Στον επίλογο του προηγούμενου μυθιστορήματός του, με τον ασυνήθιστο τίτλο «Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ» (2020), ο Άρης Μαραγκόπουλος σκιαγραφεί συνοπτικά το μέλλον των «χειμερινών κολυμπητών» του, των τριών Θωμάδων και του δάσκαλου ή μηχανικού Φώντα Παλαιολόγου, μετά τον βίαιο χαμό της Ινέθ, το λαϊκό δικαστήριο των δολοφόνων της και το εκούσιο τέλος του συντρόφου της λοστρόμου. Στον ίδιο επίλογο, ο Μαραγκόπουλος προαναγγέλλει και το τέλος του κρησφύγετου των «κολυμπητών», τον βιασμό και την καταστροφή του μικρού κολπίσκου της Βάρκιζας στην Athens Riviera, όπου συναντιούνται οι ήρωές του. Μόνο απ’ την υγρή γη των Τσιάπας έρχεται ακόμη ζωντανή η κραυγή «γη και ελευθερία».
Όμως είναι φανερό ότι το πλούσιο κοίτασμα της μυθιστορίας της κρίσης που ανοίγει ο Μαραγκόπουλος στο «Φλλσστ, φλλσστ, φλλλσσστ» παρέμενε ανεξάντλητο, κι έτσι ο συγγραφέας επιστρέφει στους ηλικιωμένους «κολυμπητές» του, και σε κάποια ακόμη, νεότερα αυτά, πρόσωπα, τα περισσότερα από τα οποία είχαν ήδη κάνει την εμφάνισή τους στο προηγούμενο βιβλίο του.
Το «Ω! Τι υπέροχη εκδρομή!» είναι ένα μνημόσυνο για εκείνους που χάθηκαν και για όσους θα χαθούν στις σελίδες του, μια πνοή ελπίδας για το μέλλον κάποιων από τους ήρωές του, που εδώ τους βλέπουμε να βρίσκουν τα βήματά τους προς μια καλύτερη και ουσιαστικότερη ζωή, μια λογοτεχνική καταγραφή της επόμενης τετραετίας της ελληνικής κρίσης, δηλαδή της περιόδου 2016-2020, κι ένας ύμνος στην τέχνη και τη λογοτεχνία πλάι σε μια πολεμική πολιτική κριτική. Είναι μια ιστορία για ζωές που τελειώνουν και για ζωές που αρχίζουν (ίσως για πρώτη, ίσως για δεύτερη φορά) μέσα σε έναν κόσμο ζοφερό που εξευτελίζει τη ζωή και την ανθρωπιά και τη φύση, αλλά που ευτυχώς για μας ξεχειλίζει από τρυφερότητα κι αγάπη.
Διαβάζοντας την Εκδρομή λίγο πριν και λίγο μετά τις εκλογές του Ιουνίου του 2023, οι πρώτες σκέψεις που μου γέννησε αφορούσαν ένα ερώτημα που ξέρω καλά πώς κυριαρχεί στη λογοτεχνική διαδρομή του Άρη Μαραγκόπουλου: «πώς αφηγούμαστε τα πραγματικά γεγονότα;». Ίσως επειδή η επανεμφάνιση των διασωθέντων από τον πνιγμό δολοφόνων της Ινέθ γίνεται σχεδόν ανατριχιαστική προοικονομία της επιστροφής στη Βουλή, με νέα προβιά, των νεοναζί της Χρυσής Αυγής, ή επειδή η συντριπτική εκλογική επικράτηση των πολιτικών, που στηλιτεύει και στα δύο μυθιστορήματα αυτού του κύκλου ο Μαραγκόπουλος, βρίσκει το αντίστοιχό της στο «σάβανο ωσάν πηγμένος τραχανάς» που συνεχίζει να επικρέμαται πάνω από τα κεφάλια των ηρώων του και τα δικά μας.
Μυθοπλασία παράλληλα στην πραγματικότητα
Όπως ειπώθηκε και παραπάνω, το «Ω! Τι υπέροχη εκδρομή!» αποτελεί συνέχεια του προηγούμενου μυθιστορήματος του συγγραφέα με ήρωες τους τρεις/τέσσερις κολυμπητές του (κατά τους τρεις σωματοφύλακες που ήταν τέσσερις) και τα παιδιά ή τους νεαρούς φίλους αυτών.
Με κάποια φλας μπακ, ξεκινά από το 2016 για να φτάσει ως το 2020, παρακολουθώντας τη ζωή των ηρώων της κεντρικής μυθοπλασίας του ενώ, παράλληλα και εν θερμώ, καταγράφει την ελληνική κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της ίδιας περιόδου.
Στην κεντρική μυθοπλασία παρακολουθούμε τους τρεις Θωμάδες και τον μηχανικό και δάσκαλο Φώντα, αρχετυπικά πρόσωπα της ελληνικής μεταπολίτευσης, οι οποίοι ενωμένοι πια μεταξύ τους με βαθιά κι ακατάλυτη συντροφικότητα οδεύουν συμφιλιωμένοι με τη ζωή και την ιστορία τους προς τον θάνατο (οι δύο από αυτούς εξάλλου πεθαίνουν στις σελίδες της Εκδρομής). Πλάι τους, νεότερα πρόσωπα για τα οποία εκείνοι μεριμνούν διορθώνοντας παλιές τους αδικίες και λάθη, επιδιώκοντας να τους προσφέρουν μια καλύτερη και ουσιαστικότερη ζωή (όπως ο καθένας τους την αντιλαμβάνεται), αλλά και άλλα, πιο σκοτεινά και επικίνδυνα (οι δύο χρυσαυγίτες δολοφόνοι της Ινέθ, ο μεγαλύτερος γιος του Μπακαλάκου και η γυναίκα του), άνθρωποι που ζουν εντός ή στις παρυφές της διαβόητης Greek Mafia (για να ξαναβάλουμε την τρέχουσα πραγματικότητα στο κάδρο), πιόνια σε μια σκακιέρα που παρασιτεί καταστρέφοντας και βιάζοντας τη φύση, τον πολιτισμό, την ανθρώπινη ευαλωτότητα.
Ασθματική αφήγηση με στίξη από ουρλιαχτά
Από την άλλη, η αφηγηματική γραμμή που αφορά την ελληνική πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα της περιόδου κατά την οποία εκτυλίσσεται το βιβλίο, συμπλέκεται με τις ζωές των επινοημένων ηρώων του και τις καθορίζει, ενώ παράλληλα γίνεται ιντερμέδιο και στίξη γι’ αυτές, είτε σε κάποια αυτόνομα υποκεφάλαια, που κλείνουν κάθε φορά τα κεφάλαια-μέρες της Εκδρομής, είτε μέσα από την τζοϋσικής καταγωγής χρονικογραφία της περιόδου 2012-2020, που καταλαμβάνει το τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου και όπου η ζωή και ο θάνατος των ηρώων του Μαραγκόπουλου γίνονται αναπόσπαστο κομμάτι τόσων και τόσων πραγματικών ζωών και θανάτων, καθώς από τις σελίδες του παρελαύνουν ο Παύλος και η Μάγδα Φύσσα, ο Ζακ Κωστόπουλος και η Ελένη Τοπαλούδη, ο Σαχζάτ Λουκμάν, σκοτωμένοι και πνιγμένοι μετανάστες, όπου γης θύματα της κλιματικής κρίσης, παράγοντες της διεθνούς πολιτικής –«αμερικάνικες ύαινες, ρώσικοι λύκοι, κινέζικοι πίθηκοι, βρυξελλιώτες κόρακες, ιρανοί γύπες και πληρωμένα ερπετά του ISIS και της Αλ Κάιντα»– σε μια ασθματική αφήγηση με στίξη από ουρλιαχτά.
Αυτό το ουρλιαχτό, κραυγή που βγαίνει από τα σπλάχνα μιας αδάμαστης φύσης είναι το όπλο των ηρώων του αλλά και όλων των αδικημένων, καταπιεσμένων ανθρώπων που περνούν από τις σελίδες ετούτου του μυθιστορήματος, ένα ουρλιαχτό που μοιάζει ικανό να λύσει τα δεσμά και τα μάγια της βίας και της αδικίας, ρίχνοντας ενίοτε ξερούς κατάχαμα τους εκπροσώπους του επί γης Κακού. Αυτά τα άναρθρα ουρλιαχτά αλλά και τόσοι άλλοι ήχοι, θροΐσματα και τριξίματα και σουρσίματα και παφλασμοί, διατρέχουν όλη την αφήγηση της Εκδρομής φτιάχνοντας μαζί με τους περίφημους «καταλόγους» του Μαραγκόπουλου την ηχητική της μπάντα, τα σημεία όπου η ανάγνωση απαιτεί να γίνει μεγαλόφωνη.
Ό,τι είπαμε κάποτε, εξακολουθεί να ισχύει
Η λογοτεχνία ως Θάλασσα των Σαργασσών, το ρόντο του Ζαν-Φιλίπ Ραμό και ο πίνακας του Καμίλ Πισαρό που κοσμεί και το εξώφυλλο του βιβλίου είναι ο παράδεισος στον οποίο εισέρχονται σιγά σιγά οι νεαροί ήρωές του, αφού «αργεί πολύ ακόμα ο σοσιαλισμός», όπως διαπιστώνουν μετά τη συμμετοχή τους στην κορυφαία συγκέντρωση των τελευταίων χρόνων, έξω από το Εφετείο, τη μέρα που ανακοινώθηκε η ετυμηγορία για τη Χρυσή Αυγή. Τουλάχιστον έχουν την τέχνη και την ομορφιά και τη δική τους φρεσκοκατακτημένη και πολύτιμη συντροφική ζωή.
Από τις σελίδες της Εκδρομής, ανάμεσα σε μνημόσυνα και εκδρομές, ανάμεσα σε βουτιές στην αναζωογονητική χειμωνιάτικη θάλασσα αλλά και στη βρομιά του κόσμου, κάτω από το σαν πηγμένο τραχανά σάβανο, παρελαύνουν σταθερές αγάπες του Μαραγκόπουλου, από την ιστορία της τέχνης, της λογοτεχνίας και της πολιτικής. Από τα μότο των κεφαλαίων του ξεχωρίζω τις αναφορές στον Σεφέρη, που δίνει και τον τίτλο τους στα κεφάλαια-μέρες της «Εκδρομής», αλλά κι εκείνα που παραπέμπουν σε παλαιότερα έργα του ίδιου του συγγραφέα, υπενθυμίζοντάς μας ότι ο ώριμος Μαραγκόπουλος, που καταφέρνει με αξιοθαύμαστο τρόπο να εξελίσσεται από βιβλίο σε βιβλίο και να επιδεικνύει μοναδικό έλεγχο της γλώσσας και των μέσων του, παραμένει πιστός με ακεραιότητα στο credo της νεότητάς του, ένα παρηγορητικό και ενθαρρυντικό «ό,τι είπαμε κάποτε, εξακολουθεί να ισχύει».
Έφη Γιαννοπούλου