημαντικά πολιτικά ζητήματα αντιμετωπίζονται στην κεντρική πολιτική σκηνή, με αποτέλεσμα να επαναλαμβάνονται οράματα του παρελθόντος και να μην είναι δυνατό να οικοδομηθούν δεσμοί με τον κόσμο της εργασίας, της επισφάλειας και της ανεργίας.
Ο Errejon δείχνει σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο πώς η προβληματική του «αριστερού λαϊκισμού», που ώς τώρα φαινόταν να χρησιμεύει μόνο για το πώς αριστερά κόμματα μπορούν να κερδίσουν τις εκλογές, είναι μια προβληματική που μπορεί να επεκταθεί προς την κατεύθυνση της οικοδόμησης των πρακτικών ενός εναλλακτικού σχεδίου και όχι να οδηγήσει στην υποχώρηση σε έναν παραδοσιακό αριστερό πολιτικό λόγο.
O Πέτρος Λινάρδος-Ρυλμόν είναι οικονομολόγος
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών